Δεν είχε όρεξη για καφέ, πια. Εκείνος περίμενε πώς και πώς να ΄ρθει η Κυριακή, για να δει τα εγγόνια του. Να δει το παλικάρι του και τη νύφη του. Κι εκείνος, τον πήρε τηλέφωνο να του πει ότι είχαν μια οικογενειακή υποχρέωση.
«Οικογενειακή υποχρέωση… Εγώ, δηλαδή, δεν είμαι της οικογένειας»;
Μουρμούριζε. Δεν είχε όρεξη ούτε να μονολογήσει δυνατά. Αλλά έπρεπε να το περιμένει.
Χρόνια τώρα, γινόταν η ίδια ιστορία. Περίμενε το γιο του κι αυτός, δεν ερχόταν. Γιατί άραγε; Δεν είχε καταφέρει να δώσει ποτέ μια ικανοποιητική εξήγηση. Δεν ήταν, άραγε, καλός γονιός;
Δέκα χρονών ήταν το παλικάρι του, ο Σπύρος του, όταν είχαν την πρώτη σημαντική τους διαφωνία. Μανιακός με τα μικιμάο, όπως τα ΄λεγε ο κυρ-Θανάσης, ήταν ο μικρός. Κάθε βδομάδα, στηνόταν στο περίπτερο κι έψαχνε, τις στοίβες με τα περιοδικά. Τραβούσε με λαχτάρα το μικρό περιοδικό, πλήρωνε «με το χαρτζιλίκι του» κι έτρεχε, σφαίρα, στο σπίτι, να ξαπλώσει στο ντιβάνι που είχαν στην αυλή, δίπλα στην πόρτα της κουζίνας, να διαβάσει με την ησυχία του.
Βυθιζόταν με τις ώρες στο μικιμάο. Τον συνέπαιρναν οι ιστορίες κι αυτό ήταν που δεν καταλάβαινε ο κυρ-Θανάσης. Τι έβρισκε ο πιτσιρίκος στα περιοδικά με τις εικονίτσες, τα φωτορομάντσα, όπως τα έλεγε η μακαρίτισσα.
«Δεν είναι φωτορομάντσα πατέρα. Είναι μικιμάους. Ιστορίες για παιδιά»!
«Να τα αφήσεις αυτά! Αυτά δε θα σου δώσουνε ψωμί να φας! Τα βιβλία σου και τα μαθήματά σου θα σε κάνουνε άνθρωπο»!
Καβγάδιζαν συχνά – πυκνά, για τα περιοδικά. Ο μικρός, με τα χρόνια, είχε μαζέψει εκατοντάδες μικιμάο. Τα στοίβαζε σε χάρτινες κούτες «Νουνού», τύλιγε τις κούτες με διαφανές πλαστικό και τις στοίβαζε στην αποθήκη.
Ώσπου, μια μέρα –στο γυμνάσιο πήγαινε, πια- οι βαθμοί του δεν ήταν αυτοί που θα ικανοποιούσαν τον κυρ-Θανάση. Κι άρπαξε ο πατέρας «τη ζωστήρα» και κυνηγούσε τον Σπυράκο γύρω-γύρω από την τραπεζαρία. Αλλά… πού να τον πιάσει. Σβέλτος ο μικρός, όλο του ξέφευγε και τα χτυπήματα του κυρ-Θανάση (που ήταν και η πρώτη φορά που το επιχειρούσε να χτυπήσει τον μικρό) φεύγανε στον αέρα.
«Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω»!
Με το που άκουσε την αδιόρατη απειλή ο Σπύρος, πάγωσε. Στήλη άλατος έμεινε στη θέση του, σα τη γυναίκα του Λοτ. Και περίμενε. Προσπαθούσε να καταλάβει, από τους ήχους, τη συμφορά που ερχόταν. Όταν άκουσε το τρίξιμο της πόρτας της αποθήκης, κατάλαβε:
«Όχι! Μάνα! Τρέχα, μάνα! Όχι πατέρα, σε παρακαλώ! Μην το κάνεις αυτό»!
Άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα από τα μάτια του Σπύρου. Κάνουλες, βρύσες, ανοίξαν και δεν κλείνανε. Κι έτρεχε, αλλόφρων, η Πελαγία, με τα χέρια υγρά (γιατί εκείνη την ώρα έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα) να σταματήσει τη συμφορά.
Ο κυρ-Θανάσης, όμως, ήταν αποφασισμένος. Είχε αρπάξει την πρώτη κούτα με τα περιοδικά, είχε σχίσει με το μαχαίρι της κουζίνας το πλαστικό και την είχε ανοίξει. Άρπαξε από μέσα μια χούφτα μικιμάο και, ένα-ένα, τα έσχιζε στη μέση. Κι έπειτα, στα τέσσερα…
«Όχι πατέρα! Σε παρακαλώ πατέρα! Θα πάω καλύτερα… Θα διαβάζω περισσότερο. Θα τα μαζεύω όλη τη χρονιά να τα διαβάζω το καλοκαίρι… Σε παρακαλώ»…
Ο κυρ-Θανάσης δεν άκουγε τα παρακάλια του μικρού. Που έκλαιγε, πλέον, με λυγμούς. Η καρδιά του είχε σχιστεί σε τέσσερα, οκτώ, δεκάξι, τριανταδύο, εξηντατέσσερα, εκατόνεικοσιοκτώ μέρη, όσα και τα κομμάτια των περιοδικών του. Κι όσο έβλεπε τον πατέρα του να σχίζει, τόσο το κλάμα του γινόταν λυγμός, κραυγή. Του κόπηκε η ανάσα σε κάποια στιγμή.
«Θε μου, το παιδί»!
Ούρλιαξε η Πελαγία, καθώς είδε το Σπύρο να μελανιάζει και να πέφτει στο πάτωμα της αποθήκης. Πάγωσε –ήταν η σειρά του- ο Θανάσης. Έμεινε με το σχισμένο περιοδικό στο χέρι, να πατά πάνω σε ένα βουναλάκι χρωματιστά χαρτιά, δίπλα στην κούτα που έχασκε. Κοιτούσε, σα χαμένος, πότε τα χέρια του και πότε τον Σπύρο του. Η φωνή της Πελαγίας τον έφερε –ξανά- στην πραγματικότητα.
«Έλα να με βοηθήσεις κι άσε τα περιοδικά»!
Έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα κι η Πελαγία, με τον Σπύρο αγκαλιά -ολόκληρο παλικάρι και τον είχε σηκώσει σα μωρό- ξεχύθηκε στην αυλή και χώθηκε στο σπίτι. Έβαλε τον Σπύρο στο κρεβάτι κι έστειλε το Θανάση να φωνάξει την Μυρσίνη.
«Πες της να φέρει και το πιεσόμετρο, να πάρουμε την πίεση του παιδιού»!
Κι έφυγε ο Θανάσης, μέσα στη νύχτα.
Άνοιξε, τότε, τα μάτια του ο Σπύρος. Ίσα-ίσα που έβγαινε η φωνή του.
«Τον μισώ, μάνα! Τον μισώ»!
«Σώπα παιδάκι μου. Ο πατέρας σου είναι! Δεν κάνει να λες τέτοια πράγματα για τον πατέρα σου»…
Κι έκλαιγε η Πελαγία. Έκλαιγε, γιατί ο Σπύρος, πρώτη φορά τη φώναζε μάνα. Γιατί ο Σπύρος, δεν ήταν δικός της γιος. Ήταν γιος του Θανάση, από τον πρώτο γάμο του. Αλλά τον αγαπούσε τον Σπύρο, σα δικό της παιδί. Κι έπρεπε να ΄ρθει μια καταστροφή, για να τον ακούσει να τη φωνάζει μάνα. Που τόσο το λαχτάραγε…
Κι έκλαιγε κι ο κυρ-Θανάσης. Μόνος πια, στο σαλόνι του διαμερίσματός του. Έκλαιγε που ο Σπύρος, ακόμα του το κράταγε, κατά πως φαίνεται και δε θα ΄ρχόταν να τον δει, με το εγγόνι και τη νύφη του.
«Γιατί παιδί μου»…;
Σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Έψαξε το εικονοστάσι. Εκείνο που άφηνε με σβηστό το καντήλι, από τότε που πέθανε η Πελαγία. Είχε αγοράσει και φυτιλάκια και καρβουνάκια, αλλά ούτε θυμιάτισε ποτέ, ούτε άναψε το καντήλι. Εκεί, όμως, προσέτρεχε, για βοήθεια, από τότε που είχε μείνει μόνος.
«Γιατί Θεέ μου»…;
Από το νου του περνούσαν πολλά. Πέρασε και ο άλλος μεγάλος καβγάς που είχαν, όταν ο Σπύρος του έμαθε πως θα έδιναν το σπίτι αντιπαροχή.
«Αντιπαροχή; Γιατί ρε πατέρα; Γιατί να χάσουμε το σπιτάκι μας»;
«Ποιος θα το χάσει ρε λωλέ; Θα πάρουμε μια διαμερισματάρα άλλο πράμα»!
Αλλά ο Σπύρος, ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Ο κυρ-Θανάσης σκεφτόταν ότι ο γιος του μεγάλωνε. Σε δυο χρόνια θα έβγαζε το λύκειο. Μετά θα τελείωνε το πανεπιστήμιο, θα ΄κανε το στρατιωτικό του, σε έξι, το πολύ, χρόνια, θα παντρευόταν. Πού θα έμεναν με τη γυναίκα του; Στην «καλύβα του καραγκιόζη», όπως αποκαλούσε τη μονοκατοικία με την κληματαριά, τους ασβεστωμένους τοίχους και τις πράσινες πόρτες και παραθυρόφυλλα; Όχι! Χίλιες φορές όχι! Ο γιος του, ο δικός του ο γιος, θα έμενε σε διαμέρισμα. Με το δωμάτιό του και το μπαλκόνι του! Την αντίδραση του Σπύρου, όμως, δεν την περίμενε.
Τρεις μέρες και δυο νύχτες τον ψάχνανε το Σπύρο. Εξαφανίστηκε όταν έφθασε, ασθμαίνουσα, η φαγάνα να ρίξει κάτω την «καλύβα του καραγκιόζη». Όση ώρα πέφτανε κάτω οι τοίχοι, μέσα σε σκόνη, μυρωδιά ντίζελ και θορύβους από τα τούβλα που έσπαγαν, όλοι ήταν εκεί. Η Πελαγία, με δάκρυα στα μάτια, ο Θανάσης, σκεπτικός, ο Δημητρός, να του χτυπάει απαλά τον ώμο, λες και είχε χάσει άνθρωπο κι όχι ότι έδινε αντιπαροχή, με τη θέλησή του, το παλιόσπιτο. Ακόμη και η Μόρφω ήταν εκεί, ακίνητη, με το χέρι στο στόμα, λες κι έβλεπε το Χριστινάκι γυμνό κι από πάνω του τον Δημητρό της, να ξεφυσά και να κοκκινίζει. Ίδια έκφραση είχε. Λες κι έβλεπε θέαμα αποτρόπαιο. Απαράδεκτο. Μιαρό.
Μόνον ο Σπύρος δεν ήταν εκεί. Το ΄χε βάλει στα πόδια. Είχε εξαφανιστεί. Κι ύστερα από ώρες, όταν ο Θανάσης αποφάσισε να πάρει τις γειτονιές να τον ψάξει να τον βρει, εμφανίστηκε ο αδελφός της πρώτης γυναίκας του, ο Γιάννης, να του πει πως ο Σπύρος είχε βρει καταφύγιο στο δικό του το σπίτι, στην άλλη άκρη της πόλης, στον Εύοσμο.
«Άσ’ το το παιδί. Είναι ταραγμένο»…
Κι ο Θανάσης τον άφησε. Κι επέστρεψε ο Σπύρος μετά από τρεις ημέρες. Και φουρκισμένος ο κυρ-Θανάσης, δεν είχε πει κουβέντα σε κανέναν για το καταφύγιο του Σπύρου. Μόνον στην Πελαγία είπε:
«Μια χαρά είναι το παιδί. Να μην το ψάχνεις. Θα ΄ρθει, όποτε εκείνο κρίνει ότι πρέπει. Άσε τους χαζούς της γειτονιάς να τον ψάχνουνε».
Και τον έψαχναν. Και δεν τον βρήκαν. Γιατί ο Σπύρος, από παιδί, εμφανιζόταν όποτε ήθελε. Κι όποτε δεν ήθελε, ήταν χαμένος.
Έτσι χαμένος ήταν εδώ και χρόνια, από το πατρικό. Αυτό σκέφτηκε ο κυρ-Θανάσης και τον πήραν, πάλι, τα ζουμιά.
Συνεχίζεται...
6 σχόλια:
"Να τα αφήσεις αυτά! Αυτά δε θα σου δώσουνε ψωμί να φας! Τα βιβλία σου και τα μαθήματά σου θα σε κάνουνε άνθρωπο"!
Αμάν! Αυτήν μ΄αυτήν την κασέτα γεννιούνται όλοι οι γονείς; Πολύ καλό! Αναμένουμε πάντα το επόμενο! :)
Μα τα μίκιμάο;;;;; !!!!
Τα πιο σπουδαία πράγματα τα έχω μάθει από τα μίκι μάους !!
και μετά έχουμε την απαίτητση να συνεννοηούμε με τους άλους, όταν δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τους πιο δικούς μας...Μες την τρυφερότητα της ιστορίας, βγαίνει τόσο έντονα η μοναξιά του κάθε ήρωα. είναι αυτό που θες να μιλήσεις στον καθένα να λύσεις την παρεξήγηση. πως αρχίζουν αυτά και παίρνουν δική τους οντότητα? και μετά σαν χείμαρρος τρέχουν και γίνονται πιο βαθιά?
καλημέραχχχ
@ renata
Ευχαριστώ! Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με αυτήν την ατάκα. Και, ω του θαύματος, την άκουσα και από την πρώην γυναίκα μου, προς την κόρη μας, όταν έπαιζε με το psp της!
@ iris
Κι όμως, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ γονιός που να παραδέχεται πως από τις ιστορίες του Μπαρκς και των υπόλοιπων σχεδιαστών έβγαινε κάτι καλό...
@ maya
Κάθε μέρα καταλήγω, όλο και περισσότερο, στο συμπέρασμα πως μόνοι ερχόμαστε στη ζωή και μόνοι φεύγουμε. Με πολλές παρέες, πάντως και -ως Έλληνες- με άπειρους συγγενείς!
Δεν κάνουν τίποτε από κακία.
Οι περισσότεροι.
Νομίζω...
Απλώς θεωρούν πως κάνουν το καλύτερο. ΓΙα τα παιδιά τους.
Όμως...
Μερικές φορές πληγώνουν περισσότερο από τον καθέναν.
Κανένας δεν γεννιέται γονιός.
Γίνεται.
Σιγά, σιγά.
Αν έχει τύχη.
Γι' αυτό μερικοί γίνονται καλύτεροι παπούδες και γιαγιάδες απ' ό,τι γονείς.
Γιατί έχουν όοοοολο το χρόνο να σκεφτούνε τα λάθη τους.
Να κάνουν διορθωτικές κινήσεις.
Αν είναι τυχεροί...
(Η συνέχεια;)
@ ny anna said
Γι' αυτό μερικοί γίνονται καλύτεροι παπούδες και γιαγιάδες απ' ό,τι γονείς
Θα έχουμε, όμως, όλοι το χρόνο; Θα προκάμουμε τις διορθωτικές κινήσεις; Αν είμαστε τυχεροί -όπως λες.
Η συνέχεια σε... λίγο!
Δημοσίευση σχολίου