Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007

3ο μέρος



Έβγαλε κι αράδιασε όλα τα βαζάκια στον πάγκο της κουζίνας. Ελληνικό καφέ, ζάχαρη, το γλυκό του κουταλιού –βύσσινο, γιατί της άρεζε η γλυκοξινάδα του. Δίπλα έβαλε το κουταλάκι (ασημένιο και βαρύ, από την προίκα της), το τσακμάκι –έτσι τον έλεγε τον αναπτήρα ο μακαρίτης- και το γκαζάκι.

Το ασημένιο κουταλάκι… Η προίκα της…. Τι της θύμιζαν όλα αυτά. Πισωπάτησε δυο βήματα και κάθισε, σιγά-σιγά, στην καρέκλα της κουζίνας. Ακούμπησε τον δεξιό αγκώνα της στο τραπέζι, που ήταν σκεπασμένο με τον λουλουδένιο λεπτό μουσαμά. Στήριξε το κεφάλι της στο χέρι κι έγειρε, λίγο μπροστά. Δυο δάκρια κύλησαν από το δεξί της μάτι. Ένας αναστεναγμός έφυγε από το στήθος της.
«Αχ, Δημητρό»…
Τον αγαπούσε το Δημήτρη της. Κι ας λέγανε όλοι στη γειτονιά, ότι του ΄χε φορέσει τα δυο πόδια σ΄ ένα παπούτσι. Εκείνη για το Δημητρό της νοιαζότανε. Μόνο για ΄κείνον. Κι αν του έβαζε τις φωνές, που έβγαινε, χειμώνα, με το πουκαμισάκι και το σακακάκι, ήταν γιατί δεν ήθελε να της αρρωστήσει. Γιατί ήταν δύσκολος άρρωστος ο Δημητρός.
Θυμήθηκε εκείνη τη μοναδική φορά που αρρώστησε. Αρρώστησε άσχημα. Είχε τρομάξει όλη η γειτονιά. Τον είχε πιάσει εκείνος ο άτιμος ο βήχας και δεν τον άφηνε. Πέρασε κοντά έναν μήνα στο κρεβάτι. Κι εκείνη… Τι δεν έκανε εκείνη. Δώσ΄ του τα χαμόμηλα, δώσ’ του τα ζεστά, ως και σαλέπι είχε πάει κι είχε αγοράσει. Και τ
α φάρμακά του; Ένα-ένα του τα ΄δινε στο στόμα. Λες κι ήταν μικρό παιδί. Κι ούτε να χάσει λεπτό από τις οδηγίες του γιατρού. Τις είχε γράψει στο τεφτέρι που είχαν, κάποτε, για τα βερεσέδια του μπακάλη.
«Πού να ΄ναι αυτό το μπακαλοτέφτερο»…
Σηκώθηκε από τη θέση της κι άνοιξε το τελευταίο συρτάρι της κουζίνας. Παραμέρισε κάτι παλιά ημερολόγια, τη Σύνοψη, ένα μικρό Βαγγέλιο και, νάτο!
«Νάτο»!

Το σήκωσε ψηλά στα χέρια της, λες κι ήταν ποδοσφαιριστής που σήκωνε κύπελλο. Τόση ήταν η χαρά της που, λίγο το ΄χε να αρχίσει το γύρο του θριάμβου. Αντί για πιλάλα, όμως, προτίμησε να κάτσει, πάλι στην καρέκλα της, απέναντι από τα αραδιασμένα σύνεργα του καφέ. Άνοιξε, με χέρια που έτρεμαν, το τεφτέρι. Κάπου μετά τη μέση, ύστερα από προσθέσεις κι αφαιρέσεις, ήταν οι οδηγίες:
«Την κάψουλα, κάθε έξι ώρες. Το σιρόπι του, τρεις φορές τη μέρα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πριν το φαγητό. Την ενέσα, κάθε δώδεκα ώρες, πρωί και βράδυ. Καλά που ερχόταν η κυρά Μυρσίνη. Βρε, πού τη θυμήθηκα αυτήνανε»…
Η Μυρσίνη ήταν η άσπονδη φίλη της. Πάντα είχε την υποψία πως η Μυρσίνη κι ο Δημητρός, ήτανε ερωτευμένοι, από τα νιάτα τους. Αλλά, τότε, με την αρρώστια του, σιγουρεύτηκε. Γιατί η Μυρσίνη έτρεξε να προλάβει, μην τυχόν και πάρουν άλλη νοσοκόμα για τις ενέσες. Κι όποτε ήταν να κάνουνε τη βραδινή, όλο μόνοι τους ήθελαν να είναι στο δωμάτιο. Κι όποτε ήταν να κάνουνε την πρωινή, όλο καφέ ζητούσε, γ
ια να βγαίνει η Μόρφω από την κάμαρη. Τότε στραβομουτσούνιαζε η Μόρφω. Τώρα, όμως, χαμογελούσε.
«Βρε την κακομοίρα»…
Σκέφτηκε πόσο όμορφη ήταν η Μυρσίνη στα νιάτα της. Κι όμως, ο Δημητρός, διάλεξε εκείνη για να παντρευτεί. Κι άφησε τη Μυσρίνη, ανεκπλήρωτο έρωτα, να τριγυρνάει τις γειτονιές και να βγάζει ένα πιάτο φαγί με τις ενέσες…
Α, τα ΄ξερε όλα η Μόρφω. Όλες τις μπαγαποντιές του Δημητρού τις γνώριζε. Και από την καλή και από την ανάποδη. Και για το Χριστινάκι, στη Λέοντος Σοφού γνώριζε. Και μια μέρα, δεν άντεξε, τον πήρε από πίσω. Πέταξε ένα σάλι πάνω της κι όταν αυτός πήρε το λεωφορείο, εκείνη χώθηκε σ΄ ένα ταξί, που ήταν –σχεδόν πάντα- παρκαρισμένο στην πλατεία, απέναντι από τη στάση.
«Από πίσω του! Και φρόντισε, καημένε μου, μην τυχόν το χάσεις»!
Σάστισε κι ο ταξιτζής, δεν περίμενε ποτέ ότι θα γίνει Τζέιμς Μποντ. Πήρε από πίσω το λεωφορείο, πήγαινε σα τη χελώνα, σταματούσε σε κάθε στάση και περίμενε τη Μόρφω να δει, καλά – καλά, αυτούς που κατέβαιναν.
«Ούτε ΄δω. Συνέχιζε! Πιο κάτω! Πίσω του»!
Ώσπου κατέβηκε, στη Βενιζέλου, ο Δημητρός. Περίμενε λίγο κι η Μυρσίνη και, αφού πλήρωσε τον ταξιτζή, τον πήρε στο κατόπι. Τον είδε να μπαίνει στο ισόγειο, της Λέοντος Σοφού και, στην αρχή, νόμισε ότι πήγαινε σε καμιά γκόμενα. Φουρκίστηκε, δάκρυσε, σκούπισε τα μάτια, άναψε, κόρωσε κι όρμισε στην πόρτα. Κι εκεί, πάτησε φρένο! Είδε, στο κουδούνι, μόνον το μικρό όνομα: «Χριστίνα»! Και κατάλαβε. Ντράπηκε, γύ
ρισε την πλάτη κι έφυγε.
Ανέβηκε στο σπίτι με τα πόδια. Περπάτησε κοντά πέντε χιλιόμετρα. Τόση ήταν η απόσταση, από τη Βενιζέλου. Σ όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Να τον περίμενε, πίσω από την πόρτα, με φώτα σβηστά –γιατί ο Δημητρός, το ΄χε συνήθεια, να επιστρέφει βράδυ στο σπίτι, όποτε κατέβαινε στο κέντρο- και με το που θα έμπαινε να σήκωνε τον πλάστη και, πού σε πονεί και πού σε κόφτει; Να του ΄βαζε τις φωνές, να ακούσει όλη η γειτονιά τις πομπές του; Να του κλαιγόταν; Να τον έδιωχνε; Όλα αυτά σκεφτόταν η Μόρφω.
Και μ αυτές τις σκέψεις, έφθασε στο σπίτι.
Στη γειτονιά το ΄χαν πάρει χαμπάρι. Τον είχαν δει, δα, τον Δημητρό, να φεύγει ντυμένος στην τρίχα, κουστουμάτος, για τη στάση. Είχε ρίξει πάνω του και μισό μπουκάλι Μυρτώ –με άρωμα λεμόνι. Τι άλλο ήθελε, να καταλάβουν. Ήταν και φρεσκοξυρισμένος… Μετά, είδαν την Μόρφω, να φεύγει βολίδα!
«Σαν κεφαλιά του Σαράφη»!
Το σχόλιο του φίλου του, του Θανάση, ήταν ένα κι ένα. Γιατί η μπάλα, από το κεφάλι του Σαράφη, έφευγε βολίδα για τα δίχτυα. Λες και την είχε κλοτσήσει και δεν την είχε κουτουλήσει. Ψιλογέλασε η μαρίδα, εκεί στη γειτονιά. Αλλά με τη σκέψη του τι περίμενε το Δημητρό, το αστείο έμεινε μετέωρο.
Τις ώρες που χρειάστηκαν στο Δημητρό να πάει και να γυρίσει, η γειτονιά τις είχε περάσει στ
ο δρόμο. Περίμεναν. Κάποιοι πήγαν να βάλουν και στοιχήματα:
«Ένα πενηντάρι ότι θα τον χτυπήσει»!
«Κατοστάρικο βάζω, ότι μόνον τις φωνές θα του βάλει»!
Τους έκοψε ο κυρ-Θανάσης:
«Ρε σεις! Άλλη δουλειά δεν έχετε; Άντε ρε, να δούμε τα δικά σας τα καμώματα, όταν τα μάθουν οι γυναίκες σας»!
Κι όταν εκείνες άρχισαν τα χαχανητά, τις έκοψε με το βλέμμα και τα λόγια:
«Καλές είστε και του λόγου σας! Μωρέ, ας μην είχε μάτια ο κόσμος, ας μην ήμασταν ακόμη εδώ γειτονιά, ας είχαμε γίνει πόλη, να δείτε για πότε θα μπαινοβγαίνατε στις αποθήκες και τα πλυσταριά»!
Πάγωσαν τα γέλια, σταμάτησαν τα στοιχήματα. Έμεινε, όμως, η αγωνία. Η αγωνία για την τύχη του Δημητρού.
Ο Δημητρός γύρισε λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Βρήκε τη γειτονιά έξω, αλλά δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Χαιρέτισε και πήγε κατά το σπίτι. Ούτως ή άλλως, ήταν γλυκιά η βραδιά κι ήταν φυσικό, άντρες γυναίκες και παιδιά, να έχουν μείνει έξω. Μόνον όταν είδε τα πάντα κλειστά, πόρτες παντζούρια και φώτα, τον ζώσανε τα φίδια. Αλλά έκανε την ανάγκη φιλότιμο, έβγαλε το κλειδί, άνοιξε την πόρτα και δρασκέλι
σε το κατώφλι.
Η Μόρφω δεν ήταν πίσω από την πόρτα. Καθόταν στο σαλόνι, μέσα στο σκοτάδι, επίσημα-επίσημα. Ήταν, ακόμη, ντυμένη, όπως την ώρα που έφυγε στο κατόπι του. Μίλησε ήρεμα:
«Δημητρό μου, έλα λίγο εδώ που σε θέλω»…
Πήγε κάτι να πει ο Δημητρός, αλλά το μετάνιωσε. Έσυρε τα βήματά του στο σαλόνι.
«Κάτσε εδώ δίπλα μου, να σου πω κάτι»…
Ταλαντεύτηκε λίγο. Είπε να κάνει μπροστά, έκανε λίγο πίσω, στο τέλος το πήρε απόφαση και κάθισε δίπλα της, στον ξύλινο καναπέ με το βελούδινο κάλυμμα.
«Δημητρό μου, δε θέλω να ξαναπάς εκεί».
Αυτό είπε μόνον η Μόρφω. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, άναψε το φως, του ΄βαλε στο τραπέζι να φάει –κεφτεδάκια με μακαρόνια, από το μεσημέρι- και, χωρίς να βάλει στην ίδια –συνήθεια χρόνων ήταν να τρώνε το βράδυ μαζί- πήγε στην κάμαρη κι έγειρε να κοιμηθεί.
Μπουκιά δεν του κατέβηκε κάτω του Δημητρού. Στριφογύρισε μακαρόνια και κεφτέδες καμιά ώρα, μέσα στο πιάτο, έπειτα πήγε έξω, τάισε τις γάτες της γειτονιάς –να μη φανεί ότι δεν το ΄φαγε το φαγητό της Μόρφως- και μπήκε, ξανά, στο σπίτι.
Περπάτησε, σαν τη γάτα κι αυτός, ως την κρεβατοκάμαρα. Γδύθηκε, έβαλε τις πιτζάμες του και ρώτησε:
«Κοιμάσαι Μόρφω»;
Εκείνη δεν απάντησε. Δεν έκλεισε μάτι, όλη τη νύχτα. Το ίδιο κι ο Δημητρός. Δεν αντάλλαξαν, όμως, κουβέντα. Το άλλο πρωί, συμπεριφέρονταν λες και δεν είχε γίνει τίποτα.
Ήταν η τελευταία φορά που ο Δημητρός πήγε στο Χριστινάκι. Κι έτσι, η πόρνη της Λέοντος Σοφού, έχασε έναν καλό πελάτη.
«Βρε, τι μ΄ έπιασε τώρα! Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά! Κι ούτε καφέ δεν έκανα»…
Έπιασε το μπρίκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: