Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007

Μέρος 8ο

Τον είδε, ευθυτενή, κοτσονάτο γέρο, να παίρνει την κατηφόρα. Πήγε να του φωνάξει, αλλά τι να του πει; Φαινόταν πνιγμένος στις σκέψεις του. Κι εκείνη είχε τόσες δουλειές να κάνει.
"Θα με πάρει, πάλι, το βράδυ"...
Μόνη της το ΄λεγε αυτό, κάθε τόσο. Με το που ξεκινούσε μια δουλειά, είχε το φόβο να προκάμει. Ένα άγχος και μια αγωνία, λες κι αν δεν προλάβαινε, κάποιος θα τη μάλωνε, θα της έκοβε το μισθό.
Αλλά είχε να το περηφανεύεται η Μόρφω. Στα τόσα χρόνια νοικοκυρά -και μιλάμε, τώρα, για δεκαετίες, θα μπορούσε να πάρει σύνταξη- ποτέ δεν άφησε δουλειά στη μέση. Μπορεί να την έπαιρνε η νύχτα, αλλά εκείνη θα τελείωνε. Μόνο μια φορά... Σαν τώρα το θυμότανε...
Τίναξε το κεφάλι της, λες και ήθελε να σταματήσει τη σκέψη. Να τη διώξει. Να τη βγάλει από το μυαλό της. Εκείνη, όμως, είχε φωλιάσει για τα καλά και θέριευε. Γιγαντώνονταν. Κάτι σαν ένας τεράστιος κισσός, ή, καλύτερα, ένα λυκόφυτο, που απλώνεται συνέχεια, πνίγοντας όλα τα υπόλοιπα.
Συνοφρυώθηκε. Σούφρωσε τα φρύδια της, όπως έκανε όταν στεναχωριόταν. Η σκέψη δεν έλεγε να φύγει. Κι απλώθηκε. Την κάλυψε.
Ήταν νέα. Το ίδιο κι ο Δημητρός της. Είχαν δεν είχαν δυο - τρία χρόνια μαζί και μόλις πέντε μήνες παντρεμένοι. Ο Δημητρός δούλευε στο εργοστάσιο, στα μετάξια. Διάλεγε κουκούλια -μια δουλειά καθαρά γυναικεία, εκείνη την εποχή, ειδικά στο μεταξάδικο της Τριανδρίας. Κι ήταν Μάιος. Μάιος του 1963.
"Και πού θα πας, μαθές";
"Πού θα πάω, ρε Μόρφω; Σε πολιτική συγκέντρωση θα πάω"!
"Να κάτσεις στα αβγά σου"!
"Μόρφω! Σαν πολλά μας τα ΄πες"!
"Να κοιτάς τη δουλειά σου! Τι θες, τώρα και μπλέκεις με κόμματα; Τι καλό θα δεις από αυτά";
"Εγώ; Δηλαδή να δω προσωπικό καλό; Ντροπή, ρε Μόρφω"!
"Μου ΄γινες, τώρα και κομμουνιστής..."
"Έλα στα συγκαλά σου κοπέλα μου... Τι κομμουνιστής και κουραφέξαλα... Θα πάω να ακούσω! Σοβαρός άνθρωπος είναι. Βαλκανιονίκης. Αθλητής. Να ακούσω τι λέει. Αυτό σημαίνει ότι θα τον ψηφίσω κι όλας";
Με αυτά και αυτά την έπεισε τη Μόρφω. Και πήγε. Κι εκείνη πέρασε τη μεγαλύτερη αγωνία της ζωής της... Γιατί η κατάρα το ΄θελε, το απόγευμα εκείνης της μέρας, να περάσει από το καφενείο. Εκεί που τα ΄πιναν, ο Μανώλης κι ο Σπύρος. Καθάρματα κι οι δύο -κρίμα που το γειτονόπουλο, ο γιος του κυρ-Θανάση, θα έπαιρνε, μερικούς μήνες αργότερα, το όνομα του ενός- ψευτόμαγκες και κουτσαβάκηδες, ήταν, ήδη, μεθυσμένοι. Και μιλούσαν για τη συγκέντρωση:
"Σκότωμα θέλει ο πούστης"!
"Ναι, ρε! Σκότωμα! Όλοι αυτοί, τα κουμμούνια, σκότωμα θέλουν! Για να γλιτώσει η χώρα"!
Έπιναν, έβριζαν κι απειλούσαν. Κι έλεγαν ότι είχαν ραντεβού, μετά, στα γραφεία της Ασφάλειας.
Σφίχτηκε η καρδιά της. Κι άρχισε να χτυπάει δυνατά! Ο Δημητρός της, είχε φύγει πριν κανένα μισάωρο, για τη συγκέντρωση. Θα πήγαινε από νωρίς, είχε πει, γιατί θα περνούσε από έναν φίλο του, να τον πάρει, να πάνε μαζί.
Ακόμη και τώρα, που τα θυμόταν, η καρδιά της πονούσε. Πισωπάτησε και κάθισε στην καρέκλα, στο μπαλκόνι, δίπλα στο φλιτζάνι με τον καφέ. Ζαλιζόταν. Τίναξε, πάλι, το κεφάλι της, αλλά η σκέψη, το παρελθόν, συνέχιζε να απλώνεται. Δίχτυ, σε μαύρη, σκοτεινή θάλασσα.
Είχε δουλειές να κάνει. Είχε βάλει μπροστά σκούπισμα κι είχε και σφουγγάρισμα, ρούχα, ασπρόρουχα, να περιμένουν για πλύσιμο. Γι αυτό είχε βγει από το σπίτι, να πάει ως το μπακάλικο, να πάρει λίγο λευκαντικό. Κι έτσι πέρασε από το καφενείο κι έτσι τους άκουσε, τα δυο ρεμάλια, που τα ΄πιναν στο τραπεζάκι, έξω από το μαγαζί. Τα ΄πιναν, έβριζαν κι απειλούσαν.
Τρελάθηκε. Δεν ήξερε πού να πρωτοπάει. Στους γειτόνους; Σε συγγενείς; Να ψάξει να βρει εκείνο το φίλο του Δημητρού; Τι να σου κάνουν οι γειτόνοι; Και τι οι συγγενείς; Κι αυτόν το φίλο του Δημητρού, μια δυο φορές τον είχε ακούσει, ποτέ δεν τον είχε δει. Ήξερε ότι καθόταν κάπου στις 40 Εκκλησιές, αλλά πού ακριβώς;
"Στην εκκλησία! Πάνω από την Ηλεκτρική Εταιρία! Ναι"!
Το μυαλό της πήρε στροφές. Θυμήθηκε. Και πήρε το δρόμο, με τα πόδια, γιατί εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστα τα λεωφορεία. Και, μέσα από το δάσος, το φρεσκοφυτεμένο, ήταν πιο εύκολα να φθάσει.
Πέρασε το νταμάρι, εκεί που τώρα είναι το Θέατρο Γης. Και συνέχισε. Πέρασε τις εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Αριστερά της έβλεπε τα εβραϊκά μνήματα. Τεράστιες αλάνες, χωρίς ένα κτίριο. Κι έφθασε, κάποια στιγμή, λαχανιασμένη, στη γειτονιά του φίλου...
Ακόμη και τώρα, που τα θυμόταν, είχε λαχανιάσει. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε. Δεν αισθανόταν καλά. Αλλά οι αναμνήσεις, εκεί! Συνέχιζαν. Δε σταματούσαν με τίποτα. Θυμήθηκε πώς έψαχνε, ένα - ένα, τα σπίτια. Και πως βρήκε, τελικά, τη μάνα του φίλου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, μαυροντυμένη, που όταν άκουσε τα καθέκαστα, καθόλου δεν έσπασε το πρόσωπό της. Ανέκφραστη έμεινε. Μόνο είπε:
"Φασίστες"!
Γύρισε και μπήκε στο σπίτι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι άφησε την Μόρφω, σα μια άλλη γυναίκα του Λωτ, στο κατώφλι, δίπλα στη μπουκαμβίλια. Γείτονες της είπαν πως ο Δημητρός κι ο φίλος κατηφόρισαν, με τα πόδια, πριν κανένα τέταρτο. Κι εκείνη, πήρε την κατηφόρα μόνη.
Όταν έφθασε στη γωνία της Ερμού με τη Βενιζέλου, ο κόσμος ήταν πολύς. Πολλοί κι οι
χωροφύλακες. Κι ακόμη περισσότεροι, οι άλλοι. Ο δρόμος ήταν άδειος. Οι χωροφύλακες είχαν κάνει μια σειρά, ντυμένοι σα στρατιώτες, με κράνη και όπλα στα χέρια, για να μην περνούν οι άλλοι, προς το σινεμά. Η αίθουσα ήταν γεμάτη και ένας μεσόκοπος μ έναν νεαρό, μάλωναν με τον επικεφαλής των χωροφυλάκων. Ο τελευταίος ήθελε να αναβάλει την εκδήλωση.
"Υπάρχει θέμα ασφαλείας! Το κτίριο δεν πληρεί τας προϋποθέσεις πυρασφαλείας"!
"Μα, είστε καλά, ενωμοτάρχη; Εδώ κινδυνεύουμε από τους έξω! Όχι από το κτίριο! Θα τους πούμε να μην καπνίζουν"!
Τη Μόρφω, καθόλου δεν την ένοιαζαν όλα αυτά. Εκείνη έψαχνε το Δημητρό της. Όργωσε, με το βλέμμα της, το πλήθος. Αλλά μάταια. Έσπρωχνε, χωνόταν, φώναζε το Δημητρό της. Άδικα.

Τότε είδε, μέσα από το πλήθος, αγέρωχο, το βουλευτή. Περπατούσε στη μέση του δρόμου. Βάδιζε λες και δε συνέβαινε τίποτα. Άκουσε ένα θόρυβο. Στράφηκε αριστερά της και είδε το τρίκυκλο του Σπύρου. Του κουτσαβάκη. Πέρασε με φόρα. Άκουσε έναν θόρυφο. Στην καρότσα ήταν ο Μανώλης. Ο βουλευτής έπεσε. Οι χωροφύλακες έσπρωχναν. Οι άλλοι φώναζαν:
"Θάνατος! Θάνατος"!
Κάποιοι έτρεχαν. Άλλοι κλωτσούσαν. Κάποιος την κλώτσησε.
"Θάνατος! Θάνατος"!

Κι εκείνη εκεί. Κόντρα στο πλήθος. Να προσπαθεί να κρατηθεί στα πόδια της, την ώρα που όλοι έτρεχαν προς μία κατεύθυνση. Και να φωνάζει:
"Δημητρό μου! Αγάπη μου"!
Την έριξαν κάτω. Κουλουριάστηκε. Έβαλε τα χέρια στο κεφάλι, να γλιτώσει. Κι όλο φώναζε:
"Δημητρό μου! Δημητρό μου! Μην είδατε την αγάπη μου";
Ένοιωσε ένα χέρι. Γύρισε να δει. Ο Δημητρός, με κράνος, όπλο, τη βοηθούσε να σηκωθεί. Όχι! Ένας χωροφύλακας ήταν.
"Τι θέλετε, εδώ, κυρία μου; Φύγετε! Θα ανοίξουμε πυρ. Θα πέσουν κορμιά"!
"Το Δημητρό μου! Την αγάπη μου... Σας παρακαλώ"...

Έκλαιγε. Το πλήθος την παρέσυρε, τελικά. Κοίταξε στο βάθος. Κάποιοι σήκωναν το βουλευτή. Αίμα έτρεχε από το κεφάλι του. Ένας σωματώδης νέος κυνηγούσε το τρίκυκλο, που απομακρύνονταν. Οι χωροφύλακες έσπρωχναν. Οι άλλοι φώναζαν:
"Θάνατος! Θάνατος"!
Κι οι από μέσα, άναψαν. Φώναζαν κι αυτοί:
"Φασίστες! Δολοφόνοι! Τον σκότωσαν"!
Ούτε την ένοιαζε. Εκείνη, έψαχνε με το μάτι το Δημητρό της.
"Δημητρό μου... Αγάπη μου..."
Η φωνή της έσβηνε. Πώς να ακουστεί μια φωνή μέσα στο πλήθος; Όση αγάπη κι αν της δίνει δύναμη, μια φωνή ήταν μόνον.

Έκλαιγε. Έκλαιγε στο μπαλκόνι της, καθώς θυμόταν εκείνο το απόγευμα. Και τις τρεις μέρες που ακολούθησαν.
Τρεις μέρες έκανε να γυρίσει στο σπίτι ο Δημητρός. Εκείνη, καθισμένη στην αυλή, ούτε είχε σκουπίσει, ούτε είχε πλύνει. Είχε παρατήσει σε μια γωνιά το σφουγγαρόπανο και τον κουβά, στην άλλη τα άπλυτα και τη σκάφη. Κοιτούσε κάτω, το χώμα και περίμενε. Ούτε να της περάσει από το μυαλό ότι ο Δημητρός της είχε πάθει κάτι κακό.

Όταν μπήκε ο Δημητρός στην αυλή, δεν είχε κουράγιο να τον ρωτήσει τίποτα. Μια λέξη, ήταν η εξήγησή του.
"Κρυβόμουν".
"Άλλη φορά, μη μ αφήσεις"...
Δεν την άφησε ποτέ.
Αχ, γιατί να τα θυμηθεί, τώρα, όλα αυτά;


Συνεχίζεται...

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

αχ, βρε διαστήματα...

Кроткая είπε...

εκπληκτικό, μπράβο.

november είπε...

Μήπως είσαι πάνω απο 44; χιχιιχιχι..

diastimata είπε...

@ ρενάτα
Να υποθέσω ότι σου άρεσε...

@ krotkaya
Ευχαριστώ. Μου δίνεις κουράγιο

@ november
Να προσέχεις μη δαγκώσεις τη γλώσσα σου και πάθεις καμιά δηλητηρίαση, δηλητηριώδη Νοέμβριε...

γιάννης φιλιππίδης είπε...

@ diastimata

Ανέβηκα στη βόρειο Ελλάδα. Φίλοι, γνωστοί, αγαπημένοι, η μάνα. Έμεινα περισσότερο απ’ όσο μου επιτρέπει συνήθως το άτεγκτο θέατρο.
Αυτή τη φορά χόρτασα. Επέστρεψα κάτω, από καμίνι σε καμίνι, μία η διαδρομή, λες και άλλαζα γειτονιά.
Οι συνέχειες της ιστορίας σου, έφεραν στο νου μου πολλά όμορφα πράγματα. Κι άσχημα. Δεν έχει σημασία, όταν σκέφτεσαι με νοσταλγία και τ’ άσχημα πάλι όμορφα γίνονται.
Ελπίζω να έχεις εξασφαλίσει αξιόμαχη εκδοτική να σου το κυκλοφορήσει. Αξίζει να διαβαστεί από περισσότερους ανθρώπους. Από πολλούς ανθρώπους.

ΥΓ: Πιθανόν ν’ αργώ λίγο να σου απαντώ.
Είναι γιατί θέλω να διαβάζω περισσότερα από ένα κεφάλαια μαζί.

γλυκειές καλησπέρες ο γιάννης

diastimata είπε...

@ γιάννης φιλιππίδης

Καλησπέρες Γιάννη! Εγώ να δεις πόσο αργώ! Έπεσαν και οι διακοπές, καταλαβαίνεις! Τα λέμε...