Κυριακή 19 Αυγούστου 2007

Μέρος 9ο


Προχωρούσε προς την εκκλησία. Εκεί που, άλλες φορές είχε βρει καταφύγιο κι άλλες είχε ξεσπάσει το θυμό του. Εκεί που είχε πιει τον πιο γλυκό καφέ της ζωής του, όταν, κάποτε, τον κέρασε ο παπα-Λάμπης. Τότε που δεν ήξερε τι να κάνει.

Το θυμόταν λες και ήταν τώρα. Λες και το ζούσε αυτήν τη στιγμή. Τόση ήταν η αγάπη του για την Πελαγία του. Αυτή η αγάπη την κρατούσε, ακόμη, κοντά του.

Ναι, την αγαπούσε την Πελαγία. Αλλά δεν τολμούσε να ξαναπαντρευτεί. Είχε και το παιδί, δεν ήξερε πώς θα το πάρει… Αλλά, από την άλλη, πώς να ζούσε, εκείνη την εποχή, με μια αστεφάνωτη, κάτω από την ίδια στέγη;

«Να τη στεφανωθείς! Αυτό είναι το σωστό»!

«Το σωστό είναι να κάτσω στα αγβά μου»…

«Μαλακίες…»

Δεν συνήθιζαν να βρίζουν, στα καλά καθούμενα. Ούτε εκείνος, ούτε ο Δημητρός. Και για να πει, κάτι τέτοιο, ο φίλος του ο Δημητρός, πάει να πει ότι το ΄νοιωθε.

«Ε, τι λες τώρα»;

«Τι λέω; Αυτό που έπρεπε να πεις εσύ! Δεν το κατάλαβα, δηλαδή… Σε ποιόνανε θα δώσεις λογαριασμό; Τα φοράς, ή δεν τα φοράς τα παντελόνια»;

«Μωρέ, τα φοράω! Αλλά λογαριασμό θα δώσω σε όσους φοράνε παπούτσια και μιλάνε ελληνικά! Όλοι θα ορμήσουν να με φάνε, που θέλω να ξαναπαντρευτώ και δεν κάθομαι ήσυχος, να μεγαλώσω το παιδί μου»!

«Να ΄ρθουν αυτοί, ρε, να μεγαλώσουνε μονάχοι τους ένα παιδί! Έλα να τους δω τους παλικαράδες! Που όλα τα ξέρουν»!

«Θα ΄ρθουν και θα πουν»…

«Θα πουν… Τι θα πούνε, δηλαδή; Δε χρειάζεται ένα γυναικείο χέρι στο σπίτι που μεγαλώνει ένα παιδί»;

«Ξέρεις πώς είναι ο κόσμος»…

«Εγώ ξέρω. Κι εσύ πρέπει να τον έχεις χεσμένο»!
Ο Δημητρός ήταν πυρ και μανία με το φίλο του. Τον είχε για άνθρωπο που δε λογάριαζε τι θα έλεγαν οι γύρω, οι άλλοι. Πολλές φορές είχε πάει κόντρα σε όλους, για να περάσει το δικό του. Έδειχνε να μη λογαριάζει τις γνώμες των άλλων, πολύ περισσότερο τα κουτσομπολιά. Γι αυτό και δεν είχε κρύψει ποτέ το δεσμό του με την Πελαγία.

Αχ, η Πελαγία… Περπατούσε στο δρόμο αγέρωχη, με το κεφάλι ψηλά. Σε κανέναν δεν έδινε σημασία και κανείς δεν τολμούσε να της πει το παραμικρό. Κι ας την είχε αστεφάνωτη…. Εκτός, ίσως, από εκείνη την κάργια, την Μόρφω. Που όση αγάπη τους έδειχνε ο Δημητρός της, τόσο μίσος έβγαζε εκείνη. Και για την Πελαγία του και για τον ίδιο…

«Ακόμη ως σήμερα»…

Το σιγοψιθύρισε, καθώς επέστρεφε, για λίγο, από τις σκέψεις του, στο δρόμο προς το καφενείο. Και, συνάμα, το μετάνιωσε. Γιατί, πλέον, δεν ήταν κακία αυτό που της έβγαινε της γειτόνισσάς της. Κάτι άλλο ήταν, αλλά δεν μπορούσε να το αποδώσει με λόγια. Άλλωστε, τα λόγια, δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Σε αυτά ήταν καλύτερος ο Δημητρός. Είχε κυλήσει ο τέντζερης κι είχε βρει το καπάκι…

Είχε φθάσει στο καφενείο. Το τραπέζι του, εκείνο στη γωνία, που έβλεπε προς την εκκλησία αλλά και προς το σχολείο, ήταν άδειο. Το ξέρανε οι υπόλοιποι, ότι τέτοια ώρα ερχότανε και το άδειαζαν, να το βρει κατά πως το επιθυμούσε. Κι εκείνος καθόταν αναπαυτικά, απλωνόταν σε δυο καρέκλες, έβγαζε και το ψαθάκι το καλοκαίρι, το ακουμπούσε στο μαρμάρινο τραπέζι και έδινε την παραγγελία:

«Κώτσο! Τον καφέ μου ρε συ! Μια ώρα περιμένω»!

Συνήθως έδινε την παραγγελία με το που έφτανε. Αλλά, όπως έλεγε και ο Δημητρός, αν δε φωνάξεις, δε σε υπολογίζουνε…

Ο Δημητρός… Ο μόνος που επέμενε να την παντρευτεί. Ούτε κι η ίδια δεν θα επέμενε τόσο… Η ίδια… μια κουβέντα δεν είχε πει.

«Δεν ξέρω τι να κάνω, βρε Πελαγία μου. Θέλω να ζήσουμε μαζί, αλλά ξέρω ότι θα ορμήσουν να με φάνε».

«Και τώρα, δηλαδή, μαζί δε μένουμε; Χώρια μένουμε»;

Ήταν η μοναδική της παρέμβαση στο θέμα «γάμος με τον Θανάση». Γιατί, κακά τα ψέματα, εκείνη την εποχή, άμα χήρευες, χήρευες. Ειδικά αν είχες παιδιά. Μόνον που εκείνο, το καημένο, ο Σπύρος, δηλαδή, ούτε είχε ρωτηθεί, ούτε είχε μιλήσει. Κι αν τον ρωτούσε κανείς, θα έλεγε τα καλύτερα για την Πελαγία…

Κι έτσι την πήρε την απόφαση ο κυρ-Θανάσης. Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, ή, μάλλον, χωρίς τον δικαστικό κλητήρα. Γιατί ο αδελφός της συγχωρεμένης, ο Τάσος, ήταν δικαστικός κλητήρας. Αυτός του χτύπησε την πόρτα, εκείνο το απόγευμα. Λίγο πριν φύγει για τη βόλτα του και τον καφέ του.

Η Πελαγία άνοιξε την πόρτα κι έπειτα εξαφανίστηκε κάπου στις κάμαρες της μονοκατοικίες. Ούτε την ανάσα της άκουγες. Μόνον σε κάποια στιγμή ήρθε κι έφερε δυο ούζα με μεζέ κι έπειτα εξαφανίστηκε και πάλι, σα νεράιδα. Έμειναν οι δυό τους, Θανάσης και Τάσος, να μιλούν για τις δουλειές, για τον καιρό, λίγο για τα πολιτικά –ποιος να τολμήσει να μιλήσει, τότε, πολύ για τα πολιτικά- αλλά κουβέντα για την ταμπακέρα. Ώσπου ο Θανάσης, δεν άντεξε:

«Δε μου λες, ρε συ, Τάσο, ήρθες τόσο δρόμο από το Ντεπό, για να μου μιλήσεις για τον καιρό»;

Ο άλλος δεν είπε τίποτα. Μόνον έσκυψε το κεφάλι και βάλθηκε να κοιτάει το μωσαϊκό. Κι αν δεν προχωρούσε ο Θανάσης, μπορεί να έμενε εκεί, έως ότου ξηλώθηκε το πάτωμα, γκρεμίστηκε το σπίτι κι έγινε πολυκατοικία.

«Λοιπόν»;

«Λοιπόν, Θανάση, δεν τιμάς τη μνήμη της αδελφής μου»…

Λόγια βαριά. Έπεσαν κι έκαναν θόρυβο, στο ίδιο μωσαϊκό που εξακολουθούσε να κοιτάζει, με δυο μάτια καρφιά, που λέει και το τραγούδι, ο Τάσος. Ο Θανάσης χρειάστηκε λίγη ώρα να συνέλθει, αλλά πήρε τη σκυτάλη κι έτρεξε το κατοστάρι.

«Τι λες, ρε Τάσο; Εγώ δεν τιμώ τη μνήμη της αδελφής σου; Της γυναίκας μου; Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν από το θάνατό της και, ως τον πέμπτο χρόνο του θανάτου της, ούτε είχα κοιτάξει άλλη γυναίκα. Κι αν ο Σπύρος μου δε χρειαζόταν μια μάνα»…

«Θα μπορούσαμε να φροντίζουμε εμείς το παιδί. Η μάνα μου…»

Ο Θανάσης τον έκοψε απότομα:

«Η μάνα σου είναι γιαγιά του! Ο Σπυρέτος θέλει μάνα. Άλλα θα δώσει μια μάνα, άλλα μια γιαγιά. Και η Πελαγία τον έχει τον Σπύρο μου, καλύτερα από παιδί της»!

«Είναι που δεν την αξίωσε ο Θεός με δικά της παιδιά»…

«Βούλωσε το βρομόστομά σου, ακούς! Λίγα τα λόγια για την Πελαγία»!

Τότε σήκωσε για πρώτη φορά τα μάτια του από το πάτωμα ο Τάσος. Τον κοίταξε κατάματα, ίσως για ν αποδείξει πως όσα έλεγε ήταν αλήθεια, και του πέταξε στα μούτρα την αλήθεια του:

«Η Πελαγία δεν είναι αγία. Μεγαλοκοπέλα ήταν, που θα έμενε στο ράφι, αν ένας καλός χήρος, που έχει τον τρόπο του, σαν εσένα, δεν γυρνούσε να την κοιτάξει»!

Αλλά ο Θανάσης δεν ήθελε ν ακούσει άλλα:

«Αν δεν ήσουν στο σπίτι μου, θα σε χτύπαγα»!

«Δε χρειάζεται! Φεύγω και να το ξεχάσεις το σόι μας αν παντρευτείς αυτήν την…»

«Πρόσεχε τι λες για τη μάνα μου! Για τη δεύτερη μάνα μου»!

Η φωνή του Σπύρου, φωνή παιδιού περισσότερο, παρά έφηβου, είχε οργή μέσα της. Στεκόταν με σφιγμένες γροθιές στο κούφωμα της πόρτας του δωματίου του. Οι δυο άνδρες, πάνω στη μανία τους να εκτοξεύσουν απειλές και ύβρεις, δεν τον είχαν ακούσει ν ανοίγει την πόρτα και να ακούει τη λογομαχία τους. Εκείνος, όμως, είχε βρεθεί εκεί, απέναντί τους, στο πλάι του πατέρα του, δίπλα στην Πελαγία, που παρέμενε κρυμμένη κάπου στα σπλάχνα του σπιτιού.

Ο μικρός, που εκείνη την ώρα φαινόταν περισσότερο μεγάλος από το θειο του τον Τάσο, περπάτησε στο κέντρο του δωματίου. Στάθηκε απέναντι στο θείο, με τα πόδια ανοικτά και τις γροθιές σφιγμένες, στο πλάι, σαν έτοιμος πυγμάχος, όπως αυτοί που ποζάριζαν στις ασπρόμαυρες αφίσες του 50, που κρεμόντουσαν έξω από τα γυμναστήρια.

«Τη μάνα μου δεν τη γνώρισα. Πέθανε τέσσερα χρόνια μετά τη γέννα. Πέντε χρόνια, αφήσατε αυτόν τον άνθρωπο να γίνεται κομμάτια, πατέρας και μάνα μαζί, φίλος και συγγενής, για να τελειώσω το σχολείο, να πάω στο γυμνάσιο. Από τη μάνα μου θυμάμαι μόνο ένα νανούρισμα, γλυκό σαν κανταΐφι και μια ζακέτα απαλή σαν πούπουλα –μοχέρ την έλεγε. Και εδώ και πέντε χρόνια, ήρθε μια άλλη γυναίκα, να μου σταθεί σα μάνα και σα γυναίκα του πατέρα μου. Δε θα τη διώξει κανείς σας»!

Ο Τάσος σηκώθηκε όρθιος. Κοιτούσε πάλι κάτω, στο μωσαϊκό. Περπάτησε αργά προς την πόρτα. Με την πλάτη γυρισμένη σε πατέρα και γιο, άνοιξε, με δυσκολία, το στόμα του:

«Συγνώμη αν σας προσέβαλα. Οι αδελφές μου, βλέπετε… Καλή σας νύχτα και τα χαιρετίσματά μου στην Πελαγία».

Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Ο Θανάσης πήγε να πει κάτι στο γιο του, αλλά εκείνος στράφηκε και μπήκε σ ένα από τα δωμάτια. Εκεί από όπου ερχόταν το κλάμα της Πελαγίας.

Την επομένη, την ώρα του καφέ, ο Θανάσης προσπάθησε ν ανοίξει κουβέντα, στην Πελαγία, για το γάμο. Κι εκείνη τον έκοψε απότομα.

«Δεν έχω ανάγκη γάμους και νυφικά»!

Τότε ήταν που ο κυρ-Θανάσης πήρε την απόφαση να πάει ως τον παπα-Λάμπη, μπας και τον φωτίσει.

Ο παπάς, ένας εύσωμος σαραντάρης, με έξι παιδιά και μια παπαδιά όνειρο, που κόλαζε ακόμη και αρχιμανδρίτη, με κατακόκκινα γένια και μαλλιά και πράσινα μάτια, έμοιαζε περισσότερο με ρόκερ, παρά με ιερωμένο. Αλλά και οι συμβουλές του, καμία σχέση δεν είχαν με όσα άκουγαν ως τότε οι πιστοί. Και οι δραστηριότητές του, το ίδιο. Είχε βάλει πιγκ πογκ στις αίθουσες των κατηχητικών, τάβλι και σκάκι, διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια κι είχε βαλθεί να σκαρώσει μια βιβλιοθήκη. Μάλιστα, κάποιος γνωστός για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έβλεπε με επιφύλαξη τις κινήσεις του παπά, του έστειλε τρία βιβλία του Καζαντζάκη, «για τις ανάγκες της βιβλιοθήκης».

«Πάντα είχα τις αμφιβολίες μου, για το αν η εκκλησία μας αφόρισε στην πραγματικότητα αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο και λογοτέχνη. Πάντως, εγώ, δεν έχω κανένα σχετικό χαρτί από τον μητροπολίτη. Άρα, σε ευχαριστώ, εκ μέρους του ποιμνίου».

Η απάντηση του παπα-Λάμπη είχε γίνει αντικείμενο συζήτησης για αρκετούς μήνες. Κάποιοι είπαν ότι ο παπάς είναι… κομουνιστής. Πρότειναν να επέμβει η Ασφάλεια. Άλλοι ότι το ‘κανε για τα μάτια του κόσμου. Και κάποιοι τον θεωρούσαν «άγιο άνθρωπο». Αυτοί οι τελευταίοι πλήθαιναν, μέρα με τη μέρα, όσο ο παπα-Λάμπης συνέχιζε την… επαναστατική του δράση, εντός των κύκλων της ημετέρας εκκλησίας.

Αυτόν τον παπά, πήγε και βρήκε ο κυρ-Θανάσης.

«Την αγαπάς την Πελαγία»;

«Την αγαπάω, πάτερ».

«Τη ρώτησες τι θέλει»;

«Τη ρώτησα, πάτερ. Ούτε να ακούει δε θέλει για γάμους, ειδικά μετά από όσα έγιναν με τον κουνιάδο μου».

«Το παιδί το άκουσες, Θανάση»;

«Το άκουσα, πάτερ. Αλλά είναι παιδί»…

«Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, Θανάση… Το παιδί μίλησε με τα λόγια του Θεού. Η πρώτη σου γυναίκα, συγχωρέθηκε και ο έρμος ο Σπύρος σου, δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει, καλά – καλά. Βρέθηκε, τώρα, μια γυναίκα να του παρασταθεί σα μάνα πραγματική και θα τη βγάλουμε από τη μέση; Αυτό δεν το ευλογάει ούτε Θεός, ούτε διάολος».

«Μα εγώ θέλω να την παντρευτώ! Εκείνη δε θέλει, όσο σκέφτεται τον κόσμο».

«Ο κόσμος μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Δηλαδή, Θανάση, ο κόσμος δε μιλάει τώρα που είναι ανύπαντρη στο πλευρό σου; Ή, νομίζεις ότι δεν έχουν καταλάβει πως έχει πάψει χρόνια τώρα να είναι οικονόμος στο σπίτι σου κι έχει γίνει γυναίκα σου; Το παιδί έχει σημασία Θανάση. Πώς νοιώθει το παιδί»!

«Κι ο Θεός, πάτερ; Ο Θεός τι θα πει γι αυτήν τη γυναίκα που την έχω αστεφάνωτη μέσα στο σπίτι μου»;

«Ο Θεός βλέπει και κρίνει. Και κρίνει σωστά. Βλέπει τις δυσκολίες που υπάρχουν. Κι όπως δεν είπε τίποτα που την έβαλες στο σπίτι σου, γιατί έβλεπε την αφοσίωσή της και την ανάγκη του παιδιού, έτσι δε θα πει τίποτα και τώρα, αν την έχεις, δίπλα σου, αστεφάνωτη. Γιατί βλέπει και τους άλλους, βλέπει κι εσάς, που είστε καλύτερα από παντρεμένοι. Και κρίνει. Κι η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος σας, Θανάση».

«Μα»…

«Αν, πάλι, θελήσει η ίδια η Πελαγία να σταθεί δίπλα σου, στην εκκλησία, ντυμένη νύφη, τότε… Ε, τότε, βίον ανθόσπαρτον, από τώρα, Θανάση»!

Με την ευλογία της εκκλησίας στο κεφαλάκι του, ο Θανάσης επέστρεψε στο σπίτι. Κι εκεί, βρήκε στο σαλόνι, την Πελαγία του και τον Σπυρέτο του, να τον περιμένουν.

«Λοιπόν; Τι είπε ο Άγιος»;

Το ύφος της Πελαγίας ήταν ανυπόμονο, αλλά όχι αυστηρό, όπως τις προηγούμενες ημέρες.

«Είπε να κάνουμε ό,τι πεις εσύ. Γιατί εσύ είσαι, ήδη, και γυναίκα και, προπάντων, μάνα για το παιδί».

«Τότε θα παντρευτούμε την άλλη Κυριακή. Στο παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο Κρυονέρι. Εσύ, εγώ, το παιδί, ο παπάς κι ο κουμπάρος. Δε θέλω κανέναν τους».

Κι έτσι κι έγινε. Η Πελαγία στάθηκε, τελικά, νύφη, στο πλευρό του Θανάση της, στο εκκλησάκι. Και τους πάντρεψε ο παπα-Λάμπης, που έκανε τα αδύνατα δυνατά, να βρεθεί, για εκείνη τη μέρα, σε άλλη ενορία. Και μέσα στην εκκλησία, ήταν μόνον οι δυο τους, ο παπάς, ο Σπύρος –που κρατούσε τη λαμπάδα- κι ο κουμπάρος –ο Δημητρός.

Απ έξω, όμως, ήταν όλη η γειτονιά. Ακόμη κι η Μόρφω. Γελαστή, με το καλό της ταγιέρ. Ναι, ναι! Τώρα τη θυμόταν καλύτερα ο Θανάσης! Ήταν εκεί, γελαστή, στις χαρές τους! Κι όμως, τον κακό της το λόγο τον είχε, πάντα, στο στόμα.

Γιατί άραγε;

Συνεχίζεται...