Τρίτη 17 Ιουλίου 2007

Μέρος 6ο

Η Μόρφω έψαχνε, με το βλέμμα της, τον κυρ-Θανάση. Έγερνε, πότε δεξιά και πότε αριστερά, προσπαθώντας να δει στο εσωτερικό του διαμερίσματος.
«Τον ευλογημένο… Πού πήγε και χώθηκε»…
Θα τον φώναζε, αλλά ντρεπόταν και λίγο. Να καταλάβει ότι, τόση ώρα, είχε στημένο αυτί; Δε φτάνει που κουτσομπόλα την ανέβαζε, γλωσσοκοπάνα την κατέβαζε;
Την πρώτη φορά, που την είχε αποκαλέσει κουτσομπόλα, κόντεψαν να σκοτωθούν με το Δημητρό. Τα φιλαράκια τα καλά, θα πιάνονταν στα χέρια, για τις κυράδες τους. Της έφυγε ένα γελάκι της Μόρφως. Έκλεισε τα μάτια. Ήταν σα χθες…
Σα χθες, που ο κυρ-Θανάσης επέστρεψε, από την εκκλησία. Κυριακή μεσημέρι. Ήταν τακτικός, μια εποχή, ο Θανάσης. Κάθε Κυριακή πρωί, σκαρφάλωνε την ανηφόρα κι έφθανε στον Αι-Σπυρίδωνα. Άναβε το κεράκι του και καθόταν στο τρίτο στασίδι, όπως έμπαινες δεξιά, μετά το νάρθηκα. Κι ύστερα, με το δι ευχών, ροβόλαγε τον κατήφορο. Η Πελαγία του τον περίμενε στην πόρτα, με το παιδί ντυμένο «με τα καλά του» και τα ασπρόμαυρα λουστρίνια. Κι εκείνη, με το μαντό της, το σκουροπράσινο, που τόσο πήγαινε με τα μάτια της. Και τη μαύρη τσάντα στα χέρια. Ήταν η μέρα που πήγαιναν «στους συγγενείς». Πότε στον έναν και πότε στον άλλον.
Εκείνη τη μέρα, όμως, είχαν δύσκολο καθήκον. Η Μαιρούλα, το Μαιράκι τους, η κόρη του αδελφού του, θα έφευγε ταξίδι. Ταξίδι δύσκολο. Στην Ελβετία. Σε κολέγιο. Έτσι είχαν πει. Έτσι έλεγαν τότε. Όταν ήθελαν «να κρύψουν τις πομπές τους».
Αθώα ήταν η Μαιρούλα. Αθώα κι άβγαλτη. Ο θείος Γιάννης πατέρας αυστηρός, δεν την άφηνε, καλά – καλά, ούτε από το σπίτι να ξεπορτίσει. Στα Αγγλικά πήγαινε; Από πίσω η μάνα της. Στο σχολείο; Όλο κι έκοβε βόλτες από έξω ο θείος Γιάννης. Κι όταν ήθελε κι αυτή να πάει καμία βόλτα, σαν κορίτσι, έπρεπε ο θείος Γιάννης να εγκρίνει τις παρέες της. Κι εκείνος να πει το ναι, ή το όχι. Κι εκείνος να αποφασίσει για το… συνοδό. Που, συνήθως, ήταν κάποιος ξάδελφος.
Έτσι έγινε και τότε. Αλλά ο έρωτας, η αγάπη, δε μαντρώνονται. Κι η Μαιρούλα ερωτεύτηκε. Έναν νέο ψηλό κι όμορφο. Φίλο του ξαδέλφου. Παιδί γνωστό, από καλή οικογένεια, οικογένεια φίλων και φίλτατων. Έβγαιναν τέσσερις. Η Μαιρούλα, ο φίλος, ο ξάδελφος και η αδελφή του φίλου. Κι ο θείος Γιάννης ήταν ήσυχος, γιατί ήξερε, κατά πως νόμιζε, πού βρισκόταν το κορίτσι του. Κι η Μαιρούλα, ήταν ήσυχη, που ήταν ήσυχος ο πατέρας της και που ζούσε τον έρωτά της.
Ο φίλος, όμως, ο ψηλός κι όμορφος, ήθελε «να ολοκληρώσουν». Την πρώτη φορά που το άκουσε η Μαιρούλα, ήταν κάθετη:
«Όχι! Πρέπει να ντρέπεσαι! Τι πράγματα είναι αυτά»;
«Συγνώμη ρε Μαίρη. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Αλλά νόμιζα ότι μ’ αγαπάς».
«Σ’ αγαπώ, αλλά θα με σκοτώσει ο πατέρας μου».
«Ο πατέρας σου; Και πώς θα το μάθει; Μήπως θα βγάλουμε τελάλη»;
«Κι αν το μάθει»;
«Πώς να το μάθει ρε χαζή. Έλα… Ξέρεις τι ωραία που είναι; Ή το κρατάς για τον σύζυγο»;
«Ε, όχι.. Δηλαδή… Εγώ, ρε συ; Ο πατέρας μου»…
«Στο ξαναλέω: Δε θα μάθει το παραμικρό»!
«Κι ο ξάδελφος»;
«Ο ξάδελφος… Όταν πηγαίνουμε στην καφετέρια, στο Σέιχ Σου και χάνεται στα δενδράκια με την αδελφή μου, τι νομίζεις ότι κάνουν»;
«Κι εσύ; Δε λες τίποτα εσύ; Αδελφή σου είναι»…
«Αδελφή μου είναι ρε Μαίρη, αλλά δεν τη σκοτώνει κι όλας… Ίσα-ίσα… Νομίζω ότι της αρέσει»…
Κι εκεί έβαλαν τα γέλια. Κι έπεσαν τα τείχη, άνοιξαν οι κερκόπορτες κι εισέβαλε ο μόρτης.
Μόνον που τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζαν.
«Τραβήχτηκες»;
«Τραβήχτηκα ρε Μαίρη. Για χαζό με έχεις»;
Για χαζό, όχι. Για ανεύθυνο, όμως, τον είχε η Μαιρούλα. Κι όταν πέρασε πάνω από ένας μήνας κι ήταν απόλυτα υγιής, τη ζώσανε τα μαύρα φίδια. Να το πει στη μάνα της, ούτε κουβέντα. Κι έτσι κι εκείνη, το είπε στην Πελαγία.
Έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της, η Πελαγία. Δε ζούσανε και στο ’50, που ήταν έγκλημα τεράστιο να χάσει μια κοπέλα την παρθενιά της, αλλά ένα μπάσταρδο στην οικογένεια, ήταν πρόβλημα τεράστιο. Γιατί ο νέος, ο ωραίος και ψηλός, εξαφανίστηκε μόλις του είπε η Μαίρη πως είχε καθυστέρηση. Σεπτέμβριος ήτανε, ανοίγανε τα σχολεία και τα πανεπιστήμια κι ο φίλος είχε περάσει στην Αθήνα, στην Πάντειο. Κάτι περίεργα της μουρμούρισε «να πάρω το πτυχίο μου», «μα καλά, εσύ δεν πρόσεχες» και κάτι τέτοια. Κι έπειτα, εξαφανίστηκε.

Άδικα τον έπαιρνε στο τηλέφωνο η Μαίρη. Μόνον η αδελφή του απαντούσε, που ήξερε την υπόθεση και ντρεπότανε. Δεν ήξερε τι να της πει.
«Θέλεις να ΄ρθεις, να συναντήσεις τον πατέρα μου»;
Αλλά η Μαίρη ήταν πολύ περήφανη:
«Δε χρειάζεται. Πες του χαιρετίσματα και θα τον βρω, εγώ, το δρόμο μου».
Και τον βρήκε. Μάζεψε όσο θάρρος είχε και κατέφυγε στην Πελαγία. Που, μετά την πρώτη σαστιμάρα, κατέστρωσε σχέδιο μεγαλοφυές: Έβαλε τη Μαίρη να… αρρωστήσει. Και, μπροστά στην υγεία της κόρης του, ο Γιάννης συναίνεσε. Και, όταν του πρότεινε να στείλει τη Μαιρούλα στην Αθήνα, στην αδελφή τους, για να διορθωθεί η κατάσταση σ έναν γνωστό τους γιατρό, είπε το «ναι» αμέσως.
Εκείνη τη μέρα, που τους είδε και τους τρεις η Μόρφω, ήταν που πήγαιναν στο Γιάννη, «να τα συζητήσουν».
Τα νέα, όμως, είχαν κυκλοφορήσει. Η γειτονιά, το ΄χε τούμπανο κι η Πελαγία κρυφό καμάρι. Κι είχαν κυκλοφορήσει από τη Μόρφω, φυσικά, που είχε στήσει αυτί και είχε ακούσει όλη την εξομολόγηση της Μαιρούλας. Κι έπειτα, πήρε τους δρόμους, να μεταδώσει το νέο με ταχύτητα ασύρματου.
Είδε τους τρεις και βγήκε να τους χαιρετήσει:
«Βόλτα κυρ Θανάση; Βόλτα, οικογενειακώς»;
«Βόλτα κυρία Μόρφω μου. Βόλτα. Και μπες μέσα και μη ρωτήσεις τίποτα άλλο μωρή κουτσομπόλα, γιατί σου ΄χω πολλά μαζεμένα. Που θα πιάσεις εσύ την ανιψιά μου στο στόμα σου»!
Έβαλε τα κλάματα η Μόρφω κι έτρεξε μέσα στο σπίτι. Βρήκε το Δημητρό της και είπε το παράπονό της. Κι ο Δημητρός περίμενε τον Θανάση, το φίλο του, να γυρίσει από την επίσκεψη, συν γυναιξί και τέκνοις, «να τα πούνε ένα χεράκι».
Κι όταν γύρισε ο Θανάσης, στήθηκε ο καβγάς.
«Είσαι πολύ μικρός, ρε ,για να πεις τη γυναίκα μου κουτσομπόλα».
«Εγώ, ρε, είμαι μικρός, ή αυτή που στήνει το αυτί της, σα ραντάρ κι ό,τι πιάσει το λέει δεξιά κι αριστερά, σαν το Ρόιτερ»;
«Θανάση, μην το συνεχίζεις, θα σκοτωθούμε»!
«Βρομίσανε τα αίματα, ρε Δημητρό! Πάρε έναν κουβά και μια μάπα, ε, μάπα, να τα μαζέψεις».
«Ποιον είπες μάπα, ρε»;
«Εσένα, ρε. Που σε έχει βάλει στο βρακί της και σε κάνει ό,τι θέλει».
«Εμένα έβαλε στο βρακί της; Εσένα, δηλαδή, πού σε έχει; Α, ξέχασα. Εσένα σου ΄χει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι»!
«Εμένα, ρε; Εγώ σούζα την έχω. Σήκω-σήκω και κάτσε-κάτσε»!
«Γιατί; Μήπως εμένα τολμάει να μου πει κουβέντα; Ό,τι θέλω την κάνω».
«Σιγά ρε άντρα! Αυτό το μαλακό που πατάω, η πούτσα σου είναι»;
«Δηλαδή δε με πιστεύεις; Ή, μήπως εσύ είσαι καλύτερος»;
«Είμαι και φαίνομαι»!
«Αν είσαι, πες τώρα την κυρα-Πελαγία, να φέρει ένα τάβλι και δυο ούζα με μεζέ»!
«Τώρα θα δεις»!
Αλλά με το που τόλμησε ο Θανάσης να ζητήσει από την Πελαγία… ούζο και μεζέ, δέχτηκε το τάβλι. Στο κεφάλι. Κι έβαλε τα γέλια ο Δημητρός.
«Έλα ρε άντρα βαρβάτε! Μην την καταπιέζεις, τόσο, τη γυναικούλα, γιατί θα σου πετάξει και τίποτα πιο βαρύ».
«Εγώ, ρε, τόλμησα. Εσύ τολμάς»;
«Εγώ; Τώρα θα δεις»!
Και είδε κι ο Θανάσης. Ο Δημητρός δεν πρόλαβε να δει, από πού του ΄ρθε. Έβγαλε την παντόφλα της η Μόρφω και του την πέταξε με τέτοια δύναμη λες κι ήταν ο Λουκάς Λουκά! Και βρέθηκαν στη μέση, οι δυο φίλοι, να ακούν τα χίλια μύρια, από την Πελαγία και τη Μόρφω. Και γελούσε η γειτονιά. Και γελούσε και η Μόρφω, που τα θυμήθηκε.
«Σε καλό μου»…

Συνεχίζεται

16 σχόλια:

An-Lu είπε...

Καλά...απίθανη είιναι η αφήγησή σου!

Ανώνυμος είπε...

Έγινε εξάρτηση κι αυτό το μπλογκ σου, όπως ο καφές! :)
Ξανακοίταξε το κείμενο. Πρέπει να λείπει μια σειρά εκεί που "Δε ζούσανε και στο ’50, που ήταν έγκλημα τεράστιο να χάσει μια κοπέλα την παρθενιά της, αλλά ένα μπάσταρδο στην" μένει ατέλειωτη η πρόταση. ;)

Τάκι Διαστηματάκι είπε...

@ an-lu
Ευχαριστώ!

@ renata
Ναι, έλειπε μια ολόκληρη παράγραφος! Ο δαίμονας του πέιστ εντ κόπι χτύπησε και τον ... καφέ! Πρόσθεσα σήμερα, με μεγαλύτερα στοιχεία, για ευνόητους λόγους. Ευχαριστώ.

Кроткая είπε...

"Και γελούσε και η Πελαγία που τα θυμήθηκε."

η Μόρφω τα θυμήθηκε, η Πελαγία είναι πεθαμένη ντε!

αχ, χωρίς εμένα τι θα 'κανες!

έλλειψα 3 μέρες κι ανέβασες 2 συνέχειες! έτσι μπράβο, εργασία και χαρά!!!

november είπε...

@diastimata: Δε μου λες, στο τέλος η Μόρφω με το Θανάση θα τα φτιάξουνε; ΧΑΧΑΧΑχαχΧΑαχΑΧΑΧΑΧχΑΧαχα....

@krot: Ύστερα, σκέψου. Αν του απαγορεύσω να μπαίνει στο δικό μου, πως θα μπαίνω εγώ στο δικό του, να αφήνω τα καυστικά σχολιάκια μου;

;-Ρ

diastimata είπε...

@ Krotkaya
Έλα ρε μάνατζερ! Πού είσαι; Έχεις δίκιο. Έχουν πέσει μεγάλα ζόρια τελευταία και μου ξεφεύγουν διάφορα. Εδώ έχασα ολόλκληρη παράγραφο!

@november
Μη μου βάζεις ιδέες!

Кроткая είπε...

δεν το διόρθωσες όμως!
έλα, έλα, λίγο σβέλτα, γιατί έχω κι άλλες προτάσεις, οκ?

Δημητηριώδη Νοέμβριε, ορθώς. Αλλά αν σου απαγορεύεσει την είσοδο, εσύ μπορείς κάλλιστα να μην τηρήσεις την απαγόρευση.

άλλωστε το σχόλιό σου ήταν εντελώς εύστοχο!

Τάκι Διαστηματάκι είπε...

@ krotkaya
Ιέφτασεεεεε!!!!!!!!!

ΥΓ. Δεν απαγορεύω τίποτα. Απαγορεύονται οι απαγορεύσεις.

iris είπε...

δεν το κρύβω πως όταν άρχισες να γράφεις αυτή την ιστορία αναρωτήθηκα αν θα σου ταίριαζες να γράψεις κάτι με κοινωνικό χαρακτήρα, συνηθισμένη / εθισμένη στα πτώματα όπως ήμουνα. Ευτυχώς όμως έκανα λάθος !

Οι σκέψεις του καφέ είναι ΚΑΤΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ απο τα πτώματα !! Και εις ανώτερα.

Κανα καλό εκδότη ξέρει κανείς; Κρίμα τέτοιο ταλέντο να πάει χαμένο.

Кроткая είπε...

και ξανασυμφωνώ με την Ίριδα.
και θα τον εκδώσουμε τον Τάκι μας, αλοίμονο! χωρίς έκδοση θα τον αφήσουμε;;

iris είπε...

τελικά τα μεγάλα πνεύματα όχι μόνο συναντούνται αλλά και συμφωνούν :)

Κι εσύ πρέπει να τα ακούς, αν θες να πας μπροστά :) :)

november είπε...

Να τον εκδώσετε, να δούμε πόσα θα πιάσει, κι αν είναι καλά, να τον βγάλουμε στην πιάτσα να τον εκδίδουμε τακτικά.

(παρατηρείτε όλοι ότι μπαίνω στο παιχνίδι, κατόπιν αξιολόγησης του "προϊόντος" από την πελατεία)

Άντε, και εκδιδόμενος!

Τάκι Διαστηματάκι είπε...

Εκδοτική συνωμοσία εξυφαίνεται, από τρεις γυναίκες (τρεις χάριτες)! Μ αρέσει!

Τάκι Διαστηματάκι είπε...

@ iris
Και μου έρχεται πιο εύκολα, σε διαβεβαιώνω.

iris είπε...

συνωμοσία το λες αυτό; Δεν έχεις δει ακόμη τίποτα ! Πού είσαι που θα αρχίσουν οι μυστικές συνομιλίες και οι πλεκτάνες, και τα σχέδια κτλ κτλ.

diastimata είπε...

:-D