Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Σκέψεις του καφέ - 1ο μέρος

Καθάρισε το λαιμό του. Τελευταία, με το που σηκωνόταν το πρωί, είχε αυτό το πρόβλημα.
«Κωλοτσίγαρο»…
Έπρεπε να το κόψει. Του το είχε πει κι ο γιατρός. Αλλά δεν τα κατάφερνε. Πάντα άρχιζε την προσπάθεια με θάρρος. Πετούσε το πακέτο, περνούσαν μια δυο μέρες, διαμαρτύρονταν σε όλους για τον καπνό τους και, όπως κάθε θαύμα, την τρίτη μέρα, διαλυόταν η προσπάθεια. Ξαναγόραζε πακέτο και φτου κι απ την αρχή…
Σύρθηκε ως την κουζίνα. Τελευταία είχε και πόνους στη μέση. Περπάτησε σκυφτός, προς τα μπροστά, άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε ζαχαρίνη και καφέ. Είχε πεθυμήσει έναν νες, έναν φραπέ, αλλά κι αυτό το απαγόρευε ο γιατρός. Κι έτσι, έπεσε στον ελληνικό.Έριξε τον καφέ στο μπρίκι με το νερό και το ακούμπησε στο μάτι της κουζίνας. Τα μάτια του θόλωσαν. Είδε μπροστά του να απλώνεται η χόβολη και τον καφέ να φουσκώνει, σιγά-σιγά. Πόσα χρόνια είχε να πιει καφέ στη χόβολη…
Πάλι καλά που, πριν πέντε χρόνια, σε μια εκδρομή στην Αρναία, είχε ανακαλύψει το καφενεδάκι στην πλατεία, απέναντι από την Εθνική Τράπεζα. Ήταν η τελευταία φορά που γεύτηκε καφέ στη χόβολη και, στο τέλος, για να γλυκάνει το στόμα του, ένα λουκούμι τριαντάφυλλο.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν ιερή αυτή η στιγμή. Μια απόλαυση που δεν τη θυσίαζε για τίποτα: Ο πρωινός καφές. Κάθισε στη σκιά κι άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια γερή τζούρα και μια καλή γουλιά καφέ. Σφυριχτή.«Ααααα»…Μακρόσυρτο επιφώνημα. Ευχαρίστηση.

Έγειρε προς τα πίσω, στην πολυθρόνα σκηνοθέτη. Απέναντι, η Μόρφω, είχε, ήδη, βάλει το πρώτο πλυντήριο κι άπλωνε. Ασπρόρουχα.«Μόρφω! Μπουγάδα πάλι; Μπουγάδα»;«Εμ, τελειώνουν ποτέ οι δουλειές κυρ-Θανάση; Ξέχασες την Πελαγία»;
Δεν την είχε ξεχάσει την Πελαγία. Πώς να την ξεχνούσε, δηλαδή. Νοικοκυρές σαν την Πελαγία, σπάνιζαν. Κούνησε το κεφάλι, πάνω-κάτω. Με έναν τρόπο, σα να συμφωνούσε με αυτά που άκουσε.Η Πελαγία… Η δεύτερη –και καλύτερη- γυναίκα του. Μαγείρισσα πρώτη. Νοικοκυρά, η καλύτερη. Δούλα και κυρά. Και γυναίκα φλογερή, παρά την ηλικία της.
Είχε περάσει βασανισμένη ζωή και δεν άντεξε. Παρά το ότι πέρασαν καλά οι δυο τους, παρά το ότι δεν ήθελε να παντρευτεί «γιατί έτσι νομίζουν ότι είμαι νέα», η αρρώστια έφαγε τα κόκαλά της κι έσβησε ένα απόγευμα, Μεγάλης Πέμπτης, την ώρα που όλοι ετοιμάζονταν για την Ανάσταση κι έβαφαν αβγά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: