«Ποιος να ΄ναι απογευματιάτικα»;
Καθώς αναρωτιόταν, σηκώθηκε με αργές κινήσεις και πήγε προς το τηλέφωνο.
Η αλήθεια είναι ότι το τηλέφωνό της δε χτυπούσε και τόσο συχνά, πια. Πού και που τη θυμόντουσαν κάποιες από τις φίλες της και καμία συγγένισσα. Ακόμη πιο σπάνια τη θυμόταν η ανιψιά της. Ο μόνος νέος άνθρωπος που μπαινόβγαινε, έστω στη χάση και τη φέξη, στο σπίτι της. Ήθελε ν ακούσει έναν άνθρωπο…
«Ναι…»
«Την κ. Ρουπεκιώτη»…
Η φωνή ήταν ανδρική, έδειχνε άνθρωπος μιας κάποια ηλικίας. Ρουπεκιώτη, όμως, δε λεγόταν, ούτε γνώριζε καμία…
«Δυστυχώς, κάνετε λάθος κύριέ μου»…
«Λάθος; Μα πως είναι δυνατόν… Έχετε το 2310919345»;
«Ναι, αλλά Ρουπεκιώτη δεν υπάρχει εδώ. Δεν υπήρχε ποτέ. Δυστυχώς»…
«Δεν μπορώ να καταλάβω… Μου έδωσε αυτό το τηλέφωνο η πρώην γυναίκα μου και… Συγνώμη! Σας ζαλίζω κι εσάς»…
«Δεν πειράζει… Δεν είναι λόγος»…
«Σας ανησύχησα»…
«Μπα, μόνη καθόμουν κι έπινα έναν καφέ»…
Ακολούθησε σιγή λίγων λεπτών. Εκείνος σίγουρα θα ήθελε να πιάσει την κουβέντα, φαινόταν –από τη φωνή- γύρω στην ηλικία της. Εκείνη, άλλο που δεν ήθελε, τόσα χρόνια, πια, μόνη. Όμως, τι να πουν; Δυο άνθρωποι της ηλικίας της, ξένοι, παντάξενοι, πώς να πιάσουν την κουβέντα; Εκείνη δεν είχε ιδέα από τέτοιες καταστάσεις. Αλλά κι εκείνος το ίδιο:
«Λοιπόν»…
«Λοιπόν»…
«Και πάλι σας ζητώ συγνώμην, κυρία…. Πώς σας είπαμε;»
«Μόρφω…»
«Μόρφω… Από το Ευμορφία»;
«Ναι»…
Είχε χρόνια να κάνει τέτοια κουβέντα, δεν ήξερε τι να πει, για να κρατήσει το ενδιαφέρον του. Αλλά και να μην κάνει σα τη χήρα στο κρεβάτι. Πήγε να μιλήσει, σταμάτησε, τελικά πήρε το θάρρος:
«Εσάς»;
«Γιάννη»!
Νέα διακοπή, ξανά σιγή. Τι να πουν άλλο; Μόνον ο καιρός έμενε θέμα συζήτησης δυο αγνώστων. Πήρε εκείνος την πρωτοβουλία:
«Λοιπόν, κυρία Ευμορφία, επιτρέψτε μου να σας λέω έτσι, ίσως να τα ξαναπούμε»…
«Ίσως»…
«Γειά σας, λοιπόν»…
«Γειά σας».
Έκλεισε το τηλέφωνο. Έστω κι αυτά τα τρία, τέσσερα λεπτά, κουβέντας με έναν άγνωστο, της είχαν δώσει ζωή. Γιάννης… Όπως ο ταξιτζής που την είχε πάει, τότε, στο αεροδρόμιο. Τότε που ξεπροβόδιζε την Πελαγία στο Παρίσι, κρυφά από τον Θανάση κι από το Δημητρό της.
Κουβέντα δεν είχαν ανταλλάξει στο ταξί. Τρία τέταρτα δρόμος (τόσο έκανες, τότε, να φθάσεις από την Τριανδρία στη Μίκρα), ολάκερο ταξίδι κι εκείνες, αμίλητες. Τα είχαν συνεννοηθεί από πριν, να πουν ότι αρρώστησε μια θεία μακρινή της Πελαγίας στην Καβάλα, κι ότι θα την πήγαινε η Μόρφω στα ΚΤΕΛ, να δει, με την ευκαιρία την αδελφή της, που έμενε στο Βαρδάρη. Γιατί τότε, μια γυναίκα μόνη, δεν τριγυρνούσε σ εκείνη την περιοχή. Η Μόρφω –υποτίθεται- θα έμενε στο σπίτι της αδελφής της και θα ΄παιρνε ταξί να επιστρέψει, να μην την πειράξει και κανείς στο δρόμο…
Όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο. Η Μόρφω κούνησε μαντίλι στην Πελαγία κι εκείνη, για πρώτη φορά στη ζωή της, μπήκε σε αεροπλάνο. Για να πάει να βρει το Σπυρέτο της.
Σκιάχτηκε όταν κατέβηκε στο αεροδρόμιο στο Παρίσι. Ήταν τεράστιο. Κι ενώ την ήξερε τη γλώσσα και διάβαζε άνετα τις πινακίδες, φοβήθηκε ότι θα χαθεί. Βάλθηκε να ψάχνει για κανέναν πολισμάνο, αλλά του κάκου. Διάβαζε τη μία πινακίδα πίσω από την άλλη, ώσπου ανάσανε: Ένα βέλος έδειχνε αριστερά και η λέξη ήταν… διεθνής: Ταξί!
Όταν της μίλησε ο ταξιτζής, τα ΄χασε. Τα γνώριζε τα γαλλικά, αλλά αυτά της φαινόταν αλαμπουρνέζικα! Τα είχε πει τόσο γρήγορα ο Χριστιανός…
Δεν έπρεπε να δείχνει σα χαμένη. Αδιαφόρησε για τα όσα της είπε ο ταξιτζής και πρόφερε με την καλύτερη προφορά της τη διεύθυνση του Σπύρου. Ο ταξιτζής χαμογέλασε, της είπε κάτι για την κίνηση και τότε, άρχισε να καταλαβαίνει! Λες και οι λέξεις έπεφταν από κάπου ψηλά μέσα στο κεφάλι της… Κι έτσι, συζήτησαν για λίγο, έως ότου μπουν, από τα περίχωρα, στην πόλη και βρουν την πολυκατοικία του μικρού…
Ήταν μια παλιά πολυκατοικία, χωρίς ασανσέρ. Στα κουδούνια της πόρτας δεν είχε ονόματα, αλλά αριθμούς διαμερισμάτων. Καθώς δεν ήξερε τον αριθμό του διαμερίσματος, άρχισε να ανεβαίνει, κρατώντας στο αριστερό της χέρι τον μικρό καφέ δερμάτινο σάκο της. Ευτυχώς, οι πόρτες είχαν κουδούνια με ονόματα. Στο δεύτερο όροφο, βρήκε το διαμέρισμα του Σπύρου. Πάτησε το κουδούνι.
Της άνοιξε μια κοπέλα, που φορούσε –ναι, εκείνο ήταν- το σιέλ πουλόβερ του Σπύρου της. Το γνώριζε εκείνο το πουλόβερ. Το είχε πλέξει με τα χέρια της. Και το είχε κάνει λίγο μεγάλο κι ο Σπύρος όλο την πείραζε. Και τώρα το φορούσε εκείνη η άγνωστη κοπέλα, που στεκόταν στην πόρτα, χωρίς να φορά τίποτε άλλο, με μια κούπα καφέ στα χέρια, σαν οικοδέσποινα, που την ξύπνησε κάποιος ενοχλητικός. Μάζεψε το θάρρος της, έσπρωξε στο βάθος τη ντροπή της και ρώτησε:
«Σπύρος ε λα»;
«Ουί, ιλ ε λα. Σπιγό»!
Η κοπέλα τσίριξε. Ο… Σπιγός μουρμούρισε κάτι γαλλικά κι ακούστηκαν τα βήματά του στο διάδρομο. Ήταν –κι αυτός- αγουροξυπνημένος. Την κοίταξε, πάγωσε, ψέλλισε:
«Μάνα»…;
«Ποια είναι η κοπέλα Σπύρο»;
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.
«Ποια είναι η κοπέλα Σπύρο; Δε θα με συστήσεις»;
Η φωνή του έσβηνε. Η Πελαγία, όμως, ήταν σα να τον άκουγε να φωνάζει:
«Η γυναίκα μου»…
Συνεχίζεται…