Μέτριο με ολίγη τον έπινε τον καφέ της η Μόρφω. Παλιά έβαζε δυο κουταλιές ζάχαρη και μπόλικο καφέ. Και πρόσεχε να ΄χει καϊμάκι. Καϊμακλίδικο τον έπινε και η ίδια και ο Δημητρός. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και, λίγο η πίεση, λίγο το ζάχαρο, αναγκάστηκε να τον νερώσει τον καφέ της και να βάζει λίγη ζαχαρίτσα «στη μύτη του κουταλιού», όπως έλεγε και στις γειτόνισσες, όταν πήγαινε βεγγέρα.
Κι όσο ανακάτευε το «νερομπούλι» της, θυμόταν το Δημητρό της. Γιατί και στον καφέ, ακόμη, έβρισκαν τρόπο να μαλώνουν –κι ας αγαπιόντουσαν.
«Τι τον πίνεις αμέσως; Δεν μπορείς να τον κατεβάσεις, σιγά – σιγά, σαν άνθρωπος»;
«Εμένα έτσι μ΄ αρέσει Μορφούλα μου»…
«Σαν τη νεροφίδα! Τον ρούφηξες μονοκοπανιά κι άντε… Έτοιμος να καβαλήσεις το κατώφλι, να πάρεις τις ρούγες»!
«Μα μ΄ αρέσει να ΄ναι ζεστός»…
«Κι αν καείς; Θα τρέχω να φέρνω ντομάτες και γιαούρτια, να σου φύγει η κάψα. Ξέχασες προχθές»;
«Δεν παθαίνω τίποτα σου λέω… Το στόμα μου είναι γανωμένο εμένα»…
«Το στόμα σου είναι γανωμένο, ή το μυαλό σου; Αλλά ξέρω τι θες. Να φύγεις θες. Να πα να βρεις το φύλο σου, τον κυρ-Θανάση, να το ρίξετε στο τάβλι. Τσάκα τσούκα, τσάκα τσούκα, να πάρετε πάλι το κεφάλι όλης της γειτονιάς. Και να ΄χω, εγώ, μετά να ακούω τα παράπονα»…
«Τι σ έπιασε τώρα»…
«Τι μ΄ έπιασε… Τι μ΄ έπιασε… Τίποτα δε μ΄ έπιασε. Μόνο που με τσαντίζεις, γιατί ποτέ δεν κάθεσαι να μιλήσουμε».
Κι έτσι, ο Δημητρός, καθόταν καμιάν ώρα, δίπλα της, να τη βλέπει να πίνει το καφεδάκι της (αφού το δικό του το είχε καταπιεί με δυο ρουφηξιές) και –το κυριότερο- την άκουγε. Ή έκανε ότι την άκουγε. Και, που και που, κουνούσε το κεφάλι του, ή μουρμούριζε κάνα «ναι», κάνα «βέβαια», έριχνε και κάνα μουγκρητό και νόμιζε η Μόρφω ότι την άκουγε, την παρακολουθούσε. Όμως του Δημητρού το μυαλό ταξίδευε. Παντού πήγαινε. Πότε στην Κωνσταντινούπολη, γιατί Κωνσταντινοπουλίτης ήτανε στην καταγωγή, πότε στο πρώτο γήπεδο του ΠΑΟΚ, στο Συντριβάνι, να παρακολουθεί με τη φαντασία του αγώνες, πότε στην Τούμπα, που βοήθησε κι αυτός να χτιστεί, βάζοντας τις πλάτες του και κουβαλώντας το πηλοφόρι στις ξύλινες σκαλωσιές.
Ήταν τότε που όλοι οι ΠΑΟΚτσήδες, με το που τελείωναν τη δουλειά τους, πήγαιναν στο σπίτι τους, τρώγανε μια μπουκιά ψωμί κι έπειτα τρέχανε στην Αγια-Βαρβάρα, να βοηθήσουν στο κτίσιμο του γηπέδου. Το ΄κανε και ΄κείνος –κι ας μουρμούριζε η Μόρφω:
«Σκοτωμένος ήρθες και δε λες να φαρμακώσεις μια μπουκιά και να πέσεις να ξεραθείς… Θες μεσημεριάτικα να τρέχεις στα γήπεδα, να σκαρφαλώνεις στις σκαλωσιές. Κι αντί να σε πληρώνουν, τους πληρώνεις κι από πάνω»…
«Την ομάδα βοηθάω ρε συ Μορφούλα μου»…
«Να βοηθήσεις το σπίτι σου! Κι άσε την ομάδα και το καλό της».
Λίγο έλειψε να της χυθεί ο καφές.
«Αμάν! Για πότε φούσκωσε»…
Φούσκωσε ο καφές και την επανέφερε στο σήμερα. Γέμισε το φλιτζάνι της και βγήκε στο μπαλκόνι, να τον πιει μπαλκονάτα, τετ α τετ με το γείτονα. Μόνον που ο κυρ-Θανάσης είχε μπει για λίγο μέσα στο σπίτι. Κι ήταν άδειο το μπαλκόνι, αφημένο το ποτήρι και το φλυτζάνι στο τραπεζάκι.
Άφησε κι εκείνη το δικό της τον καφέ. Δεν τον έπινε ζεστό. Κι ας μην είχε το Δημητρό της, πια, να του μιλάει, για να περνάει η ώρα. Είχε τις θύμησές της. Και θυμήθηκε τότε, που την πήγε για πρώτη φορά στο γήπεδο. Που την έβαλε να καθίσει στη μαξιλάρα, να μη λερωθεί απ τα τσιμέντα της Τούμπας. Και πως έγειρε, εκείνη, πάνω του, γιατί είχε ένα αεράκι και έκανε, τάχα μου, πως κρύωνε. Και πως τη χτύπησε με τον ώμο του, ο αναθεματισμένος, όταν πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να φωνάζει με όλους τους άλλους:
«Γκόόόόλ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ»!
«Κάτσε κάτω καλέ! Πώ πω! Ρεζίλι γινήκαμε! Κάτσε κάτω, που φωνάζεις σαν τις τσακαλοπαρέες των πιτσιρικάδων»!
Και δώσ’ του να τον τραβάει πότε από το μανίκι και πότε από το μπατζάκι. Αλλά ο Δημητρός, πού να καθίσει. Πηδούσε, χειροκροτούσε, ούρλιαζε! Ένας είχε γίνει με όλους τους άλλους. Ένα τέταρτο χρειάστηκε να περάσει, για να καθίσουν ξανά στους απαυτούς τους!
Ο ήχος από το τηλέφωνο την ξανάφερε στο σήμερα. Πήγε να σηκωθεί, αλλά κατάλαβε ότι δεν ήταν το δικό της. Ακουγόταν πολύ στο βάθος. Πρέπει να ήταν του κυρ-Θανάση, γιατί ήταν οι πόρτες ανοιχτές και ακούγονταν όλα, έτσι απέναντι που έμεναν.
«Ναι; Ποιος; Έλα παιδί μου, έλα παλικάρι μου… Καλά, καλά… Εσύ; Τα παιδιά; Η Νίτσα μας; Μπράβο, μπράβο… Πότε να σας περιμένω»;
Σιγή. Έστησε αυτί η Μόρφω, αλλά τη φωνή του κυρ-Θανάση δεν την ξανάκουσε.
«Πρέπει να μιλάει σιγά»…
Σιγά μιλούσε ο Θανάσης. Ένα «καλά», είπε όλο κι όλο. Έκλεισε το τηλέφωνο, περπάτησε ως το ντιβανάκι της κουζίνας και κάθισε εκεί. Κρέμασε τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια, έγειρε το κεφάλι μπροστά και του ΄φυγαν δυο δάκρυα.
Κι όσο ανακάτευε το «νερομπούλι» της, θυμόταν το Δημητρό της. Γιατί και στον καφέ, ακόμη, έβρισκαν τρόπο να μαλώνουν –κι ας αγαπιόντουσαν.
«Τι τον πίνεις αμέσως; Δεν μπορείς να τον κατεβάσεις, σιγά – σιγά, σαν άνθρωπος»;
«Εμένα έτσι μ΄ αρέσει Μορφούλα μου»…
«Σαν τη νεροφίδα! Τον ρούφηξες μονοκοπανιά κι άντε… Έτοιμος να καβαλήσεις το κατώφλι, να πάρεις τις ρούγες»!
«Μα μ΄ αρέσει να ΄ναι ζεστός»…
«Κι αν καείς; Θα τρέχω να φέρνω ντομάτες και γιαούρτια, να σου φύγει η κάψα. Ξέχασες προχθές»;
«Δεν παθαίνω τίποτα σου λέω… Το στόμα μου είναι γανωμένο εμένα»…
«Το στόμα σου είναι γανωμένο, ή το μυαλό σου; Αλλά ξέρω τι θες. Να φύγεις θες. Να πα να βρεις το φύλο σου, τον κυρ-Θανάση, να το ρίξετε στο τάβλι. Τσάκα τσούκα, τσάκα τσούκα, να πάρετε πάλι το κεφάλι όλης της γειτονιάς. Και να ΄χω, εγώ, μετά να ακούω τα παράπονα»…
«Τι σ έπιασε τώρα»…
«Τι μ΄ έπιασε… Τι μ΄ έπιασε… Τίποτα δε μ΄ έπιασε. Μόνο που με τσαντίζεις, γιατί ποτέ δεν κάθεσαι να μιλήσουμε».
Κι έτσι, ο Δημητρός, καθόταν καμιάν ώρα, δίπλα της, να τη βλέπει να πίνει το καφεδάκι της (αφού το δικό του το είχε καταπιεί με δυο ρουφηξιές) και –το κυριότερο- την άκουγε. Ή έκανε ότι την άκουγε. Και, που και που, κουνούσε το κεφάλι του, ή μουρμούριζε κάνα «ναι», κάνα «βέβαια», έριχνε και κάνα μουγκρητό και νόμιζε η Μόρφω ότι την άκουγε, την παρακολουθούσε. Όμως του Δημητρού το μυαλό ταξίδευε. Παντού πήγαινε. Πότε στην Κωνσταντινούπολη, γιατί Κωνσταντινοπουλίτης ήτανε στην καταγωγή, πότε στο πρώτο γήπεδο του ΠΑΟΚ, στο Συντριβάνι, να παρακολουθεί με τη φαντασία του αγώνες, πότε στην Τούμπα, που βοήθησε κι αυτός να χτιστεί, βάζοντας τις πλάτες του και κουβαλώντας το πηλοφόρι στις ξύλινες σκαλωσιές.
Ήταν τότε που όλοι οι ΠΑΟΚτσήδες, με το που τελείωναν τη δουλειά τους, πήγαιναν στο σπίτι τους, τρώγανε μια μπουκιά ψωμί κι έπειτα τρέχανε στην Αγια-Βαρβάρα, να βοηθήσουν στο κτίσιμο του γηπέδου. Το ΄κανε και ΄κείνος –κι ας μουρμούριζε η Μόρφω:
«Σκοτωμένος ήρθες και δε λες να φαρμακώσεις μια μπουκιά και να πέσεις να ξεραθείς… Θες μεσημεριάτικα να τρέχεις στα γήπεδα, να σκαρφαλώνεις στις σκαλωσιές. Κι αντί να σε πληρώνουν, τους πληρώνεις κι από πάνω»…
«Την ομάδα βοηθάω ρε συ Μορφούλα μου»…
«Να βοηθήσεις το σπίτι σου! Κι άσε την ομάδα και το καλό της».
Λίγο έλειψε να της χυθεί ο καφές.
«Αμάν! Για πότε φούσκωσε»…
Φούσκωσε ο καφές και την επανέφερε στο σήμερα. Γέμισε το φλιτζάνι της και βγήκε στο μπαλκόνι, να τον πιει μπαλκονάτα, τετ α τετ με το γείτονα. Μόνον που ο κυρ-Θανάσης είχε μπει για λίγο μέσα στο σπίτι. Κι ήταν άδειο το μπαλκόνι, αφημένο το ποτήρι και το φλυτζάνι στο τραπεζάκι.
Άφησε κι εκείνη το δικό της τον καφέ. Δεν τον έπινε ζεστό. Κι ας μην είχε το Δημητρό της, πια, να του μιλάει, για να περνάει η ώρα. Είχε τις θύμησές της. Και θυμήθηκε τότε, που την πήγε για πρώτη φορά στο γήπεδο. Που την έβαλε να καθίσει στη μαξιλάρα, να μη λερωθεί απ τα τσιμέντα της Τούμπας. Και πως έγειρε, εκείνη, πάνω του, γιατί είχε ένα αεράκι και έκανε, τάχα μου, πως κρύωνε. Και πως τη χτύπησε με τον ώμο του, ο αναθεματισμένος, όταν πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να φωνάζει με όλους τους άλλους:
«Γκόόόόλ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ»!
«Κάτσε κάτω καλέ! Πώ πω! Ρεζίλι γινήκαμε! Κάτσε κάτω, που φωνάζεις σαν τις τσακαλοπαρέες των πιτσιρικάδων»!
Και δώσ’ του να τον τραβάει πότε από το μανίκι και πότε από το μπατζάκι. Αλλά ο Δημητρός, πού να καθίσει. Πηδούσε, χειροκροτούσε, ούρλιαζε! Ένας είχε γίνει με όλους τους άλλους. Ένα τέταρτο χρειάστηκε να περάσει, για να καθίσουν ξανά στους απαυτούς τους!
Ο ήχος από το τηλέφωνο την ξανάφερε στο σήμερα. Πήγε να σηκωθεί, αλλά κατάλαβε ότι δεν ήταν το δικό της. Ακουγόταν πολύ στο βάθος. Πρέπει να ήταν του κυρ-Θανάση, γιατί ήταν οι πόρτες ανοιχτές και ακούγονταν όλα, έτσι απέναντι που έμεναν.
«Ναι; Ποιος; Έλα παιδί μου, έλα παλικάρι μου… Καλά, καλά… Εσύ; Τα παιδιά; Η Νίτσα μας; Μπράβο, μπράβο… Πότε να σας περιμένω»;
Σιγή. Έστησε αυτί η Μόρφω, αλλά τη φωνή του κυρ-Θανάση δεν την ξανάκουσε.
«Πρέπει να μιλάει σιγά»…
Σιγά μιλούσε ο Θανάσης. Ένα «καλά», είπε όλο κι όλο. Έκλεισε το τηλέφωνο, περπάτησε ως το ντιβανάκι της κουζίνας και κάθισε εκεί. Κρέμασε τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια, έγειρε το κεφάλι μπροστά και του ΄φυγαν δυο δάκρυα.
Συνεχίζεται
Στις φωτογραφίες
1. Κωνσταντινούπολη
2. Ποδοσφαιρικός Αγώνας Μεταξύ Ποδοσφαιριστών ΠΑΟΚ - Καλαθοσφαιριστών Θεσσαλονίκης. Διακρίνονται από αριστερά όρθιοι οι: Μπούσιος Ι., Κωνσταντάρας Α., Οικονόμου Γ., Μούμογλου Α., ΤζανανδρέαςΑ., Πεταλίδης Α., Στεφανίδης Μ., Γραβάνης, Μιτσακάκης Γ. Κάτω σειρά: Λιβαδάς Ε., Αγγελίδης Ο., Φουρουντζόπουλος Δ., Γκολέμας Ν., Τσίντογλου Ν. Φωτογραφία από το αρχείο του Χάρη Παπαγεωργίου.
3. Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο του ΠΑΟΚ (1926)4. Αγιασμός στην φρεσκοχτισμένη Τούμπα
15 σχόλια:
αν εκδοθεί θέλω να το προλογίσω...
υγ και αν έχει εκδοθεί να διαβάσω αποσπάσματα
υγ και φυσικά αν γυριστεί σήριαλ, να πρωταγωνιστήσω
υγ και πάει λέγοντας....
Να τος και ο (Μ)παοκ! :) Όμορφααα! ;)
Το χεις βάλει σκοπό να μας καθηλώσεις και να μας συγκινήσεις!
εξαιρετικό είναι. όσο πάει και καλύτερο!
εγώ πάντως σε εικόνες το τοποθετώ στον Πειραιά, δεν σε πειράζει ε?
@ tsaperdona
Μεγάλη μου τιμή (στα υγ σου)! Αλλά για πρωταγωνίστρια; Η Μόρφω είναι στα 80, ο κυρ-Θανάσης το ίδιο (και δεν θα σου πήγαινε κι ο ρόλος) και αυτά που θυμούνται έγιναν στα 40 τους! Είστε τόσο τσαπερδόνα; Εγώ σας κάνω δε σας κάνω για 20!
@ renata
Εμ, αγάπες είναι αυτές. Πάθη.
@ sofi-k
Και πού να δεις μια σαπουνόπερα που είχα αρχίσει κάποτε...
;-)
@ krotkaya
Λιμάνι το ένα, λιμάνι και το άλλο. Μεγάλη ομάδα το ένα μεγάλη (;) το άλλο. Αν και θα πίκραινα τους φίλους μου τους ΠΑΟΚτσήδες, μπορώ να επιχειρηματολογώ επί ώρες για ποιον λόγο οι δυο ομάδες έχουν πολλά κοινά (όπως και οι πόλεις). Απλά, οι ομάδες (κι όχι οι πόλεις) έχουν και μεγάλες διαφορές. Όσο για τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, ζουν και οι δυο για να εξυπηρετείται η Αθήνα. "Φτωχομάνα" η Θεσσαλονίκη, ο τόπος της "φτωχολογιάς" ο Πειραιάς. Πρόσφυγες στη μία, απόκληροι στην άλλη. Βίοι παράλληλοι. Παρόμοιοι, αλλά που δεν συνέπεσαν ποτέ. Χαρακτηριστικό ότι ο Ρασούλης τραγούδησε για τις γειτονιές του Πειραιά ("Στου Ρέντη έπιασε βροχή και στον Περαία βρέχει") και ζει στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης!
(Ας το κλείσω εδώ, γιατί θα γράφω για ώρες)
αμάν πια εσείς οι θεσσαλονικείς!
θες να σου πω πόσες προσφυγογειτονιές έχει η Αθήνα; Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφια, Νέα Χαλκηδόνα, Νέα Σμύρνη και δεν συμμαζεύεται.
Και πόσες φτωχογειτονιές; Περισσός, Πευκάκια, Πατήσια, Αχαρνών...
Και αμάν πια που όλοι υπάρχουν για να εξυπηρετούν την Αθηνα. Ας μην μαζευόταν η μισή Ελλάδα στην ΑΘήνα πια!Καλώς ή κακώς, η Αθήνα έχει 5 εκατ. κατοίκους και η Θεσσαλονίκη 1. Και πλέον ο Πειραιάς είναι σαν προέκταση της ΑΘήνας!
Και μη μου βρίζεις την πόλη μου, γιατί θα σε παρατήσω και δεν θα είμαι πια μάνατζερ!
Και όσο για τις ομάδες, μπλιαχ και για τις δύο!
@ krotkaya
Επειδή το πάμε... σοβαρά (που λέει ο λόγος)!
1. Προσφυγογειτονιές πολλές. Και φτωοχογειτονιές. Η Αθήνα είναι η πόλη των μεγάλων αντιθέσεων. Ίσως να είναι και η μοναδική πόλη στην Ελλάδα (με την έννοια των πόλεων). Σίγουρα είναι η μόνη πόλη που μπορείς να χαθείς -αν το θες.
2. Το ότι μια πολιτική δεκαετιών ανάγκασε τους επαρχιώτες να μαζευτούν στην Αθήνα, δε σημαίνει ότι πρέπει να μετατραπεί σε αδηφάγο κέντρο. Έχει και η υπόλοιπη Ελλάδα τις ανάγκες της. Σκέψου μια Ελλάδα χωρίς την ενέργεια της Πτολεμαϊδας, τα τσιμέντα του Βόλου, τους... φραπέδες της Θεσσαλονίκης, τα πεπόνια του Άργους, τα στραγάλια Κομοτηνής, τις καριόκες Ξάνθης, τους κουραμπιέδες Καρβάλης, τα λουκούμια της Σύρου, τα οπωροκηπευτικά της Κρήτης, το χαρτί της Δράμας, το τυρί του Μετσόβου, τα φασόλια της Φλώρινας, τις πιπεριές Φλωρίνης (που παράγονται στη... Θράκη), το τουλουμοτύρι Μυτιλήνης, το κρασί Μπαμπατζίμ, τους χιονοδρόμους του Σελίου και του Φαλακρού (καμία σχέση με την τηλεκουλτούρα της Αράχωβας), τα τσιπουράδικα του Βόλου, τα αρχοντικά του Πηλίου, τη λίμνη της Καστοριάς (μπορώ να το πάω ως το βράδυ) κ.λπ, κ.λπ.
Τέλος πάντων, για να σοβαρευτούμε λίγο, η επαρχία παράγει, για να ζει η Αθήνα, η οποία, πλέον, δεν έχει τη δυνατότητα να παράγει τίποτα άλλο εκτός από υπηρεσίες για τον πολίτη. Κι αυτό ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ. Αρκεί να δίνει πίσω κάτι.
Έχει και ο Θεσσαλονικιός δικαίωμα να πάει στη δουλειά του με κάποιο άλλο μέσον, εκτός από το αυτοκίνητό του ή το ταξί (αν δε θέλει να μπει σε λεωφορείο μαζί με άλλους 500). Με άλλα λόγια, είναι θέμα υποδομών. Ναι, να παίρνει η πρωτεύουσα. Να δώσει, όμως, τη δυνατότητα να αναπτύξει υποδομές και η υπόλοιπη Ελλάδα.
Όσο για το θέμα των ομάδων, είναι, δυστυχώς, χαρακτηριστικό. Ο Ολυμπιακός ήταν στο χείλος του γκρεμού. Μετά την υπόθεση Κοσκωτά, η ομάδα χρωστούσε στο ελληνικό δημόσιο περί τα 10 δισ (υπήρχαν ακόμη οι δραχμές). Αντί να διαλυθεί ως εταιρία, ή -έστω- να μπει σε μια ρύθμιση, να πληρώνει, δηλαδή, το χρέος με δόσεις, το χρέος... χαρίστηκε! Και μαζί χαρίστηκε και η ομάδα στον κ. Κόκαλη!
Ισονομία ζητούν, λοιπόν, οι ΠΑΟΚτσήδες.
Και δε βρίζω την πόλη σου! Τη γουστάρω και -κάποτε- ζούσα κι εγώ εκεί (Χαλανδρίου 45, στη Νέα Ιωνία).
@ krotkaya
3. Και μη διανοηθείς να παρατήσεις το μανατζάρισμα! Εδώ συμφωνήσαμε να σου κάνω αύξηση!
;-Ρ
1. Για τα περί πόλεων συμφωνώ απόλυτα με το Θεσσαλονικέα.
2. ΜΠΑΟΚ ΡΕ !!
3. Άστο καλό σου, με έκανες να δακρύσω βρε !
Αυτό που διάβασα, είναι ενήλικη πεζογραφία. Αγωνία για το παρακάτω, ωραίοι χαρακτήρες με αγάπη σκιαγραφημένοι, που προκαλούν τη διέγερση των πιο όμορφων ανθρώπινων πτυχών μας.
Είναι λογοτεχνία αυτό. Δε θα ρωτήσω δε θέλω να σε βάλω σ’ αυτό το κόπο.
Όσοι το διαβάζουμε ανυπομονούμε για τη συνέχεια. Όσοι δεν το διαβάζουν θα πρεπε να ναι τυχερότεροι να τ’ ανακαλύψουν.
Ανυπομονώντας Τάκη (;)
Θερμές καλησπέρες ο γιάννης
ΥΓ1 Έχεις είδη στρωθεί και μας το δίνεις κομμάτι κομμάτι;
Σ’ αυτή τη περίπτωση μας φέρεσαι σαδιστικά.
ΥΓ2 Υποθέτω πως θα διαβάσω με καθυστέρηση τη συνέχεια, γιατί αύριο ανεβαίνω στην ιδιαίτερη μου πατρίδα που βρίσκετε 45 χλμ. αριστερά από τη δική σου.
Όπως και να χει χάρηκα πολύ που σε γνώρισα.
δεν διαφωνώ σε τίποτα από όσα λες. έχει όμως παραγίνεια υτή η γκρίνια. αν οι θεσσαλονικείς νοιάζονταν για την πόλη τους το πρώτο που θα έκαναν θα ήταν να πάψουν να ψηφίζουν Ψωμιάδη και Παπαγεωργόπουλο.
Και ενοχλούμαι όταν η πόλη μου ταυτίζεται με την κεντρική κυβέρνηση την οποία ΚΑΙ οι Θεσσαλονικείς ψηφίζουν. Δεν φταίει η Αθήνα ως πόλη ή ως πρωτεύουσα. Φταίνε οι κυβερνήσεις.
Εμένα μου αρέσει η Θεσσαλονική πολύ και έχω περάσει πολύ καλά και επίσης οι μισοί φίλοι μου είναι Θεσσαλονικείς, Αλλά η γκρίνια τους είναι κουραστική και καταντάει γραφική μιζέρια πια.
Για τα ποδοσφαιρικά δνε έχω άποψη.
Αν θες να μην παρατήσω το μανατζάρισμα, θα αποκαταστήσεις την φήμη της πρωτευούσης και θα αποτάξεις τον τοπικισμό οσυ, χαχαχαχα!!!!
@ iris
Και πού είσαι ακόμη! Το επόμενο επεισόδιο να δεις!
@ γιάννη φιλιππίδη
Χαίρομαι που ακούω(διαβάζω) κάτι τέτοιο από ΄σένα.
@ Krotkaya
Γκριν γκριν!!
Απεταξάμην! Φου φου φου! Φτου φτου φτου!
Το φίλος με "ι" και όχι με "υ"!
25/11/2007 καμαρα θεσσαλονικη συλλαλητηριο ΠΑΟΚ 13.00
θα δειτε ποσο κοσμο θα εχει...
ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΑΣ
ΚΑΜΑΡΑ 25/11/2007 ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ ΠΑΟΚ ..........
ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΙ ΠΑΠΟΥΔΕΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΧΤΙΣΑΝΕ ΠΕΤΡΑ ΠΕΤΡΑ ΤΗΝ ΤΟΥΜΠΑ ΘΑ
ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΤΟΥΣ
............
Δημοσίευση σχολίου