Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

Μέρος 12ο


Όση ώρα σκεφτόταν την «Ιστορία του Παρισιού» -έτσι την είχε ονομάσει την περιπέτεια της γειτόνισσάς της, έψαχνε, με το βλέμμα της, να συναντήσει την επιστροφή του Θανάση. Αλλά φαίνεται ότι εκείνος είχε βγει έξω για τα καλά και δε σκόπευε να επιστρέψει νωρίς. Κι όση ώρα θυμόταν όσα έγιναν, είχε βαλθεί να φτιάξει κι άλλον καφέ. Φρέσκο.
Ανακάτευε τον καφέ στο μπρίκι, πάνω από το γκαζάκι, έβλεπε τις φουσκάλες και τη δίνη που σχημάτιζε μέσα στο τσίγκινο μπρίκι. Και βύθιζε, εκεί, τις αναμνήσεις της. Θυμόταν την εξιστόρηση της Πελαγίας, γιατί από κει γνώριζε ό,τι είχε συμβεί στη Γαλλία. Και θυμόταν που της είχε πει η Πελαγία ότι με το που άκουσε από το στόμα του Σπύρου της, πως η κοπέλα που άνοιξε την πόρτα ήταν η γυναίκα του, αισθανόταν σαν κουφή και κούφια ταυτόχρονα.
Γιατί έτσι αισθανόταν η Πελαγία. Είχε το κακό προαίσθημα από την πρώτη στιγμή. Από τότε που ο Σπύρος είχε κόψει κάθε επαφή. Αλλά αυτό, δεν το περίμενε.
Έτσι απέμεινε στην πόρτα, να κοιτάζει με βλέμμα κενό το Σπύρο και τη νύφη της τη Γαλλίδα. Που ούτε την είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της, ούτε και ήξερε αν ήθελε να την ξαναδεί. Και μ αυτή τη σκέψη, γύρισε κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.
«Μάνα! Μάνα! Πού πας ρε μάνα»;
Ο Σπύρος φώναζε πίσω της, στις σκάλες, αλλά εκείνη την ώρα δεν τον άκουγε. Μόνον αργότερα, όταν έφερνε στο μυαλό της όλη τη σκηνή, μόνον τότε κατάλαβε πως ο Σπύρος τη φώναζε:
«Γύρνα πίσω ρε μάνα! Γύρνα κι είμαι με τα εσώρουχα»!
Είδε κι απόειδε ο Σπύρος ότι η Πελαγία το ΄χε βάλει σκοπό να φύγει, το πήρε απόφαση: Άρπαξε ένα παντελόνι που κρεμόταν στο πορτ μαντό, δίπλα στην πόρτα, πήρε και μια αταίριαστη πλεχτή μπλούζα και, με τις παντόφλες, βγήκε στο κατόπι της.
Την πρόλαβε στο επόμενο τετράγωνο. Την άρπαξε από το χέρι που κρατούσε το δερμάτινο σάκο της. Την κράτησε γερά:
«Κάτσε ρε μάνα, που πήρες φόρα και μας κάνεις την ταχεία! Κάτσε να σου εξηγήσω…»
Γύρισε απότομα:
«Τι να μου εξηγήσεις Σπύρο μου; Ότι παντρεύτηκες και ντράπηκες να μας καλέσεις στο γάμο; Ότι μπορεί και να περιμένετε παιδί κι εμείς δεν ξέρουμε το όνομά της; Ότι δεν πρόλαβες να το πεις στην άλλη, που ξεροσταλιάζει στη Θεσσαλονίκη; Κάθε μέρα στο σπίτι μας είναι, Σπύρο. Ξέχασες πώς ήρθε εκεί; Ξέχασες πώς μπήκε στο σπίτι μας; Με πόση αγάπη σε κοιτούσε μέσα στα μάτια; Πόσες μέρες έκλαιγε όταν της είπες ότι θα έφευγες; Με πόση λαχτάρα σε περιμένει να γυρίσεις; Τι υπέφερε όταν έπεσες στα ναρκωτικά; Η, μήπως δεν τα ξέρεις αυτά; Για πες μου… Τι να μου εξηγήσεις»;
Καταιγίδα η μάνα του. Θύελλα. Τι Ελ Νίνιο, τι τσουνάμι και αηδίες. Τον πήρε παραμάζωμα και δεν τον άφησε να ανασάνει. Κι εκεί που πήγε να αστειευτεί, να της πει «ώπα, ρε μάνα! Κάτσε να πάρουμε σειρά», κατάλαβε τι του έλεγε και σώπασε. Έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε:
«Μάνα, τι θα κάνω»;
«Μάνα τι θα κάνω, ε; Τώρα ζητάμε τη μάνα! Όταν βγάζαμε τα μάτια μας, με τη Γαλλίδα, ήταν καλά… Δε μου λες, πού τη γνώρισες»;
Ο Σπύρος έψαξε με το βλέμμα και είδε το καφέ, που πήγαιναν με τη Ναντίν –έτσι την έλεγαν- και της πρότεινε να καθίσουν εκεί. Με το που έφθασαν, συνειδητοποίησε πώς ήταν ντυμένος. Αλλά οι ντροπές, ήταν αλλού. Και ούτε τόλμησε να προτείνει στην Πελαγία, να πάει να αλλάξει. Έψαξε τις τσέπες του όμως και είπε, προσπαθώντας να χαμογελάσει:
«Δεν έχω και λεφτά»…
«Αυτά μας μάραναν! Άστα! Έχω εγώ. Κάτσε και λέγε»!
Και κάθισε. Και της είπε. Ότι τη γνώρισε στη σχολή, όπου πήγαινε και δειγμάτιζε ρούχα. Μανεκέν. Ότι πήγε, μια μέρα, από το σπίτι του, να δει τι σχεδίαζε και είχε φέρει και μια μπουκάλα κρασί μαζί της. Ότι ήπιαν, μετά άνοιξε κι αυτός μία, έγιναν φέσι κι έγινε ό,τι έγινε. Ότι ήταν γλυκιά, ευγενική, πολύ καλή μαζί του και ένοιωθε καλά όταν ήταν μαζί της. Αλλά για το γάμο, δεν έλεγε τίποτα.
«Όλα καλά αυτά, Σπύρο. Έτσι όπως μου τα λες, είναι σα να γνώρισες μια κοπελίτσα, καλή, ευγενική κι από σπίτι. Κι είπατε να κάνετε παρέα. Ως εδώ, όλα καλά. Αλλά δεν έπρεπε να της πεις ότι έχεις κάτι άλλο στην πατρίδα; Κι άντε, να πω εγώ πως σκέφτηκες πονηρά –αν και είσαι μπουνταλάς- και είπες ‘ε, ας καλοπερνάω κι εδώ, ας έχω και μία στην πατρίδα΄ κι έκανες ό,τι έκανες. Στο γάμο, πώς έφθασες; Όχι ότι ήταν καλά όλα τα άλλα, δηλαδή, αλλά στο γάμο, βρε παιδάκι μου… Γάμο;»
«Τι να τα λέμε, τώρα, αυτά»…
«Και τι να πούμε, δηλαδή; Τι ωραίο που είναι το Παρίσι και πώς θα πάω να δω τον Πύργο του Άιφελ; Σε παρακαλώ… Αυτά θα πούμε! Λοιπόν; Είμαι όλη αυτιά»!
«Ρε μάνα, δε φθάνει όσο ρεζιλεύτηκα»;
«Καλά, με κοροϊδεύεις; Σηκώθηκα και ταξίδεψα με αεροπλάνο, κρυφά από τον πατέρα σου. Ήρθα σ εβρήκα σε μια άγνωστη πόλη, πιστεύοντας ότι είχες ξαναμπλέξει με τα ναρκωτικά και σε βρίσκω παντρεμένο. Και τι θες να κάνω; Να πάω πίσω λες και δε συνέβη το παραμικρό»;
«Άσχημα θα ΄τανε»;
«Άσχημα θα ΄τανε! Πώς να ξαναδώ τα μάτια της Αννούλας; Δεν έπρεπε να της το πεις; Έτσι κάνουν οι άντρες, βρε»!
«Μα την αγαπάω την Αννούλα…»
«Την αγαπάει την Αννούλα! Ακούτε Παριζιάνοι! Την αγαπάει την Αννούλα. Κι αγαπάει και τη Γαλλιδούλα. Κι αν τον στείλουμε στην Ιταλία, θα αγαπάει και την Ιταλίδα και την Ισπανίδα και την Γερμανίδα κι όποια βρει πρόχειρη! Σπύρο, σοβαρέψου! Μου έγινες μουσουλμάνος και θες να τις πάρεις όλες»;
«Όχι ρε μάνα! Αλλά την Αννούλα την πονάω και την αγαπάω. Έχουμε περάσει πολλά. Αυτό που είπες, είναι αλήθεια. Η Άννα με στήριξε. Ήταν ο άνθρωπός μου, όλο εκείνο το διάστημα που είχα χαθεί. Αλλά με τη Ναντίν… Είναι αλλιώς…»
«Είναι αλλιώς… Τι αλλιώς; Κοίτα να τα ξεκαθαρίσεις στο μυαλό σου! Ακούς»;
«Θα τα ξεκαθαρίσω…»
«Πότε»;
«Ως το Πάσχα, που θα έρθω…»
«…Τρελός θα είσαι. Τρελό είναι το παιδί μου! Ακούτε; Τρελάθηκε το παιδάκι μου! Το Πάσχα λέει! Ποιο Πάσχα; Ρε, μήπως θες τις θερινές διακοπές; Ή, μάλλον, άσε. Σε τρία χρόνια που θα τελειώσεις με τη νέα σου σχολή, το ξανασκέφτεσαι. Και, κοίτα, αν δεν έχεις καταλήξει, δεν πειράζει… Άκου: Τελεσίγραφο! Πας, τώρα, στην… απαυτήν, στην πώς την είπες…»
«Ναντίν»!
«Σ αυτήν! Και της λες ‘τέλος, ως εδώ ήταν’ κι άλλα τέτοια. Και χωρίζετε. Και γυρνάμε πίσω! Τώρα»!
«Δε γίνεται…»
«Τι δε γίνεται. Για πες… Πού παντρευτήκατε; Πώς έγινε»;
«Ε, να… Είναι…»
«Τι είναι; Πες το Σπύρο! Βγάλ’ το επιτέλους»!
«Είναι έγκυος»…
Ζαλίστηκε λίγο η Πελαγία. Όχι ότι δεν το περίμενε… Το περίμενε. Αλλά, όπως και να το κάνεις, όταν το ακούς από άλλον, ειδικά από το παιδί σου, σου έρχεται ξαφνικό.
Τα πράγματα μπερδεύονταν. Πρώτα, η Ναντίν ήταν παντρεμένη με το Σπύρο. Έπειτα, ήταν και έγκυος! Έμεναν στο ίδιο σπίτι. Είχε καταλάβει πως η τρελή κι αλλοπαρμένη που της χτύπησε την πόρτα πρωινιάτικα, ήταν μάνα του γιου της. Εκτός του ότι έπρεπε να δει τι θα γινόταν με την Αννούλα, έπρεπε να προσέχει τη Γαλλίδα νύφη –που ήταν και έγκυος- και να μπαλώσει τα της εμφάνισής της… Γόρδιος δεσμός…
«Τι σκέφτεσαι μάνα»;
«Τα ανδραγαθήματά σου… Να δω πώς θα διορθώσω ότι κατέστρεψες… Γιατί, από ότι κατάλαβα, εσύ δεν πρόκειται να κάνεις καμία προσπάθεια»…
Ρούφηξαν τις τελευταίες γουλιές από τους καφέδες που είχαν παραγγείλει και κίνησαν, ξανά, για το σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή, η Πελαγία σκεφτόταν πώς να δικαιολογηθεί στη νύφη της. Και τι να της πει… Στράφηκε στο Σπύρο:
«Αλήθεια Σπύρο μου, αυτή η κοπέλλα, η Ναντίν, δε σε ρώτησε ποτέ για τους γονείς σου»;
«Με ρώτησε…»
«Και τι της είπες»;
«Πως είναι φτωχοί και δεν έχουν λεφτά να ΄ρθουν για το γάμο».
«Και που δεν μας έπαιρνες ένα τηλέφωνο, δεν της φάνηκε περίεργο»;
«Σας έπαιρνα…»
«Πότε και δεν το καταλάβαμε εμείς»;
«Έκανα ότι σας έπαιρνα. Από θαλάμους, από μπιστρό, από καφέ… Κάθε τόσο έλεγα ότι θα έπαιρνα τηλέφωνο κι έκανα ότι μιλούσα»…
«Και μια φορά δε ζήτησε να μας μιλήσει»;
«Ζήτησε, πως… Αλλά όλο της έλεγα ότι ντρέπεστε, που δεν ξέρετε τη γλώσσα…»
«Στα ψέματα μια χαρά τα πήγαινες. Ας έλεγες και κάτι στην Αννούλα, τόσο καιρό…»
«Μάνα…»
«Τι είναι»;
«Δε θέλω να ζήσω με τη Ναντίν. Για το παιδί το κάνω»…
«Τώρα μάλιστα. Σωθήκαμε».
«Μη με μαλώνεις άλλο, ρε μάνα… Μπορεί να γίνει κάτι»;
«Τι να γίνει, έτσι όπως τα ΄κανες»;
Πλημμύρισαν τα μάτια του Σπύρου δάκρυα. Ακούμπησε στον τοίχο ενός σπιτιού, όπως περπατούσαν, έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η Πελαγία τον αγκάλιασε και τον αισθανόταν να σπαρταράει στην αγκαλιά της. Δεν είχε σημασία που δεν τον είχε γεννήσει. Δεν είχαν σημασία τα όσα έκανε. Ήταν παιδί της κι έπρεπε να πάρει το μέρος του και να το βοηθήσει.
Να το βοηθήσει… Αλλά πώς;

Συνεχίζεται...