Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Σκέψεις του καφέ - 2ο μέρος

Την έκλαψε πολύ την Πελαγία. Περισσότερο κι από τη μάνα του την ίδια. Όμως τι τις ήθελε τέτοιες σκέψεις πρωινιάτικα;
Ρούφηξε άλλη μια γουλιά καφέ. Δυνατά. Να το ΄φχαριστηθεί.«Βλέπω το χαίρεσαι το καφεδάκι σου! Το γλεντάς»!

Αυτή η κουτσομπόλα, η Μόρφω, ακόμη απέναντι ήταν.«Ε, μια ευχαρίστηση μας έμεινε κι εμάς»…«Α, κυρ-Θανάση μου… Ο κάθε άνθρωπος έχει τις ευχαριστήσεις που θέλει να έχει. Γι αυτό και στα νιάτα κάνει λίγο κράτει, για να χαρεί στα στερνά»!«Φαρμακόγλωσση»…

Αυτό το τελευταίο το είπε ψιθυριστά, αλλά του ερχότανε πολλές φορές να της το φωνάξει κατάμουτρα! Ήταν κουτσομπόλα και φαμακόγλωσση. Σκέτο δηλητήριο. Να σε πικάρει και τι στον κόσμο. Κι όταν ζούσε η Πελαγία του, δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί.

«Ακόμα έτσι, κυρία Πελαγία μου; Ακόμα αστεφάνωτη»; Κάθε μέρα που την έβλεπε, τη φαρμάκωνε τη γυναικούλα του με την κακία της. Αν και η Πελαγία, δεν χάριζε κάστανο. Μια φορά, δεν άντεξε άλλο, έσκασε. Και γύρισε και της είπε:«Καλύτερα αστεφάνωτη κυρία Μόρφω μου, παρά άγαμη»!

Γέλασε η Μόρφω. Γέλασε τρανταχτά.«Μα, κυρία Πελαγία μου, το ίδιο είναι άγαμη, το ίδιο και αστεφάνωτη»…Κι εκεί που το ΄λεγε, είδε το χαμογελάκι της Πελαγίας και κατάλαβε. Η παμπόνηρη είχε φάει μια συλλαβή. Άλλο ήθελε να πει κι επίτηδες τα μπέρδεψε. Όλη η γειτονιά, όμως, είχε καταλάβει.
Κοκκίνισε η Μόρφω, σαν το παντζάρι έγινε και μπήκε, άρον άρον, στο σπιτικό της. Γιατί η Πελαγία είχε δίκιο.

Ακόμη κι ο άντρας της, ο Δημητρός, προτιμούσε να πάει να τα δώσει στις πουτάνες, παρά να τακτοποιήσει τη Μόρφω. Και πήγαινε, ο συγχωρεμένος, κάθε δεύτερο Σάββατο, εκεί στην οδό Αφροδίτης και στη Λέοντος Σοφού. Ειδικά εκεί, στο Χριστινάκι, πήγαινε με βήμα ταχύ κι επέστρεφε αργά-αργά, μ ένα χαμόγελο στα χείλη. Γιατί το Χριστινάκι τα τιμούσε τα χρήματα που έπαιρνε και δώστου και φώναζε και βογγούσε. Και γινόταν ο άλλος, ο από πάνω, βασιλιάς!
Του ΄φυγε ένα γέλιο του κυρ-Θανάση. Τα θυμήθηκε όλα αυτά και γέλασε. Του έλειπε ο Δημητρός. Ήταν καλός ταβλαδόρος κι οι δυο τους έστηναν, πολλά απογεύματα, ειδικά από την άνοιξη ως το Σεπτέμβριο, σκληρές μάχες. Μόνον που ο Θανάσης ήταν μάστορας στο ζάρι και, παρά την αξία του αντιπάλου, κατάφερνε να παίρνει τις περισσότερες παρτίδες, με έναν τρόπο εκνευριστικό. Ασόδυο ήθελε; Ασόδυο έφερνε. Ντόρτια; Ντόρτια. Εξάρες; Εξάρες! Και τσαντίζονταν ο Δημητρός, χτυπούσε τα πούλια, πετούσε τα ζάρια, έδινε μια με το χέρι κι έκλεινε το τάβλι:«Άρχισες, πάλι, τα σαλτανάκια σου»!Και μ αυτήν την ατάκα, τέλειωνε η μάχη. Αλλά να πει να μην ξαναπαίξουν, αδύνατο.

Την επομένη, πάλι εκεί, με το τάβλι υπό μάλης και τα μαξιλάρια, να μην πιάνονται, που κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες. Έρχονταν και τα καφεδάκια, μαζευόταν και η μαρίδα, τριγύρω, να δίνει συμβουλές κι αρχίζανε:«Πιάσε το πεντάρι»!«Όχι το πεντάρι! Άνοιξε, καλύτερα, να φύγεις! Πού να σε προλάβει»!«Μη φεύγεις από τώρα. Μετά; Τι θα κάνεις μετά; Μια φορά να φέρεις άσσο, στο πήρε διπλό».Κι άλλα τέτοια.

Εκεί ήταν που τσαντιζότανε ο κυρ-Θανάσης:«Ρε σεις! Κωλόπαιδα! Από πότε μου γίνατε καθηγητές; Άντε πάντε παρά πέρα να παίξουμε με την ησυχία μας! Που μάθατε όλοι τάβλι κι έρχεστε να μας ζαλίζετε τον Έρωτα»!Σταματούσαν, έτσι, οι συμβουλές κι αρχίζαν οι μουρμούρες:«Δες τον τι έπαιξε! Τσκ, τσκ, τσκ»!«Αυτό, ούτε στη φυλακή δεν το παίζουν. Κι αυτός το συνεχίζει»…«Πάει, γέρασε. Είδες πως το έπαιξε»;Γυρνούσε ο Δημητρός, τους έριχνε καμιά αυστηρή ματιά και σταματούσαν κι οι μουρμούρες. Και πάλι από την αρχή, ώσπου έφθανε η ώρα να μιλήσει στο ζάρι ο κυρ-Θανάσης, για να κερδίσει και να τσαντίσει τον Δημητρό:«Άρχισες, πάλι, τα σαλτανάκια σου»!Και, μπαμ, του έκλεινε το τάβλι με μια κίνηση του χεριού, γελούσαν οι άλλοι, γελούσε κι ο Θανάσης.Γελούσε, πάλι, με τον ίδιο τρόπο, όπως και τότε.

Η Μόρφω έκανε το σταυρό της, που τον έβλεπε να γελά μονάχος, κοιτώντας τον καφέ. Είπε να του μιλήσει, αλλά σκέφτηκε «άσ’ τον, ξεκούτιανε κι αυτός»… Κι έριξε το φταίξιμο στο γιο του κυρ Θανάση, τον Ηλία, που ερχόταν όλο και πιο σπάνια να τον δει.Ο Ηλίας… Παλίκαρος ως εκεί πάνω! Όμως, τι τα θες… Αν τον άνδρα τον βάζει στο βρακί της η γυναίκα, πάει και η παλικαριά του, πάει και το καλό του…

Γύρισε ξανακοίταξε τον κυρ-Θανάση. Κοτσονάτος γέρος… Είδε και τον καφέ… «Ρε, δε φτιάχνω κι εγώ για μένανε έναν», σκέφτηκε και μπήκε στο διαμέρισμα, αφήνοντας στη μέση το άπλωμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: