Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Μέρος 7ο

Δεν είχε όρεξη, πια, για καφέ. Θα τον άφηνε να πετρώσει στο φλιτζάνι. Θα τον παρατούσε και θα ΄βγαινε μια βόλτα στη γειτονιά.
Φόρεσε, στα γρήγορα, παπούτσια και πουκάμισο, έβαλε το ψαθάκι του, να μην τον πιάνει ο ήλιος, το καλό ρολόι στο δεξί –χρόνια τώρα το φορούσε στο δεξί- και διάβηκε το κατώφλι.
Βγήκε στο δρόμο, κοίταξε δεξιά – αριστερά και πήρε τον κατήφορο. Κάθε φορά, αυτό έκανε. Κοιτούσε από τη μια κι από την άλλη και διάλεγε την κατηφόρα. Θυμήθηκε τότε που τον είχε ρωτήσει η Πελαγία του:
«Γιατί βρε άνθρωπέ μου κοιτάς πάνω – κάτω το δρόμο και παίρνεις, πάντα, την κατηφόρα; Ξεκίνα μια φορά χωρίς να δεις. Αφού, πάλι την κατηφόρα θα πάρεις»…
Χαμογέλασε…
«Γυναίκα, την κατηφόρα την παίρνω εγώ, για να μην την πάρουν τα παιδιά μας»…
Ένα παιδί είχε -κι αυτό, όχι από την Πελαγία. Μπορούσε να περηφανεύεται, ότι ο Σπυράκος του, ο Σπυρέτος του, το καμάρι του, δεν την πήρε ποτέ την κατηφόρα. Εκτός από εκείνη τη μοναδική φορά, όταν ήταν 22 χρονών κι είχε μπλέξει με τις παλιοπαρέες από την Αθήνα.
Περπατούσε και τα θυμότανε, ειδικά τώρα που πλησίαζε στην εκκλησία, γιατί από τον άγιο Σπυρίδωνα, εκεί στην Τριανδρία, είχε ζητήσει βοήθεια. Που είχε το ίδιο όνομα με τον Σπυρέτο του, να το βοηθήσει το παιδί.
Είχε μπει βραδιάτικα, στο νάρθηκα, την ώρα που ο νεωκόρος σκούπιζε τα λουλούδια και το ρύζι, που είχαν μείνει ανάμεσα στα χαλιά και το μωσαϊκό του πατώματος, μετά από ένα γάμο. Αντάλλαξαν μια καλησπέρα, με ένα νεύμα του κεφαλιού. Ο κυρ-Θανάσης πήρε ένα κερί και τράβηξε γραμμή για το εικόνισμα του Άγιου.
«Βάλε το χεράκι σου, άγιέ μου, να γλιτώσει ο Σπυράκος μου, το παλικάρι μου… Κι εγώ, θα ανάψω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του παιδιού»…
Ο Σπύρος, στην Αθήνα, φοιτητής Πολυτεχνείου, είχε τα γνωστά μπλεξίματα, που έχει κάθε νέος στην ηλικία του. Επαρχιώτης, στην Αθήνα, προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με το χαρτζιλίκι του κυρ-Θανάση. Δεν ήθελε να πει στον πατέρα του ότι είχε τέτοια προβλήματα και βάλθηκε να δουλεύει. Σε σουβλατζίδικο. Ψητάς. Βλέπετε, τότε δεν υπήρχαν, ακόμη, τα ντελίβερι κι όποιος ήθελε σάντουιτς με γύρο, σουβλάκι, όπως το λέγανε στην Αθήνα, έπρεπε να πάει να το αγοράσει από το μαγαζί.
Εκεί στο ψητοπωλείο πήγαινε κι η Άννα. Όμορφη κοπέλα. Ψηλή. Μελαχρινή. Στην αρχή, του κυρ-Θανάση του καλάρεσε το μπλέξιμο του γιου του με την Άννα. Την είχε φέρει, ένα καλοκαίρι, στη Θεσσαλονίκη. Μείνανε στο σπίτι για μερικές ημέρες. Κι έπειτα, πήγαν στη Χαλκιδική, για διακοπές. Στις Καβουρότρυπες.
Ο κυρ-Θανάσης, τόσα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, δεν είχε ματακούσει για τις Καβουρότρυπες. Κάτι στο όνομα δεν του άρεσε. Το καβούρι του έφερνε αναγούλα. Κι αυτό το μυστήριο, που κρύβανε οι τρύπες, στις Καβουρότρυπες, δεν του είχε αρέσει καθόλου. Κι όταν ήρθαν τα μαντάτα από έναν μακρινό ξάδερφο, φοιτητής στο Πολυτεχνείο κι αυτός, τα ΄βαλε με την Πελαγία:
"Δε σου το ΄πα; Ότι μ΄αυτήν την παστρικιά που μας έφερε, θα μας νοικοκυρέψει"...
"Μπα; Τώρα έγινε παστρικιά; Γιατί ως τώρα, ήταν η Αννούλα. Η Αννούλα κι η Αννούλα. Λες και την ξέραμε από χθες".
"Εγώ; Εσύ! Εσύ βάλθηκες να τη βάλεις στο σπίτι! Κι όταν είπα να πω μια κουβέντα στον κανακάρη, που μας φέρνει τις γκόμενες στο σπίτι, όρμησες να με φας"!
"Εγώ; Εγώ να σε φάω; Τι είπα, δηλαδή; Ότι το παιδί μεγάλωσε! Αυτό είπα όλο κι όλο"...
"Αυτό; Μόνον; Και να το παιδί μεγάλωσε, και να πρέπει να το αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει που έγινε άνδρας, και να άσε τον να κάνει αυτό που θέλει που τον κρύβεις στο βρακί σου... Τι άλλο ήθελες να πεις, δηλαδή; Και να τα ρεζιλίκια μας, τώρα"...
Τα ρεζιλίκια του ήταν η "πληροφορία" ότι ο Σπύρος, κάτω στην Αθήνα, είχε μπλέξει με ναρκωτικά. Γι αυτό έτρεξε στον Άγιο Σπυρίδωνα κι έταξε τη λαμπάδα. Κι ώσπου να επιστρέψει ο Σπυρέτος του από τη Χαλκιδική, με την Άννα, είχε πάθει τρία εγκεφαλικά και δύο καρδιακά μαζί.
Κι ο Σπυρέτος επέστρεψε. Μαζί και η Άννα. Κι όσο ήθελε ο κυρ-Θανάσης να τον αρπάξει, να τον ταρακουνήσει, να του πει "τι κάνεις, παιδί μου", τόσο δεν τον άφηνε η Πελαγία "μη γίνει το παιδί ρεζίλι". Και τόσο και οι δύο ρίχνανε το φταίξιμο "στην παστρικιά, που δεν το ΄χει σε τίποτα να τριγυρνάει στις ερημιές με αγόρια". Ώσπου ήρθε εκείνο το βράδυ της Παρασκευής...
Αχ... Σαν σήμερα το θυμόταν εκείνο το βράδυ της Παρασκευής ο κυρ-Θανάσης. Πηγαινοερχότανε, από την πλατεία στο καφενείο κι από το καφενείο στην πλατεία. Όρεξη να επιστρέψει στο σπίτι, δεν είχε, για να μην τη δει "και του γυρίσουν τα μυαλά ανάποδα". Και προτιμούσε να τον τρώνε οι δρόμοι.
Και τότε την είδε. Ερχόταν από απέναντι, ίσα πάνω του. Λες και τον έψαχνε. Μόνον που δεν ήταν ψηλή κι αγέρωχη. Κοντή του φάνηκε. Σκυφτή. Κλαμμένη; Ανήσυχη; Κι εκεί που ήθελε να φύγει μακριά της, βρέθηκε να περπατά προς το μέρος της.
Με το που φθάσανε σε ένα μέτρο απόσταση, εκεί που πήγε να τη ρωτήσει "τι έγινε", η Άννα, η άγνωστη αυτή Άννα που είχε παρασύρει σε κάθε ακολασία τον Σπυρέτο του, έπεσε στην αγκαλιά του. Κι έκλαιγε...
"Αχ κυρ-Θανάση μου, αχ, τι θα κάνουμε"...
"Τι να κάνουμε παιδί μου; Τι εννοείς";
Κι εκεί, δίπλα στην εκκλησία, μέσα στο πάρκο, στο παγκάκι απέναντι από το στερεμένο συντριβάνι, η Άννα του τα είπε όλα. Πώς ο Κώστας, ένας κοινός φίλος, έδωσε στο Θανάση ένα τσιγάρο. Πως ο ίδιος φίλος, τον έβαζε να μυρίζουν παρέα βενζίνες και κόλες, για να ζαλιστούν. Πώς είχε φέρει κάτι χαρτάκια, μοβ, που τα έγλειφαν κι ύστερα μιλούσαν για δρόμους που ανοίγονταν μπροστά τους, δρόμους ανύπαρκτους, που ήθελαν κι οι δύο να διαβούν. Και πώς ήρθαν στη Θεσσαλονίκη και μετά στη Χαλκιδική, για να γλιτώσει ο Σπύρος. Και πώς τους βρήκε στις Καβουρότρυπες ο Κώστας κι άρχισε το ίδιο μαγκανοπήγαδο.
Έμεινε στήλη άλατος ο κυρ-Θανάσης. Άλλα περίμενε κι άλλα του ήρθαν. Κι έτσι βρέθηκε στον Άγιο, να ανάβει κερί και να ζητάει συμβουλές και λύτρωση. Κι η αλήθεια είναι ότι ο Άγιος και συμβουλές έδωσε και τη λύτρωση έφερε.
"Α, όλα κι όλα! Μεγάλη η χάρη του"!
Και δώστου έκανε το σταυρό του ο κυρ-Θανάσης. Γιατί τη λύση τη βρήκε: Πρώτα έπιασε λυτούς και δεμένους κι έκαναν μετεγγραφή και ο Σπύρος και η Άννα στη Θεσσαλονίκη. Στο Πολυτεχνείο του Αριστοτέλειου, να τους έχει κοντά τους. Τα παιδιά του. Έπειτα πήρε το Σπυρέτο του και τον έπεισε να πάει να μπει στην Ιθάκη, στη Σίνδο. Δύο χρόνια πάλευε με τους εφιάλτες του ο Σπυράκος του. Αλλά τα κατάφερε. Και βγήκε γερός.
Κι εκείνος, πήγε και βρήκε τον Κώστα. Ήταν αποφασισμένος να τον παραδώσει στην αστυνομία. Όμως, όταν τον βρήκε ιδρωμένο και αδύνατο, σε ένα ημιυπόγειο στην Άνω Ηλιούπολη στην Αθήνα, σε έναν δρόμο τόσο κατηφορικό όσο και ο Όλυμπος, δεν άντεξε η καρδιά του. Και δεν πήγε, τελικά, στην αστυνομία. Μόνο πήγε και βρήκε τους γονείς του Κώστα, στο Βούναργο της Ολυμπίας, όπου ζούσανε ταΐζοντας γίδες και στέλνοντας ό,τι είχαν και δεν είχαν στην Αθήνα, να σπουδάσει ο γιος τους, ο μονάκριβος. Μόνον που οι γίδες γίνονταν φιξάκια από τον άρρωστο Κώστα.
"Καλά έκανες|!
Η επιβράβευση ήρθε από το Δημητρό, όταν δυο χρόνια μετά την περιπέτεια, τη μέρα που ο Σπυρέτος του έπαιρνε το πτυχίο του, οι δυο φίλοι τα λέγανε στο προαύλιο της Πολυτεχνικής, κάτω από τις Σαράντα Εκκλησιές. Και καμάρωνε ο κυρ-Θανάσης, που έκανε το σωστό. Και καμάρωνε δυο φορές, δίπλα στη φουσκωμένη Άννα.
Γιατί δεν κέρδισε μόνον, ξανά, το γιο. Κέρδισε και μια κόρη.

Συνεχίζεται...

7 σχόλια:

Кроткая είπε...

εμ, βέβαια. αμέσως να κατηγορήσουμε την κοπέλα! και να την πούμε και παστρικιά.

επαρχιωτισμοί, πφφφφ!

Ανώνυμος είπε...

Εγώ πάλι θα περιμένω να δω πως από κει που΄ταν καλά τώρα βλέπονται σπάνια! ;)

Ήταν πολύ καλόόό!

An-Lu είπε...

θα βάλω τα κλάμματα.....



συνέχισε!

AVRA είπε...

τα διαβασα σημερα ολα μονοκοπανια...

πολυ καλη δουλεια Δημητρη..εχω συγκινηθει...Οι χαρακτηρες ενας προς ενας.Προκαλουν συμπαθεια και προβληματισμο.Ισως και καποια ταυτιση.

Ελπιζω να μην αργησει η συνεχεια.
Ειμαι εντυπωσιασμενη!

diastimata είπε...

@ krotkaya
Είδες, είδες; Και μετά σου λένε, η Θεσσαλονίκη πόλη και άλλα τινά! Δεν ντρέπονται...

@ ρενάτα
Το βασανίζω ακόμα. Όπως και στο ζόρι, τα κεφάλαια γεννιούνται το ένα πίσω από το άλλο. Αλλάζουν σχεδόν καθημερινά. Γι αυτό και οι καθυστερήσεις.

@ an-lu
Αγαπητή γοργόνα, σε ευχαριστώ. Συνεχίζω ακάθεκτος.

@ avra
Ευχαριστώ. Για τους χαρακτήρες, την ταύτιση και τα σχετικά, θα γράψω ένα ποστ μετά την ολοκλήρωση των σκέψεων του καφέ. Έχω αρκετά να πω.

iris είπε...

άντε πια, όλοι οι άντρες οι ίδιοι είστε !! Παστρικιές, πουτάνες κτλ κτλ μας αποκαλείτε ... Δεν βλέπετε τα δικά σας τα χάλια.

Όσον αφορά τις ταυτίσεις, ξέρω ποια σκηνή σε σημάδεψε ... η σκηνή που ο κυρ- Θανάσης έσκιζε τα μικιμάο του γιου του !!

diastimata είπε...

@ iris
Μήπως γνωριζόμαστε;!...