tag:blogger.com,1999:blog-30025864367190610932024-03-05T10:05:31.593+02:00Σκεψεις του καφεΜια ηθογραφικη ιστορια απο τον Τακι ΔιαστηματακιΤάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.comBlogger15125tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-9821186704481029402009-02-23T13:04:00.001+02:002009-02-23T13:04:28.008+02:00Best Picture<script type="text/javascript" src="http://widgets.clearspring.com/o/496e682876b273c0/49a282bb30b3f331/496e682876b273c0/42aea4f8/widget.js"></script>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-13633264269950996362007-12-16T23:51:00.000+02:002007-12-16T23:59:28.363+02:00Μέρος 14ο<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEik1atwbPeWX_wYjTFGXQ2xEDRd8l4fFOJVShxM1NAHHKjENJ2hmfpgSNane2AYLqaWFmUzOOSbXCCLM_37UI8p1fGROfMppqS2J0lmUkbD4YF5m-4EXAcXIxytz0aSoZ_6zxB2GmC1bGRL/s1600-h/shame.jpg"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEik1atwbPeWX_wYjTFGXQ2xEDRd8l4fFOJVShxM1NAHHKjENJ2hmfpgSNane2AYLqaWFmUzOOSbXCCLM_37UI8p1fGROfMppqS2J0lmUkbD4YF5m-4EXAcXIxytz0aSoZ_6zxB2GmC1bGRL/s320/shame.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5144692638147305106" border="0" /></a><br /><div style="text-align: justify;"><span style="font-size:100%;"><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Κούνησε, με τρεις κυκλικές κινήσεις, το φλιτζάνι του καφέ. Ανακάτεψε το κατακάθι με την τελευταία γουλιά. Το ρούφηξε, με θόρυβο. Κι έβγαλε έναν αναστεναγμό ηδονής. Ο καφές, άλλωστε, ήταν η τελευταία ηδονή που της είχε απομείνει…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Η Μόρφω κοίταξε απέναντι, στο μπαλκόνι. Ο Θανάσης πήγαινε πέρα-δώθε στο διαμέρισμα. Σα κάτι να έψαχνε. Έσφιξε τα μάτια, μήπως κι έβλεπε καλύτερα, αλλά πού… Είχε χάσει εδώ και χρόνια αυτήν την ικανότητα.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Κοίταξε τον ντελβέ και γύρισε, δεξιά-αριστερά, το φλυτζάνι. Έχυσε όσο κατακάθι μπορούσε στο πιατάκι κι αφού το γύρισε, το ακούμπησε σε μια χαρτοπετσέτα, στο τραπέζι, δίπλα της. </span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Μονολόγησε:</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Για να μην μείνει στεναχώρια»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Σαν τη στεναχώρια, όμως, που είχε ζήσει ο Θανάσης, όταν έμαθε τα καθέκαστα από την Πελαγία, δεν είχε ματαδεί… Σα σήμερα το θυμότανε…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Και γιατί δε μου είπες τίποτα»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />Ο Θανάσης καθόταν, με το παιδί στην αγκαλιά, στο ντιβάνι της κουζίνας. Λες και δεν ήθελε να αφήσει αυτό το αιφνιδίως αφιχθέν εγγόνι, μήπως και του το ΄παιρναν πάλι πίσω…<br />Η Πελαγία, με βρεγμένα τα μαλλιά, ήταν ξαπλωμένη, εκεί που την είχαν απιθώσει οι γείτονες. Κι η Μόρφω πηγαινοερχόταν στην κουζίνα, λες και με την κίνησή της θα τελείωναν οι δουλειές του σπιτιού, που η ξαφνιασμένη νοικοκυρά είχε παρατήσει στη μέση, λόγω της λιποθυμίας της. </span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />Η αλήθεια, βέβαια, ήταν ότι η Μόρφω δεν είχε καμία δουλειά εκεί. Προφασιζόταν, όμως, ολοένα κι από κάτι κι έμενε, τόσο για να συμπαρασταθεί στην –όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα- φιλενάδα της, αλλά και για να ακούσει και να μάθει. Γιατί το κουσούρι της δεν την εγκατέλειπε ποτέ. Κι αν είχε κρατήσει το στόμα της κλειστό από το ταξίδι της Πελαγίας στο Παρίσι ως τώρα, ήταν που φοβόταν τις αντιδράσεις του Θανάση, αλλά και του Δημητρού της, που σ αυτά ήταν κάθετος.</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«<br />Τι να σου πω, Χριστιανέ μου; Ότι πήγα στο Παρίσι; Ότι βρήκα το γιο μας σε μια τρώγλη; Ότι ήταν παντρεμένος; Ότι εκείνη περίμενε παιδί; Ότι η γυναίκα τον παράτησε κι έφυγε, απαγορεύοντάς του να δει το παιδί του; Τι από όλα αυτά να σου έλεγα και να μη σου ερχότανε ταμπλάς…»</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Τα πάντα… Όπως βλέπεις, μια χαρά είμαι εγώ. Σε άλλους ήρθε ο ταμπλάς και βρεθήκανε τα ανάσκελα»!</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Και πώς να μείνω στα πόδια μου, δηλαδή; Βρεθήκαμε με εγγόνι! Λίγο το ΄χεις»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Μωρέ, δεν το ΄χω λίγο… Σίγουρα δεν είναι λίγο. Αλλά με τις λιποθυμίες δε βγαίνει τίποτα. Άντε, να συνέλθεις λίγο-λίγο, να σηκωθείς στα πόδια σου, γιατί αυτό το καημένο θα πεινάει. Και σα να μου βρομάει και λίγο… Λες να τα ΄κανε»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Δηλαδή, τι σκοπεύεις να κάνουμε με το παιδί»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Τι να κάνουμε, γυναίκα; Με το εγγόνι μας; Τι να κάνουμε, δηλαδή; Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυο φορές παιδί μου…»</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Και με το Σπυρέτο; Με την Αννούλα»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Σιώπησε, για λίγο, ο Θανάσης. Τα μάτια του, έβγαζαν σπίθες. Έσφιξε το στόμα και, είπε αποφασιστικά:</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Με την Αννούλα, τίποτα. Αθώα του αίματος… Τράβηξε τόσα και τόσα. Θα της το φέρουμε με τρόπο. Με τον άλλον, όμως, κουβέντες δε θέλω να έχω! Ή, μάλλον, όχι… Πάρε τον τηλέφωνο! Εσύ! Πες του, ότι θέλω να τον δω. Να σύρει να ΄ρθει μόνος του! Και θα δεις, τι έχω να του πω»!</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Θανάση, δε φταίει αυτός…»</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Δε φταίει! Δε φταίει! Αμ ποιος φταίει; Μήπως το κζάνι; Το αγγελούδι; Δεν είσαι καλά γυναίκα, μου φαίνεται…»</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Δεν είχε άλλη επιλογή»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Ακριβώς… Όπως το είπες. Επιλογή! Άρα, εδιάλεξε να μην πει τίποτα. Ούτε στην αρχή, ούτε στο τέλος. Γιατί»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Για να μη σε στεναχωρήσει, Θανάση…»</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Και τι είναι, ρε γυναίκα το παιδί; Καμιά κουτσουλιά, να τη σκουπίσουμε, να μείνει κρυφή; Παιδί είναι! Κι αν δε μας το ΄φερνε η Γαλλίδα, θα το ΄χαμε, για πάντα, στην καμπούρα μας… Κρίμα μεγάλο…»</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />Ο Θανάσης δεν έπαιρνε από λόγια. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είχε άδικο. Ο Σπύρος ήθελε να κρύψει ένα ολόκληρο παιδί, από τον ίδιο του τον εαυτό, την Αννούλα, τον πατέρα του… Κρύβεται ένα παιδί;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />Εκείνο το σούρουπο, την ώρα που η Πελαγία νανούριζε τον μπέμπη, στην αυλή, ο Θανάσης κι ο Δημητρός, κάθονταν αμίλητοι. Είχαν πάνω από μία ώρα, που βλέπανε τα ποτήρια τους, με τη μπίρα Φιξ, να ξεθυμαίνει. Κι ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος έκανε την κίνηση να πιει μια γουλιά. Κι ούτε να μιλήσει. Λες και βρίσκονταν στην εκκλησία και δεν ήθελαν να ταράξουν την ηρεμία των πιστών και τα λόγια του παπά… Αλλά, τελικά, ο Δημητρός δεν άντεξε:</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Μπας και βιάζεσαι»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Μμμμ»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Μπας και βιάζεσαι, λέω»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Να βιάζομαι; Για ποιο πράγμα»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Για όσα θες να πεις στο Σπύρο»…</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Αμ δε βιάζομαι… Άργησα κι όλας… Έπρεπε να τα είχα πει –και να τα είχα κάνει- χρόνια τώρα. Όταν τον κακομάθαινα»…</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Θανάση, με συγχωρείς, αλλά είσαι άδικος…»</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Άδικος εγώ; Γιατί παρακαλώ»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Ξέχασες πως σου στάθηκε ο πιτσιρικάς όταν ερχόταν το σόι και φώναζε για την Πελαγία; Ξέχασες που, για να σπουδάζει, μάζευε τις δεκάρες μία μία, για να μη σου γίνει βάρος; Τι έγιναν όλα αυτά»;</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Αυτό λέω κι εγώ Θανάση… Πού είναι ο γιος μου; Πού είναι το παλικάρι που περιγράφεις; Γιατί έγινε ένας ευθυνόφοβος; Ένας χαμένος»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Θα είχε λόγους, ρε συ Θανάση… Δεν μπορεί. Άκουσέ τον, πρώτα. Μην τον αρχίσεις στα λόγια»…</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />Αλλά ο Θανάσης δεν άκουγε τις συμβουλές. Ούτε ο Δημητρός κατάφερε να τον μαλακώσει, ούτε η Πελαγία. Ούτε και τα μάτια του Σπυρέτου του, όταν, σχεδόν σωριάστηκε στην καρέκλα, με το που είδε τον πατέρα του, αγκαλιά με το γιο του. Γιατί έτσι τον υποδέχτηκε ο Θανάσης. Με τον μικρό αγκαλιά.<br />Στάθηκε στη μέση του δωματίου, με το που άκουσε τον Σπύρο να ανοίγει την αυλόπορτα, πήρε και το παιδί αγκαλιά και στάθηκε απέναντι στην πόρτα. Με τα πόδια στυλωμένα, λες κι ήθελε να δείξει στον Σπύρο ότι δεν είχε να κάνει άλλο βήμα. Δεν θα τον άφηνε…</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Πατέρα…»</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />Ο Σπύρος δεν ήξερε τι να πει. Κατάλαβε, με το που είδε το παιδί, τι είχε συμβεί. Και πώς να μην το καταλάβει, δηλαδή… Ένοιωσε τα πόδια του, να κόβονται από τα γόνατα. Έψαξε, με το χέρι, μια καρέκλα, την τράβηξε και σωριάστηκε πάνω της… Έσκυψε μπροστά, κάρφωσε τα μάτια του στο πάτωμα και ένοιωσε να βυθίζεται…</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Σπύρο, σαν παιδί έκανες πολλά λάθη. Τα παιδιά αυτό κάνουν: Λάθη, για να μαθαίνουν. Αλλά τα λάθη τους είναι άδολα. Γίνονται, είτε από κεκτημένη ταχύτητα, είτε επειδή πιστεύουν ότι όλα τα μπορούν κι όλα τα καταφέρνουν. Επειδή δεν τα νοιάζει, που δεν έχουν δεύτερη ευκαιρία. Μια ζωή ολόκληρη απλώνεται μπροστά τους κι είναι φυσικό να πιστεύουν πως θα τους ξανάρθει η ευκαιρία. Θα ξαναπεράσει μπρος τους και θα την πιάσουν από τα μαλλιά. Μα όσο μεγαλώνει κάποιος, τόσο καταλαβαίνει ότι οι ευκαιρίες του τελειώνουν… Γι αυτό προσέχει. Και, πάνω από όλα, προσπαθεί να μην πληγώσει κανέναν. Γιατί οι ευκαιρίες να ζητήσει συγνώμη θα είναι λίγες. Εσύ Σπύρο μου, όμως, πλήγωσες πολύ κόσμο. Την Αννούλα. Την άλλη την κοπέλα, που, ούτε το όνομά της ξέρω… Τη μάνα σου. Εμένα. Τούτο το παιδί. Αλλά, πάνω από όλα, πλήγωσες τον ίδιο σου τον εαυτό».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Ο Σπύρος σήκωσε τα μάτια από το πάτωμα, αφού αυτό, δεν το περίμενε. Κοίταξε τον πατέρα του, βουρκωμένος. Και περίμενε τη συνέχεια. Κι ο Θανάσης, συνέχισε:</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Πλήγωσες τον εαυτό σου, Σπύρο. Δεν ήσουν εκεί, την ώρα που γεννιόταν το παιδί σου. Δεν έζησες την αγωνία. Την προσμονή. Αδιαφόρησες. Μαχαίρωσες την ψυχή σου κι αμφιβάλω αν επέζησε από αυτή τη μαχαιριά. Γιατί, όταν είμαστε απόντες από μια τέτοια στιγμή, εμείς είμαστε που πληγωνόμαστε. Μόνον που αυτή η πληγή δεν πονάει τη στιγμή που γίνεται. Πονάει όσο περνάν τα χρόνια».</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Πατέρα»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Όχι Σπύρο. Αυτήν τη λέξη, δεν θα την ξαναπείς. Πατέρα, δε θα με ξαναπείς, παρά μόνον όταν διορθώσεις όσα έκανες. Όλα…»</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />Και με τα λόγια αυτά, ο Θανάσης γύρισε την πλάτη στο γιο του.</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Πατέρα… Άσε να πάρω το παιδί»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Με την πλάτη γυρισμένη, του μίλησε:</span> <span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" ><br />«Το παιδί θα το πάρεις, όταν αποδείξεις ότι προσπάθησες, έστω, να φτιάξεις όσα χάλασες. Ως τότε, γεροί να είμαστε, θα το φροντίζουμε… Και πατέρα, σου είπα, να μη με ξαναπείς...»</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Με σκυμμένο το κεφάλι έφυγε ο Σπύρος. Κι η Μόρφω τον είδε από απέναντι και κατάλαβε πως, πατέρας και γιος, είχαν χωρίσει τις ζωές τους. Και πως δύσκολα θα ξαναπερπατούσαν παρέα. Γιατί είχε χαθεί η εμπιστοσύνη…</span></span><br /></div><span style="font-style: italic; font-weight: bold; color: rgb(204, 0, 0);font-size:85%;" > <span style="font-family:lucida grande;"><br />Συνεχίζεται…</span></span>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-30235082498158313262007-12-08T21:08:00.000+02:002007-12-08T21:11:21.565+02:00Μέρος 13ο<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjkNJbasICjdbwpLX9ABZzsMN-Edx6cQ9qs395oFrmFbm9opy4WRosmcgiBJrP4hLtOfwVsGjZFdmZoXLiARranIkcGOuha8OfnBdD_uuT-CA6nYoR1ZgO786q-fZ4Jit5Av-JPw62V8Ad3/s1600-h/20060606134048-gustav-klimt-le-tre-et-della-donna-4084.jpg"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjkNJbasICjdbwpLX9ABZzsMN-Edx6cQ9qs395oFrmFbm9opy4WRosmcgiBJrP4hLtOfwVsGjZFdmZoXLiARranIkcGOuha8OfnBdD_uuT-CA6nYoR1ZgO786q-fZ4Jit5Av-JPw62V8Ad3/s320/20060606134048-gustav-klimt-le-tre-et-della-donna-4084.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5141681491236857746" border="0" /></a><br /><div style="text-align: justify;"><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Τότε πίστεψε ότι ήταν η τύχη. Ο Θεός. Ένα θαύμα. Όλα μαζί. Αυτό πίστεψε η Πελαγία, όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμα του Σπυρέτου της και δεν βρήκαν κανέναν μέσα. Μόνον ένα σημείωμα, κολλημένο στο ψυγείο, με σελοτέιπ:</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Σπύρο, τον άνδρα μου τον ονειρευόμουν δυνατό. Να ξέρει τι θέλει. Εσύ, είσαι ένα παιδί, που δεν έχεις ξεμπλέξει το κουβαράκι σου. Δεν μπορώ να περιμένω πότε θα αποφασίσεις να το κάνεις. </span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Νομίζεις ότι με το γάμο έδωσες τη λύση. Αλλά δεν είναι έτσι. Λύση θα δώσεις όταν σταματήσεις να κοιτάζεις από το παράθυρο, χωρίς να μιλάς. Όταν σταματήσεις να εκνευρίζεσαι με το παραμικρό. Όταν τολμήσεις να μου γνωρίσεις τους γονείς σου. Κι όχι όταν λες ψέματα με το που ανοίγουν την πόρτα.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Έτρεξες πίσω από τη μητέρα σου. Δεν έτρεξες ποτέ πίσω από ΄μενα. Εγώ έπεσα πάνω σου και ήσουν πολύ άτολμος για να ζητήσεις να φύγω. </span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Μη με αναζητήσεις. Ούτε το παιδί.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Ναντίν».</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Κι αν, για την Πελαγία, η φυγή της Ναντίν ήταν θαύμα, για το Σπύρο ήταν διέξοδος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, πλέον, ήταν να γυρίσει στην Αννούλα. Πού να ΄ξερε...</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Αυτά σκεφτόταν η Μόρφω. Κι ανακάτευε τον καφέ της, εδώ και ώρα. Θυμήθηκε όταν επέστρεψαν, η Πελαγία κι ο Σπύρος. Θυμήθηκε το ύφος του κυρ-Θανάση, που απέμεινε άγαλμα, να τους κοιτάζει στην πόρτα. Να μην μπορεί να καταλάβει, αν θα ΄πρεπε να αγκαλιάσει το γιο του, που είχε τόσον καιρό να δει, ή να τσακωθεί με την Πελαγία. Με αυτήν τη γυναίκα που πίστευε ότι ήταν αδύναμη, άβουλη, ανίκανη να πάει μόνη της ως το Κιλκίς. Κι εκείνη, είχε πάει, ολομόναχη, στο Παρίσι, είχε βρει τον Σπυρέτο και τον είχε φέρει, πίσω, στο σπίτι.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Όμως, ο κυρ-Θανάσης, δεν είχε ιδέα για όσα είχαν γίνει στο Παρίσι. Και, μάνα και γιος –γιατί γιο της το λογάριαζε το Σπύρο η Πελαγία- είχαν αποφασίσει να μην του πουν κουβέντα. Είχαν ετοιμάσει και το παραμύθι τους:</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Ένας απατεώνας τον ξεγέλασε το Σπύρο, στον ξένο τόπο, του ΄φαγε τα λεφτά, δήθεν πως θα άνοιγαν μαζί ατελιέ, και τον άφησε, χωρίς μία, στο Παρίσι. Κι ο Σπύρος ξενοδούλευε, να μαζέψει χρήματα, να επιστρέψει. Και πως, δήθεν, ρεζιλεμένος, δεν ήθελε να πάρει τον πατέρα του τηλέφωνο, να του ζητήσει βοήθεια, που εκείνος από την πρώτη στιγμή είχε αντιδράσει στην υπόθεση του Παρισιού.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Το ΄φαγε αμάσητο το παραμύθι ο κυρ-Θανάσης. Μόνον η Πελαγία, ο Σπύρος και, βέβαια, η Μόρφω, γνώριζαν την αλήθεια. Μια αλήθεια, όμως, που δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστική. Και που έμελλε, όταν αποκαλύπτονταν, να άρχιζε μια αντίστροφη μέτρηση...</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Η Πελαγία, βέβαια, επέμενε να τα πουν όλα. Και στον Θανάση και στην Αννούλα. Ειδικά σε αυτήν. Όμως ο Σπύρος έπεφτε από το ένα λάθος, στο άλλο. Δεν είχε πειστεί ότι η Αννούλα τον αγαπούσε και θα του συγχωρνούσε τα πάντα, ακόμη κι αυτό: Να έχει ένα παιδί με μια άλλη γυναίκα.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Με μυστικά και ψέματα πέρασαν δυο χρόνια. Ο Σπύρος αφοσιώθηκε στην επιστήμη του. Και, στο μεταξύ, αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε την Αννούλα.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Αχ, εκείνος ο γάμος... Όλη η γειτονιά είχε σηκωθεί στο ποδάρι! Ο κυρ-Θανάσης, με το ολοκαίνουργιο κουστούμι του, είχε ένα μόνιμο χαμόγελο. Κι η Πελαγία, μετά από τόσα χρόνια, καλοδεχόταν όλο το σόι στο σπιτικό της κι άκουγε ευχές... για το γιο της! Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Όλοι όσοι τη θεωρούσαν μια ξένη, ήταν, πια, συγγενείς.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Αλοίμονο... Οι ίδιοι συγγενείς, θα γίνονταν, πάλι, ξένοι, ένα χρόνο μετά...</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Η Μόρφω πήρε το φλυτζάνι και βγήκε στο μπαλκόνι. Έσφιξε τα μάτια, να δει καλύτερα. Ναι, ο κυρ-Θανάσης είχε επιστρέψει. Πάλευε με μια εφημερίδα. Σε λίγο θα έβγαινε κι εκείνος, με τον καφέ του, στο μπαλκόνι. Και την εφημερίδα, διπλωμένη στα αθλητικά.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Έτσι είχε βγει και τότε, στην αυλή. Γιατί ακόμη δεν είχαν δώσει αντιπαροχή το σπίτι. Πήρε την εφημερίδα παραμάσχαλα, το φλυτζάνι με τον καφέ, φώναξε στην Πελαγία να του φέρει νερό και βγήκε στην αυλή.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Την είδε εκεί απέναντι. Ψηλή, όμορφη, με ένα παιδί στην αγκαλιά. Ένα παιδί που, κάτι του θύμιζε. Αλλά η μάνα, δεν του θύμιζε τίποτα. Και του φαινόταν σα ξένη. Σα χαμένη...</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Θέλετε τίποτα»;</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Δεν του απάντησε. Άνοιξε την πόρτα της αυλής, με το παιδί πάντα στην αγκαλιά. Τον πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια, του έδωσε το παιδί, του χαμογέλασε, φίλησε το μωρό κι άφησε κάτω έναν σάκο που κρατούσε. Γύρισε κι έφυγε.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Τον άφησε εκεί, όρθιο, με την εφημερίδα στη μασχάλη και το αγοράκι στην αγκαλιά. </span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Κυρία...»</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Δεν γύρισε να τον δει. Έφευγε με σκυμμένο το κεφάλι. Οι ώμοι της, σα να κουνήθηκαν απότομα, μια κίνηση σπαστική, αιφνίδια, ανεξέλεγκτη. </span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Κυρία...»</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Άρχισε να τρέχει. Ο Θανάσης, για έναν μυστήριο λόγο, δεν μπορούσε να κάνει βήμα.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε. Η Πελαγία βγήκε με το δικό της καφέ σε έναν δίσκο και δυο ποτήρια νερό.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Ποιος ήταν»;</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Σήκωσε τα μάτια από το δίσκο και είδε τον Θανάση με το παιδί. Είδε στα χέρια του άνδρα της, το γιο της. Ή, μήπως, δεν ήταν ο γιος της; Μα δεν μπορούσε να ήταν ο γιος της. Εκείνος ήταν ολόκληρος άντρας, παντρεμένος... Κι αυτό, ήταν ένα μωρό, λίγο πάνω από 12 μηνώ... Κι όμως, αυτή η ομοιότητα...</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Ήταν μια κυρία... Δε μίλησε... Το παιδί... Δεν κατάλαβα... Το άφησε το παιδί»...</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Δίσκος, ποτήρια, φλυτζάνια, έπεσαν από τα χέρια της Πελαγίας. Γέμισε ο τόπος γυαλιά, κομμάτια, αποσπάσματα, καφέδες και νερά. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο και σωριάστηκε.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Πελαγία»!</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Τρελάθηκε ο κυρ – Θανάσης. Έκανε ένα βήμα δεξιά, ένα αριστερά κι έμενε στον ίδιο τόπο. Με το μωρό αγκαλιά, να μην ξέρει αν πρέπει να το αφήσει ή να το κρατήσει. Να μην ξέρει αν πρέπει να τρέξει στη γυναίκα του... Κι εκείνο, βρήκε την ώρα ν΄ αρχίσει να κλαίει!</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Πελαγία! Βοήθεια! Βοήθεια γειτονιά»!</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Πρώτη έτρεξε η Μόρφω. Μπήκε στην αυλή και είδε την Πελαγία σωριασμένη, τον Θανάση με το παιδί στην αγκαλιά, καφέδες, νερά, σπασμένα φλυτζάνια και ποτήρια καταγής και το σάκο πεταμένο σε μια γωνία. Κατάλαβε, αλλά δεν είχε ώρα για εξηγήσεις.</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Λίγο νερό! Φέρε βρε Χριστιανέ λίγο νερό»!</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Έτρεξε ο Θανάσης, πάντα με το παιδί στην αγκαλιά και γέμισε ένα ποτήρι, από μέσα από το σπίτι. Βγήκε, με παιδί και νερό στα χέρια, έξω, το μισό το είχε χύσει, το ΄δωσε βιαστικά στη Μόρφω κι εκείνη έβρεξε τα χέρια της και ράντισε το πρόσωπο της Πελαγίας. </span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Τα χείλη της είχαν μελανιάσει, είχε ασπρίσει αλλά με το νερό και τα τριψίματα της Μόρφως, άρχισε να βρίσκει και το χρώμα της και τις αισθήσεις της. Άνοιξε τα μάτια της, είδε τον Θανάση με το παιδί αγκαλιά, τη Μόρφω από πάνω της και έπιασε με το χέρι της το κεφάλι της:</span></span><br /><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Ωχ, Παναγία μου! Τι θα κάμω τώρα...»</span></span><br /></div><br /><span style="font-style: italic; color: rgb(204, 0, 0);font-size:85%;" ><span style="font-weight: bold; font-family: lucida grande;">Συνεχίζεται...</span></span>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com9tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-62500934297330227132007-10-09T01:43:00.000+03:002007-10-09T01:50:43.523+03:00Μέρος 12ο<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh90Zcyk66C7jUA7OyOJPyTkYg_pk5XUCoTlTEEmGlg0KstYTincHC86d63caiUuS3KY2b7EkTrPDgLtunY3v6tV-v43rCNtLrPLPbKjBDbAI3cpMuBF_kL5l9LmjQV0enybY_1tx72M_Wm/s1600-h/gravure.jpg"><img style="margin: 0px auto 10px; display: block; text-align: center; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh90Zcyk66C7jUA7OyOJPyTkYg_pk5XUCoTlTEEmGlg0KstYTincHC86d63caiUuS3KY2b7EkTrPDgLtunY3v6tV-v43rCNtLrPLPbKjBDbAI3cpMuBF_kL5l9LmjQV0enybY_1tx72M_Wm/s320/gravure.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5119101875590182514" border="0" /></a><br /> <p style="text-align: justify;" class="MsoNormal"><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family: trebuchet ms;">Όση ώρα σκεφτόταν την «Ιστορία του Παρισιού» -έτσι την είχε ονομάσει την περιπέτεια της γειτόνισσάς της, έψαχνε, με το βλέμμα της, να συναντήσει την επιστροφή του Θανάση. Αλλά φαίνεται ότι εκείνος είχε βγει έξω για τα καλά και δε σκόπευε να επιστρέψει νωρίς. Κι όση ώρα θυμόταν όσα έγιναν, είχε βαλθεί να φτιάξει κι άλλον καφέ. Φρέσκο.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Ανακάτευε τον καφέ στο μπρίκι, πάνω από το γκαζάκι, έβλεπε τις φουσκάλες και τη δίνη που σχημάτιζε μέσα στο τσίγκινο μπρίκι. Και βύθιζε, εκεί, τις αναμνήσεις της. Θυμόταν την εξιστόρηση της Πελαγίας, γιατί από κει γνώριζε ό,τι είχε συμβεί στη Γαλλία. Και θυμόταν που της είχε πει η Πελαγία ότι με το που άκουσε από το στόμα του Σπύρου της, πως η κοπέλα που άνοιξε την πόρτα ήταν η γυναίκα του, αισθανόταν σαν κουφή και κούφια ταυτόχρονα.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Γιατί έτσι αισθανόταν η Πελαγία. Είχε το κακό προαίσθημα από την πρώτη στιγμή. Από τότε που ο Σπύρος είχε κόψει κάθε επαφή. Αλλά αυτό, δεν το περίμενε.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Έτσι απέμεινε στην πόρτα, να κοιτάζει με βλέμμα κενό το Σπύρο και τη νύφη της τη Γαλλίδα. Που ούτε την είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της, ούτε και ήξερε αν ήθελε να την ξαναδεί. Και μ αυτή τη σκέψη, γύρισε κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Μάνα! Μάνα! Πού πας ρε μάνα»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Ο Σπύρος φώναζε πίσω της, στις σκάλες, αλλά εκείνη την ώρα δεν τον άκουγε. Μόνον αργότερα, όταν έφερνε στο μυαλό της όλη τη σκηνή, μόνον τότε κατάλαβε πως ο Σπύρος τη φώναζε:</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Γύρνα πίσω ρε μάνα! Γύρνα κι είμαι με τα εσώρουχα»!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Είδε κι απόειδε ο Σπύρος ότι η Πελαγία το ΄χε βάλει σκοπό να φύγει, το πήρε απόφαση: Άρπαξε ένα παντελόνι που κρεμόταν στο πορτ μαντό, δίπλα στην πόρτα, πήρε και μια αταίριαστη πλεχτή μπλούζα και, με τις παντόφλες, βγήκε στο κατόπι της.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Την πρόλαβε στο επόμενο τετράγωνο. Την άρπαξε από το χέρι που κρατούσε το δερμάτινο σάκο της. Την κράτησε γερά:</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Κάτσε ρε μάνα, που πήρες φόρα και μας κάνεις την ταχεία! Κάτσε να σου εξηγήσω…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Γύρισε απότομα:</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τι να μου εξηγήσεις Σπύρο μου; Ότι παντρεύτηκες και ντράπηκες να μας καλέσεις στο γάμο; Ότι μπορεί και να περιμένετε παιδί κι εμείς δεν ξέρουμε το όνομά της; Ότι δεν πρόλαβες να το πεις στην άλλη, που ξεροσταλιάζει στη Θεσσαλονίκη; Κάθε μέρα στο σπίτι μας είναι, Σπύρο. Ξέχασες πώς ήρθε εκεί; Ξέχασες πώς μπήκε στο σπίτι μας; Με πόση αγάπη σε κοιτούσε μέσα στα μάτια; Πόσες μέρες έκλαιγε όταν της είπες ότι θα έφευγες; Με πόση λαχτάρα σε περιμένει να γυρίσεις; Τι υπέφερε όταν έπεσες στα ναρκωτικά; Η, μήπως δεν τα ξέρεις αυτά; Για πες μου… Τι να μου εξηγήσεις»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Καταιγίδα η μάνα του. Θύελλα. Τι Ελ Νίνιο, τι τσουνάμι και αηδίες. Τον πήρε παραμάζωμα και δεν τον άφησε να ανασάνει. Κι εκεί που πήγε να αστειευτεί, να της πει «ώπα, ρε μάνα! Κάτσε να πάρουμε σειρά», κατάλαβε τι του έλεγε και σώπασε. Έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε:</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Μάνα, τι θα κάνω»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Μάνα τι θα κάνω, ε; Τώρα ζητάμε τη μάνα! Όταν βγάζαμε τα μάτια μας, με τη Γαλλίδα, ήταν καλά… Δε μου λες, πού τη γνώρισες»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Ο Σπύρος έψαξε με το βλέμμα και είδε το καφέ, που πήγαιναν με τη Ναντίν –έτσι την έλεγαν- και της πρότεινε να καθίσουν εκεί. Με το που έφθασαν, συνειδητοποίησε πώς ήταν ντυμένος. Αλλά οι ντροπές, ήταν αλλού. Και ούτε τόλμησε να προτείνει στην Πελαγία, να πάει να αλλάξει. Έψαξε τις τσέπες του όμως και είπε, προσπαθώντας να χαμογελάσει:</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Δεν έχω και λεφτά»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Αυτά μας μάραναν! Άστα! Έχω εγώ. Κάτσε και λέγε»!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Και κάθισε. Και της είπε. Ότι τη γνώρισε στη σχολή, όπου πήγαινε και δειγμάτιζε ρούχα. Μανεκέν. Ότι πήγε, μια μέρα, από το σπίτι του, να δει τι σχεδίαζε και είχε φέρει και μια μπουκάλα κρασί μαζί της. Ότι ήπιαν, μετά άνοιξε κι αυτός μία, έγιναν φέσι κι έγινε ό,τι έγινε. Ότι ήταν γλυκιά, ευγενική, πολύ καλή μαζί του και ένοιωθε καλά όταν ήταν μαζί της. Αλλά για το γάμο, δεν έλεγε τίποτα.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Όλα καλά αυτά, Σπύρο. Έτσι όπως μου τα λες, είναι σα να γνώρισες μια κοπελίτσα, καλή, ευγενική κι από σπίτι. Κι είπατε να κάνετε παρέα. Ως εδώ, όλα καλά. Αλλά δεν έπρεπε να της πεις ότι έχεις κάτι άλλο στην πατρίδα; Κι άντε, να πω εγώ πως σκέφτηκες πονηρά –αν και είσαι μπουνταλάς- και είπες ‘ε, ας καλοπερνάω κι εδώ, ας έχω και μία στην πατρίδα΄ κι έκανες ό,τι έκανες. Στο γάμο, πώς έφθασες; Όχι ότι ήταν καλά όλα τα άλλα, δηλαδή, αλλά στο γάμο, βρε παιδάκι μου… Γάμο;»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τι να τα λέμε, τώρα, αυτά»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Και τι να πούμε, δηλαδή; Τι ωραίο που είναι το Παρίσι και πώς θα πάω να δω τον Πύργο του Άιφελ; Σε παρακαλώ… Αυτά θα πούμε! Λοιπόν; Είμαι όλη αυτιά»!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Ρε μάνα, δε φθάνει όσο ρεζιλεύτηκα»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Καλά, με κοροϊδεύεις; Σηκώθηκα και ταξίδεψα με αεροπλάνο, κρυφά από τον πατέρα σου. Ήρθα σ εβρήκα σε μια άγνωστη πόλη, πιστεύοντας ότι είχες ξαναμπλέξει με τα ναρκωτικά και σε βρίσκω παντρεμένο. Και τι θες να κάνω; Να πάω πίσω λες και δε συνέβη το παραμικρό»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Άσχημα θα ΄τανε»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Άσχημα θα ΄τανε! Πώς να ξαναδώ τα μάτια της Αννούλας; Δεν έπρεπε να της το πεις; Έτσι κάνουν οι άντρες, βρε»!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Μα την αγαπάω την Αννούλα…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Την αγαπάει την Αννούλα! Ακούτε Παριζιάνοι! Την αγαπάει την Αννούλα. Κι αγαπάει και τη Γαλλιδούλα. Κι αν τον στείλουμε στην Ιταλία, θα αγαπάει και την Ιταλίδα και την Ισπανίδα και την Γερμανίδα κι όποια βρει πρόχειρη! Σπύρο, σοβαρέψου! Μου έγινες μουσουλμάνος και θες να τις πάρεις όλες»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Όχι ρε μάνα! Αλλά την Αννούλα την πονάω και την αγαπάω. Έχουμε περάσει πολλά. Αυτό που είπες, είναι αλήθεια. Η Άννα με στήριξε. Ήταν ο άνθρωπός μου, όλο εκείνο το διάστημα που είχα χαθεί. Αλλά με τη Ναντίν… Είναι αλλιώς…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Είναι αλλιώς… Τι αλλιώς; Κοίτα να τα ξεκαθαρίσεις στο μυαλό σου! Ακούς»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Θα τα ξεκαθαρίσω…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Πότε»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Ως το Πάσχα, που θα έρθω…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«…Τρελός θα είσαι. Τρελό είναι το παιδί μου! Ακούτε; Τρελάθηκε το παιδάκι μου! Το Πάσχα λέει! Ποιο Πάσχα; Ρε, μήπως θες τις θερινές διακοπές; Ή, μάλλον, άσε. Σε τρία χρόνια που θα τελειώσεις με τη νέα σου σχολή, το ξανασκέφτεσαι. Και, κοίτα, αν δεν έχεις καταλήξει, δεν πειράζει… Άκου: Τελεσίγραφο! Πας, τώρα, στην… απαυτήν, στην πώς την είπες…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Ναντίν»!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Σ αυτήν! Και της λες ‘τέλος, ως εδώ ήταν’ κι άλλα τέτοια. Και χωρίζετε. Και γυρνάμε πίσω! Τώρα»!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Δε γίνεται…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τι δε γίνεται. Για πες… Πού παντρευτήκατε; Πώς έγινε»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Ε, να… Είναι…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τι είναι; Πες το Σπύρο! Βγάλ’ το επιτέλους»!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Είναι έγκυος»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Ζαλίστηκε λίγο η Πελαγία. Όχι ότι δεν το περίμενε… Το περίμενε. Αλλά, όπως και να το κάνεις, όταν το ακούς από άλλον, ειδικά από το παιδί σου, σου έρχεται ξαφνικό.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Τα πράγματα μπερδεύονταν. Πρώτα, η Ναντίν ήταν παντρεμένη με το Σπύρο. Έπειτα, ήταν και έγκυος! Έμεναν στο ίδιο σπίτι. Είχε καταλάβει πως η τρελή κι αλλοπαρμένη που της χτύπησε την πόρτα πρωινιάτικα, ήταν μάνα του γιου της. Εκτός του ότι έπρεπε να δει τι θα γινόταν με την Αννούλα, έπρεπε να προσέχει τη Γαλλίδα νύφη –που ήταν και έγκυος- και να μπαλώσει τα της εμφάνισής της… Γόρδιος δεσμός…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τι σκέφτεσαι μάνα»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τα ανδραγαθήματά σου… Να δω πώς θα διορθώσω ότι κατέστρεψες… Γιατί, από ότι κατάλαβα, εσύ δεν πρόκειται να κάνεις καμία προσπάθεια»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Ρούφηξαν τις τελευταίες γουλιές από τους καφέδες που είχαν παραγγείλει και κίνησαν, ξανά, για το σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή, η Πελαγία σκεφτόταν πώς να δικαιολογηθεί στη νύφη της. Και τι να της πει… Στράφηκε στο Σπύρο:</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Αλήθεια Σπύρο μου, αυτή η κοπέλλα, η Ναντίν, δε σε ρώτησε ποτέ για τους γονείς σου»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Με ρώτησε…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Και τι της είπες»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Πως είναι φτωχοί και δεν έχουν λεφτά να ΄ρθουν για το γάμο».</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Και που δεν μας έπαιρνες ένα τηλέφωνο, δεν της φάνηκε περίεργο»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Σας έπαιρνα…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Πότε και δεν το καταλάβαμε εμείς»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Έκανα ότι σας έπαιρνα. Από θαλάμους, από μπιστρό, από καφέ… Κάθε τόσο έλεγα ότι θα έπαιρνα τηλέφωνο κι έκανα ότι μιλούσα»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Και μια φορά δε ζήτησε να μας μιλήσει»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Ζήτησε, πως… Αλλά όλο της έλεγα ότι ντρέπεστε, που δεν ξέρετε τη γλώσσα…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Στα ψέματα μια χαρά τα πήγαινες. Ας έλεγες και κάτι στην Αννούλα, τόσο καιρό…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Μάνα…»</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τι είναι»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Δε θέλω να ζήσω με τη Ναντίν. Για το παιδί το κάνω»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τώρα μάλιστα. Σωθήκαμε».</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Μη με μαλώνεις άλλο, ρε μάνα… Μπορεί να γίνει κάτι»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">«Τι να γίνει, έτσι όπως τα ΄κανες»;</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Πλημμύρισαν τα μάτια του Σπύρου δάκρυα. Ακούμπησε στον τοίχο ενός σπιτιού, όπως περπατούσαν, έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η Πελαγία τον αγκάλιασε και τον αισθανόταν να σπαρταράει στην αγκαλιά της. Δεν είχε σημασία που δεν τον είχε γεννήσει. Δεν είχαν σημασία τα όσα έκανε. Ήταν παιδί της κι έπρεπε να πάρει το μέρος του και να το βοηθήσει.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Να το βοηθήσει… Αλλά πώς;</span></span><br /></p><p style="font-style: italic; font-family: lucida grande; color: rgb(102, 0, 0);" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Συνεχίζεται...</span></p><span style=";font-family:";font-size:14;" ></span>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com9tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-43796576552606429772007-09-30T22:36:00.000+03:002007-09-30T22:51:20.357+03:00Μέρος 11ο<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj5b1aUPa54IutE_xu8DJGNmvvWPvP2cjaj6drKQq9wcmlUG03HmtJj7T84jAh2xuE9T0L6OYxOA32Lq4eH6zX6wpbtF0XJrCGyPBbdRdWuCGrQwgZ8fHGDqsQdkHlYTrO9axcAyu-UfKU0/s1600-h/230px-Tuileries6.jpg"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj5b1aUPa54IutE_xu8DJGNmvvWPvP2cjaj6drKQq9wcmlUG03HmtJj7T84jAh2xuE9T0L6OYxOA32Lq4eH6zX6wpbtF0XJrCGyPBbdRdWuCGrQwgZ8fHGDqsQdkHlYTrO9axcAyu-UfKU0/s320/230px-Tuileries6.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5116087111759109570" border="0" /></a><br /><div style="text-align: justify;"><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Το συλλογισμό της τον διέκοψε το χτύπημα του τηλεφώνου. </span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Ποιος να ΄ναι απογευματιάτικα»;</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Καθώς αναρωτιόταν, σηκώθηκε με αργές κινήσεις και πήγε προς το τηλέφωνο. </span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Η αλήθεια είναι ότι το τηλέφωνό της δε χτυπούσε και τόσο συχνά, πια. Πού και που τη θυμόντουσαν κάποιες από τις φίλες της και καμία συγγένισσα. Ακόμη πιο σπάνια τη θυμόταν η ανιψιά της. Ο μόνος νέος άνθρωπος που μπαινόβγαινε, έστω στη χάση και τη φέξη, στο σπίτι της. Ήθελε ν ακούσει έναν άνθρωπο…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Ναι…»</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Την κ. Ρουπεκιώτη»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Η φωνή ήταν ανδρική, έδειχνε άνθρωπος μιας κάποια ηλικίας. Ρουπεκιώτη, όμως, δε λεγόταν, ούτε γνώριζε καμία…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Δυστυχώς, κάνετε λάθος κύριέ μου»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Λάθος; Μα πως είναι δυνατόν… Έχετε το 2310919345»;</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Ναι, αλλά Ρουπεκιώτη δεν υπάρχει εδώ. Δεν υπήρχε ποτέ. Δυστυχώς»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Δεν μπορώ να καταλάβω… Μου έδωσε αυτό το τηλέφωνο η πρώην γυναίκα μου και… Συγνώμη! Σας ζαλίζω κι εσάς»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Δεν πειράζει… Δεν είναι λόγος»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Σας ανησύχησα»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Μπα, μόνη καθόμουν κι έπινα έναν καφέ»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Ακολούθησε σιγή λίγων λεπτών. Εκείνος σίγουρα θα ήθελε να πιάσει την κουβέντα, φαινόταν –από τη φωνή- γύρω στην ηλικία της. Εκείνη, άλλο που δεν ήθελε, τόσα χρόνια, πια, μόνη. Όμως, τι να πουν; Δυο άνθρωποι της ηλικίας της, ξένοι, παντάξενοι, πώς να πιάσουν την κουβέντα; Εκείνη δεν είχε ιδέα από τέτοιες καταστάσεις. Αλλά κι εκείνος το ίδιο:</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Λοιπόν»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Λοιπόν»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Και πάλι σας ζητώ συγνώμην, κυρία…. Πώς σας είπαμε;»</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Μόρφω…»</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Μόρφω… Από το Ευμορφία»;</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Ναι»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Είχε χρόνια να κάνει τέτοια κουβέντα, δεν ήξερε τι να πει, για να κρατήσει το ενδιαφέρον του. Αλλά και να μην κάνει σα τη χήρα στο κρεβάτι. Πήγε να μιλήσει, σταμάτησε, τελικά πήρε το θάρρος:</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Εσάς»;</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Γιάννη»!</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Νέα διακοπή, ξανά σιγή. Τι να πουν άλλο; Μόνον ο καιρός έμενε θέμα συζήτησης δυο αγνώστων. Πήρε εκείνος την πρωτοβουλία:</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Λοιπόν, κυρία Ευμορφία, επιτρέψτε μου να σας λέω έτσι, ίσως να τα ξαναπούμε»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Ίσως»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Γειά σας, λοιπόν»…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Γειά σας».</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Έκλεισε το τηλέφωνο. Έστω κι αυτά τα τρία, τέσσερα λεπτά, κουβέντας με έναν άγνωστο, της είχαν δώσει ζωή. Γιάννης… Όπως ο ταξιτζής που την είχε πάει, τότε, στο αεροδρόμιο. Τότε που ξεπροβόδιζε την Πελαγία στο Παρίσι, κρυφά από τον Θανάση κι από το Δημητρό της.</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Κουβέντα δεν είχαν ανταλλάξει στο ταξί. Τρία τέταρτα δρόμος (τόσο έκανες, τότε, να φθάσεις από την Τριανδρία στη Μίκρα), ολάκερο ταξίδι κι εκείνες, αμίλητες. Τα είχαν συνεννοηθεί από πριν, να πουν ότι αρρώστησε μια θεία μακρινή της Πελαγίας στην Καβάλα, κι ότι θα την πήγαινε η Μόρφω στα ΚΤΕΛ, να δει, με την ευκαιρία την αδελφή της, που έμενε στο Βαρδάρη. Γιατί τότε, μια γυναίκα μόνη, δεν τριγυρνούσε σ εκείνη την περιοχή. Η Μόρφω –υποτίθεται- θα έμενε στο σπίτι της αδελφής της και θα ΄παιρνε ταξί να επιστρέψει, να μην την πειράξει και κανείς στο δρόμο…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο. Η Μόρφω κούνησε μαντίλι στην Πελαγία κι εκείνη, για πρώτη φορά στη ζωή της, μπήκε σε αεροπλάνο. Για να πάει να βρει το Σπυρέτο της.</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Σκιάχτηκε όταν κατέβηκε στο αεροδρόμιο στο Παρίσι. Ήταν τεράστιο. Κι ενώ την ήξερε τη γλώσσα και διάβαζε άνετα τις πινακίδες, φοβήθηκε ότι θα χαθεί. Βάλθηκε να ψάχνει για κανέναν πολισμάνο, αλλά του κάκου. Διάβαζε τη μία πινακίδα πίσω από την άλλη, ώσπου ανάσανε: Ένα βέλος έδειχνε αριστερά και η λέξη ήταν… διεθνής: Ταξί!</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Όταν της μίλησε ο ταξιτζής, τα ΄χασε. Τα γνώριζε τα γαλλικά, αλλά αυτά της φαινόταν αλαμπουρνέζικα! Τα είχε πει τόσο γρήγορα ο Χριστιανός…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Δεν έπρεπε να δείχνει σα χαμένη. Αδιαφόρησε για τα όσα της είπε ο ταξιτζής και πρόφερε με την καλύτερη προφορά της τη διεύθυνση του Σπύρου. Ο ταξιτζής χαμογέλασε, της είπε κάτι για την κίνηση και τότε, άρχισε να καταλαβαίνει! Λες και οι λέξεις έπεφταν από κάπου ψηλά μέσα στο κεφάλι της… Κι έτσι, συζήτησαν για λίγο, έως ότου μπουν, από τα περίχωρα, στην πόλη και βρουν την πολυκατοικία του μικρού…</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Ήταν μια παλιά πολυκατοικία, χωρίς ασανσέρ. Στα κουδούνια της πόρτας δεν είχε ονόματα, αλλά αριθμούς διαμερισμάτων. Καθώς δεν ήξερε τον αριθμό του διαμερίσματος, άρχισε να ανεβαίνει, κρατώντας στο αριστερό της χέρι τον μικρό καφέ δερμάτινο σάκο της. Ευτυχώς, οι πόρτες είχαν κουδούνια με ονόματα. Στο δεύτερο όροφο, βρήκε το διαμέρισμα του Σπύρου. Πάτησε το κουδούνι.</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Της άνοιξε μια κοπέλα, που φορούσε –ναι, εκείνο ήταν- το σιέλ πουλόβερ του Σπύρου της. Το γνώριζε εκείνο το πουλόβερ. Το είχε πλέξει με τα χέρια της. Και το είχε κάνει λίγο μεγάλο κι ο Σπύρος όλο την πείραζε. Και τώρα το φορούσε εκείνη η άγνωστη κοπέλα, που στεκόταν στην πόρτα, χωρίς να φορά τίποτε άλλο, με μια κούπα καφέ στα χέρια, σαν οικοδέσποινα, που την ξύπνησε κάποιος ενοχλητικός. Μάζεψε το θάρρος της, έσπρωξε στο βάθος τη ντροπή της και ρώτησε:</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Σπύρος ε λα»;</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Ουί, ιλ ε λα. Σπιγό»!</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Η κοπέλα τσίριξε. Ο… Σπιγός μουρμούρισε κάτι γαλλικά κι ακούστηκαν τα βήματά του στο διάδρομο. Ήταν –κι αυτός- αγουροξυπνημένος. Την κοίταξε, πάγωσε, ψέλλισε: </span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Μάνα»…;</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Ποια είναι η κοπέλα Σπύρο»;</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Ποια είναι η κοπέλα Σπύρο; Δε θα με συστήσεις»;</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">Η φωνή του έσβηνε. Η Πελαγία, όμως, ήταν σα να τον άκουγε να φωνάζει:</span></span><br /><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Η γυναίκα μου»…</span></span><br /><br /><span style="font-weight: bold; font-style: italic; color: rgb(153, 0, 0);font-family:lucida grande;font-size:85%;" >Συνεχίζεται…</span></div>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com13tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-64666675965927151632007-09-21T21:19:00.000+03:002007-09-21T21:29:30.950+03:00Μέρος 10ον<div style="text-align: justify;"><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjEaYOI63hqB3grCYFRLIcmi8VYrCRYuBaXv-Pfq8QBkcEIylYhBbkK1S272NaK7PKdG5B02ZwQYXErWGWJxdhMqu018PDtZYVGH6vIMTI7_FQ3_-oQCykUsqsExdu8MyXllNDHsCGjSPY4/s1600-h/coffee3.JPG"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjEaYOI63hqB3grCYFRLIcmi8VYrCRYuBaXv-Pfq8QBkcEIylYhBbkK1S272NaK7PKdG5B02ZwQYXErWGWJxdhMqu018PDtZYVGH6vIMTI7_FQ3_-oQCykUsqsExdu8MyXllNDHsCGjSPY4/s320/coffee3.JPG" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5112726179590905266" border="0" /></a><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Καθόταν απέναντι από το φλιτζάνι της. Σκεφτόταν αν ήταν πρέπον να το γυρίσει, για να το διαβάσει μετά. Αλλά έτσι; Μόνη της; Δεν της έκανε κέφι.</span><br /></span></div><p style="text-align: justify; font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Αχ, πόσες και πόσες φορές δεν έλεγε τον καφέ στις φιλενάδες της; Ακόμη και στην Πελαγία. Γιατί κι εκείνη, όταν είχε ζόρια, άνοιγε την πόρτα της αυλής της και, μια και δυο, διέσχιζε το δρόμο και βρισκόταν στην αυλή της Μόρφως.<br />«Μόρφω; Πού είσαι ευλογημένη»;<br />Σα να άκουγε τη φωνή της… Να! Λες και ήταν τώρα δα, που δεν υπήρχαν πολυκατοικίες στην κατηφόρα της εκκλησίας κι ήταν τα σπίτια τους, το ένα απέναντι από το άλλο. Τότε που η μία δεν ήθελε να δει την άλλη, αλλά όποτε είχαν τους καημούς τους, έβρισκαν μια δικαιολογία, πότε ότι ήθελαν λίγο αλεύρι, πότε ότι τους είχε τελειώσει ο καφές και δρασκέλιζαν η μία το κατώφλι της άλλης.<br />Να τηνα, η Πελαγία! Ξαναπέρασε το κατώφλι της!<br />«Εδώ! Εδώ έλα! Στην κουζίνα»!<br />Μια ζωή στην κουζίνα… Από το πρωί, ως και με το βράδυ, στην κουζίνα. Πρώτα για να ετοιμάσει πρωινό του Δημητρού της. Έπειτα, για το φαγητό. Στο ενδιάμεσο να πλύνει τα πιάτα, να βγει για λίγο να σκουπίσει και να σφουγγαρίσει, κι έπειτα, αφού έτρωγαν, να κάνει έναν καφέ, να τον πιούν παρέα. Κι αφού εκείνος ή έπαιρνε τον υπνάκο του ή πήγαινε να βρει τους φίλους του –και τον Θανάση – εκείνη έπαιρνε το κέντημα και καθόταν δίπλα στο παραθύρι, που είχε πάνω από τις βρύσες.<br />Κι εκεί βολόδερνε, ώσπου να ανοίξει την τηλεόραση, να δει τον Άγνωστο Πόλεμο. Τώρα, που είχαν τηλεόραση. Γιατί παλιά, με το ραδιόφωνο, άνοιγε το Φίλιπς, έψαχνε το ραδιοφωνικό σταθμό της Φωκίδας κι άκουγε… Καραγκιόζη! Πόσο της άρεζε… Κι έπειτα, τις μεγάλες επιτυχίες της Κολούμπια και της Μίνος Μάτσας και Υιός.<br />Η πόρτα άνοιξε κι η Πελαγία μπήκε στην κουζίνα.<br />«Θα βγάλεις τα μάτια σου, μέσα στο σκοτάδι, να πλέκεις και να κεντάς»!<br />«Και τι θες να κάνω; Να μείνω ανεπρόκοπη; Να μην ετοιμάσω ένα σεμεδάκι, μια δαντέλα, κάτι, να υπάρχουνε»;<br />Η Πελαγία ήξερε το μεγάλο σαράκι που έτρωγε την Μόρφω. Και δεν έλεγε κουβέντα. Εξάλλου, όποτε περνούσε το κατώφλι της, κάτι άλλο ήθελε, από το να πιάσουν κουβέντα:<br />«Μου τέλειωσε ο καφές. Μήπως μπορείς να με ευκολύνεις λίγο που ο Μήτσος, ο μπακάλης, έχει κλείσει»;<br />«Φέρε το βαζάκι σου»…<br />Η Μόρφω το ΄ξερε, από την πρώτη στιγμή, πως ο καφές ήταν μόνον το πρόσχημα. Αλλά περίμενε και το παρασύνθημα:<br />«Μη βάλεις πολύ… Ίσα – ίσα για μένα, για τώρα, και δυο κουταλιές για το πρωί. Μ’ έπιασε ένας πονοκέφαλος, άλλο πράμα. Γι αυτό τον θέλω τον καφέ… Άσε. Ούτε το μπρίκι να δω, δεν μπορώ».<br />«Ε, άμα είναι για φάρμακο, άσε να σου κάνω εγώ έναν καφέ»…<br />«Να μη σε βάζω σε κόπο τώρα»…<br />«Τι κόπος… Να, ίσα-ίσα, θα σου πω και το φλιτζάνι, θα περάσει και η ώρα».<br />«Μα σκοτείνιασε… Κάνει»;<br />«Ακόμα δεν έδυσε ο ήλιος. Κάνει»!<br />Κι έτσι βρίσκονταν οι δυο τους, από τη μια και την άλλη πλευρά του τραπεζιού της κουζίνας. Κι ανάμεσά τους, δυο φλιτζάνια του καφέ. Το ένα μισογεμάτο και το άλλο άδειο, γυρισμένο στο πιατάκι του. Να κάτσει ο ντελβάς.<br />Τινάχτηκε από τη θέση της! Τι τα ήθελε και τα θυμόταν πάλι αυτά; Πάλι θα θυμόταν εκείνη την καταραμένη τη μέρα… Τότε που…<br />«Λόγια! Βρε συ, Πελαγία μου, λόγια… Πολλά λόγια. Και στενάχωρα. Άσε να μην στο πω, καλύτερα»…<br />«Πες το μου, να ησυχάσω, Μόρφω μου… Πες το μου, γιατί τα πράματα δεν πάνε καλά»…<br />«Τι έγινε»;<br />«Ο Σπύρος μας»…<br />«Ε, τι; Τι θέτε, πια, από το παιδί; Έγινε κοτζαμάν παλικάρι, πέρασε στο πανεπιστήμιο, τι άλλο θέτε»;<br />«Θα φύγει»…<br />«Θα φύγει; Θα φύγει να πάει πού; Τι; Θέλει το δικό του σπίτι; Αχ, τι μόδα είναι αυτή… Κι άλλα παιδιά από τη γειτονιά, που περάσανε στο πανεπιστήμιο, τους έχουν ψήσει το ψάρι στα χείλη των γονιών τους, να τους νοικιάσουν, λέει, σπίτι στη Μελενίκου, κοντά στο Πανεπιστήμιο. Άκουσον, άκουσον! Λες και η Τριανδρία είναι μακριά… Πέντε λεπτά δρόμος. Αλλά… Αλλά… Πελαγία; Κλαις»;<br />Είχε κρύψει το πρόσωπο με τα δυο της χέρια κι έκλαιγε. Έκλαιγε με λυγμούς. Άπλωσε το χέρι της, η Μόρφω, να την αγγίξει στην πλάτη. Μετάνιωσε και τράβηξε το χέρι της. Δεν είχαν ποτέ, τόσα θάρρητα. Σα να κατάλαβε η Πελαγία την κίνηση, σήκωσε το πρόσωπο. Μούσκεμα ήταν τα μάτια και τα μάγουλά της.<br />«Καλά θα ήταν να πάει να βρει σπίτι στο κέντρο. Αλλά αυτός θέλει να φύγει από την πόλη. Θέλει να παρατήσει τις σπουδές του και να φύγει»…<br />«Τώρα; Που τελειώνει; Καλά, αυτός δεν ήταν που σας είχε πάρει τα αυτιά να βάλετε μέσον, να πετύχετε την μετεγγραφή του; Να είναι μαζί με την Άννα; Αυτόν το χρόνο δεν έχει ακόμη»;<br />«Αυτόν τον χρόνο, αλλά ποιος ξέρει πόσα μαθήματα… Θέλει να πάει στο Παρίσι, κατάλαβες; Τι να κάνει στο Παρίσι»;<br />«Θα σπουδάσει! Μήπως το παιδί θέλει να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του; Ε, πρέπει να το βοηθήσετε, Πελαγία. Ξέρω, είναι δύσκολο, αλλά»…<br />«…αλλά δε θέλει να σπουδάσει! Θέλει να τα παρατήσει, τώρα που τελειώνει, να πάει να γίνει μοδίστρα! Ακούς; Μοδίστρα»!<br />«Κι είναι ανάγκη να πάει ως το Παρίσι, για να γίνει μοδίστρα, μωρή Πελαγία; Ας πάει με την κυρα-Λένη, που μαντάρει τις κάλτσες της γειτονιάς, να γίνει ο καλύτερος! Κάτι άλλο θα θέλει το παιδί»…<br />«Τι άλλο; Τον ρώτησα εγώ, μήπως θες, παιδάκι μου να γίνεις ζωγράφος και μας το κρύβεις; Γιατί εκεί στο Παρίσι, όλοι κάτι τέτοιο πάνε και σπουδάζουνε… Όχι μου είπε! Κι είπε, μετά, ότι θέλει να γίνει πατρονίστ»…<br />«Τι είναι αυτό, πάλι»;<br />«Θα σχεδιάζει, λέει, ρούχα».<br />«Κουστούμια; Στολές στρατιωτικές; Όπως ο κυρ-Ανέστης, ο ράφτης»;<br />«Αμ δε… Ρούχα γυναικεία. Φούστες, μπλούζες, ντε πιες, ζιπ κιλότ, μίντι, μίνι, μάξι, τέτοια πράματα! Μου το ΄πε και μου ανέβηκε η πίεση στο 14. Για πες μου εσύ, πώς να το πω του Θανάση αυτό; Ότι ο γιος του, θέλει να παρατήσει το Πολυτεχνείο και να πάει να γίνει μοδίστρα»;<br />«Τι να σου πω βρε Πελαγία μου… Δεν τον αφήνεις να το πει μόνος του»;<br />«Εμ, γι αυτό ήρθα κι εγώ να μου πεις το φλιτζάνι, να δω τι θα γίνει, να πάρω τα μέτρα μου»….<br />Γύρισε κι η Μόρφω το φλιτζάνι κι άρχισε να διαβάζει. Μόνο που, εκτός από τα λόγια –στενάχωρα, αλλά λόγια- άλλο κακό δεν βρήκε. Βρήκε δρόμο. Και πάνω στο δρόμο, της έβγαινε μια στεναχώρια, αλλά σχέση με το παιδί, δεν είχε…<br />«Όπως στα λέω είναι, Πελαγία μου. Θα πει, θα πει, θα ξεσκάσει. Τίποτα άλλο δε θα κάνει».<br />Κι έτσι έγινε. Όταν ο Θανάσης άκουσε ότι ο γιος του ήθελε να γίνει πατρονίστ, είπε, είπε, είπε, ώσπου δεν είχε τι άλλο να πει. Κι Σπυρέτος, λες και ήταν μιλημένος, τον άφησε να λέει, να λέει, να λέει, ώσπου δεν είχε τι άλλο να πει.<br />Κι εκεί που νόμισαν ότι τελείωσε, γύρισε απότομα στο Σπύρο του:<br />«Και πόσο θα μας κοστίσει αυτή η νέα τρέλα σου»;<br />«Δε θέλω χρήματα»…<br />«Μπα; Εσύ από περηφάνια θα πας… Βρε, πες πόσα θες να τελειώνουμε»…<br />«Δε θέλω χρήματα, σου είπα».<br />«Και πώς θα πας στο Παρίσι; Με τα πόδια; Κι άντε, πήγες με τα πόδια. Τι θα τρως»;<br />«Έχω κάνει το κουμάντο μου»…<br />«Τι κουμάντο έκανες, δηλαδή»;<br />«Δούλευα»…<br />«Δούλευες»;<br />«Δούλευα»…<br />«Και πού δούλευες, για να ΄χουμε καλό ρώτημα»;<br />«Σερβιτόρος»…<br />Στήλη άλατος, ο Θανάσης. Ο γιος του, που τον είχε για μη μου άπτου, που εκείνος τον είχε μη στάξει και μη βρέξει, δούλευε σερβιτόρος. Κι είχε κάνει και το κομποδεματάκι του…<br />Μπήκε στη μέση η Πελαγία, γιατί ο Θανάσης ακόμη σκεφτόταν:<br />«Και πόσα έβγαλες»;<br />Έκανε μία ο «μικρός» κι έβγαλε από την κωλοτσέπη ένα βιβλιάριο του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου. Το πήρε, με αργές κινήσεις, ο Θανάσης κι άνοιξε την πρώτη σελίδα. Γούρλωσε τα μάτια, άσπρισε, μετά κοκκίνισε κι έπειτα, κίτρινος σαν το φλουρί, ψέλλισε:<br />«Εκατόν εξήντα χιλιάδες δραχμές»!<br />Μια περιουσία! Τότε, για ν αγοράσεις ένα σπίτι, ήθελες δεν ήθελες 180 με 200 χιλιάδες. Κι ο Σπύρος του, είχε μαζέψει 160!<br />Από τότε δεν ξαναμίλησε για την επιθυμία του Σπυρέτου να γίνει πατρονίστ. Ούτε κατάλαβε ποτέ, τι ήταν ο πατρονίστ.<br />Όμως το φλιτζάνι της Μόρφως, είχε βγάλει δρόμο και μια στεναχώρια για την Πελαγία. Κι ο δρόμος βγήκε –και η στεναχώρια στο τέλος του. Γιατί οι μήνες περνούσαν κι ο Σπύρος, ο πατρονίστ, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Η Αννούλα ξημεροβραδιαζόταν σπίτι τους, μήπως και πάρει ο Σπύρος κανένα τηλέφωνο και δεν είναι εκεί να τον ακούσει. Αλλά ο Σπύρος, τίποτα. Ούτε τηλέφωνο στο Θανάση, ή στην Πελαγία, ούτε γράμμα στην Αννούλα.<br />«Βλέπω το κορίτσι μας να κλαίει, να βαλαντώνει και μου ΄ρχεται να βάλω κι εγώ τα κλάματα».<br />«Και τι θες να κάνω, μωρέ Πελαγία; Να πάρω το αεροπλάνο να πάω στο Παρίσι να αρχίσω να ρωτάω, πέρα δώθε, πού είναι ο Σπύρος»;<br />Βέβαια, εκείνος δεν μπορούσε να πάει στο Παρίσι. Αλλά εκείνη…<br />Η Πελαγία το ΄κανε το ταξίδι στο Παρίσι. Γιατί ήξερε τη γλώσσα. Μόνον που το ταξίδι έκρυβε μεγάλη στεναχώρια.<br />Τι τα ΄θελε και τα θυμόταν, τώρα, αυτά…</span></p> <p class="MsoNormal"><o:p> </o:p></p> <p class="MsoNormal"><span style="color: rgb(204, 0, 0);font-family:georgia;font-size:85%;" ><span style="font-weight: bold; font-style: italic;">Συνεχίζεται</span></span>…</p>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com7tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-17668059684578854122007-08-19T01:08:00.000+03:002007-08-19T01:28:35.059+03:00Μέρος 9ο<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhe2hntIrmQjC-SpOYp2XuwhW_qO2d-eqo2i7drrPmwrc3oyRswirI8r-eL8SVAFNWnzZUtCMLa-t1rJnk04Tj0fCBGV38zde1WoLdcDkMrZhDrPLgxRN99VVfYTzjWmjkrN6UGQfRds4Vg/s1600-h/gamos_32.jpg"><img style="margin: 0px auto 10px; display: block; text-align: center; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhe2hntIrmQjC-SpOYp2XuwhW_qO2d-eqo2i7drrPmwrc3oyRswirI8r-eL8SVAFNWnzZUtCMLa-t1rJnk04Tj0fCBGV38zde1WoLdcDkMrZhDrPLgxRN99VVfYTzjWmjkrN6UGQfRds4Vg/s320/gamos_32.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5100169979974305346" border="0" /></a><br /><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Προχωρούσε προς την εκκλησία. Εκεί που, άλλες φορές είχε βρει καταφύγιο κι άλλες είχε ξεσπάσει το θυμό του. Εκεί που είχε πιει τον πιο γλυκό καφέ της ζωής του, όταν, κάποτε, τον κέρασε ο παπα-Λάμπης. Τότε που δεν ήξερε τι να κάνει.<o:p></o:p></span></p><div face="trebuchet ms" style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Το θυμόταν λες και ήταν τώρα. Λες και το ζούσε αυτήν τη στιγμή. Τόση ήταν η αγά</span><span style="font-size:100%;">πη του για την Πελαγία του. Αυτή η αγάπη την κρατούσε, ακόμη, κοντά του.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Ναι, την αγαπούσε την Πελαγία.</span><span style="font-size:100%;"> Αλλά δεν τολμούσε να ξαναπαντρευτεί. Είχε και το παιδί, δεν ήξερε πώς θα το πάρει… Αλλά, από την άλλη, πώς να ζούσε, εκείνη την εποχή, με μια αστεφάνωτη, κάτω από την ίδια στέγη;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Να τη στεφανωθείς! Αυτό είναι το σωστό»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Το σωστό είναι να κάτσω στα αγβά μου»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Μαλακίες…»<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Δεν συνήθιζαν να βρίζουν, στα καλά καθούμενα. Ούτε εκείνος, ούτε ο Δημητρός. Και για να πει, κάτι τέτοιο, ο φίλος του ο Δημητρός, πάει να πει ότι το ΄νοιωθε.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Ε, τι λες τώρα»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Τι λέω; Αυτό που έπρεπε να πεις εσύ! Δεν το κατάλαβα, δηλαδή… Σε ποιόνανε θα δώσεις λογαριασμό; Τα φοράς, ή δεν τα φοράς τα παντελόνια»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Μωρέ, τα φοράω! Αλλά λογαριασμό θα δώσω σε όσους φοράνε παπούτσια και μιλάνε ελληνικά! Όλοι θα ορμήσουν </span><span style="font-size:100%;">να με φάνε, που θέλω να ξαναπαντρευτώ και δεν κάθομαι ήσυχος, να μεγαλώσω το παιδί μου»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Να ΄ρθουν αυτοί, ρε, να μεγαλώσουνε μονάχοι τους ένα παιδί! Έλα να τους δω τ</span><span style="font-size:100%;">ους παλικαράδες! Που όλα τα ξέρουν»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Θα ΄ρθουν και θα πουν»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Θα πουν… Τι θα πούνε, δηλαδή; Δε χρειάζεται ένα γυναικείο χέρι στο σπίτι που μεγαλώνει ένα παιδί»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Ξέρεις πώς είναι ο κόσμος»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Εγώ ξέρω. Κι εσύ πρέπει να τον έχεις χεσμένο»!<br />Ο Δημητρός ήταν πυρ και μανία με το φίλο του. Τον είχε για άνθρωπο που δε λογάριαζε τι θα έλεγαν οι γύρω, οι άλλοι. Πολλές φορές είχε πάει κόντρα σε όλους, για να περάσει το δικό του. Έδειχνε να μη λογαριάζει τις γνώμες των άλλων, πολύ περισσότερο τα κουτσομπολιά. Γι αυτό και δεν είχε κρύψει ποτέ το δεσμό του με την Πελαγία.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Αχ, η Πελαγία… Περπατούσε στο δρόμο αγέρωχη, με το κεφάλι ψηλά. Σε κανέναν δεν έδινε σημασία και κανείς δεν τολμούσε να της πει το παραμικρό. Κι ας την είχε αστεφάνωτη…. Εκτός, ίσως, από εκείνη την κάργια, την Μόρφω. Που όση αγάπη τους έδειχνε ο Δημητρός της, τόσο μίσος έβγαζε εκείνη. Και για την Πελαγία του και για τον ίδιο…</span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Ακόμη ως σήμερα»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Το σιγοψιθύρισε, καθώς επέστρεφε, για λίγο, από τις σκέψεις του, στο δρόμο προς το καφενείο. Και, συνάμα, το μετάνιωσε. Γιατί, πλέον, δεν ήταν κακία αυτό που τ</span><span style="font-size:100%;">ης έβγαινε της γειτόνισσάς της. Κάτι άλλο ήταν, αλλά δεν μπορούσε να το αποδώσει με λόγια. Άλλωστε, τα λόγια, δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Σε αυτά ήταν καλύτερος ο Δημητρός. Είχε κυλήσει ο τέντζερης κι είχε βρει το καπάκι…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Είχε φθάσει στο καφενείο. Το τραπέζι του, εκείνο στη γωνία, που έβλεπε προς την εκκλησία αλλά και προς το σχολείο, ήταν άδειο. Το ξέρανε οι υπόλοιποι, ότι τέτοια ώρα ερχότανε και το άδειαζαν, να το βρει κατά πως το επιθυμούσε. Κι εκείνος καθόταν αναπαυτικά, απλωνόταν σε δυο καρέκλες, έβγαζε και το ψαθάκι το καλοκαίρι, το ακουμπούσε στο μαρμάρινο τραπέζι και έδινε την παραγγελία:<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Κώτσο! Τον καφέ μου ρε συ! Μια ώρα περιμένω»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Συνήθως έδινε την παραγγελία με το που έφτανε. Αλλά, όπως έλεγε και ο Δημητρός, αν δε φωνάξεις, δε σε υπολογίζουνε…</span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Ο Δημητρός… Ο μόνος που επέμενε να την παντρευτεί. Ούτε κι η ίδια δεν θα επέμενε τόσο… Η ίδια… μια κουβέντα δεν είχε πει.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Δεν ξέρω τι να κάνω, βρε Πελαγία μου. Θέλω να ζήσουμε μαζί, αλλά ξέρω ότι θα ορμήσουν να με φάνε».</span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Και τώρα, δηλαδή, μαζί δε μένουμε; Χώρια μένουμε»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Ήταν η μοναδική της παρέμβαση στο θέμα «γάμος με τον Θανάση». Γιατί, κακά τα ψέματα, εκείνη την εποχή, άμα χήρευες, χήρευες. Ειδικά αν είχες παιδιά. Μόνον που εκείνο, το καημένο, ο Σπύρος, δηλαδή, ούτε είχε ρωτηθεί, ούτε είχε μιλήσει. Κι αν τον ρωτούσε κανείς, θα έλεγε τα καλύτερα για την Πελαγία…<span lang="EN-US"><o:p></o:p></span></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj_SkiLnwOIrx5pf2_9pHAAPUKTqbGDMsZ6I2RgWJD3p20HICx60V_DlLBkvC-z_zvxs4rlTb5nWoKKAmk0TVk2F0NA3ZkHnRw00McIWqwfeCSVmCJBIErsAY2AqeyeYrTbP2B5I_hx8SBp/s1600-h/gamos_2.JPG"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj_SkiLnwOIrx5pf2_9pHAAPUKTqbGDMsZ6I2RgWJD3p20HICx60V_DlLBkvC-z_zvxs4rlTb5nWoKKAmk0TVk2F0NA3ZkHnRw00McIWqwfeCSVmCJBIErsAY2AqeyeYrTbP2B5I_hx8SBp/s320/gamos_2.JPG" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5100170164657899090" border="0" /></a><span style="font-size:100%;">Κι έτσι την πήρε την απόφαση ο κυρ-Θανάσης. Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, ή, μάλλον, χωρίς τον δικαστικό κλητήρα. Γιατί ο αδελφός της συγχωρεμένης, ο Τάσος, ήταν δικαστικός κλητήρας. Αυτός του χτύπησε την πόρτα, εκείνο το απόγευμα. Λίγο πριν φύγει για τη βόλτα του και τον καφέ του.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Η Πελαγία άνοιξε την πόρτα κι έπειτα εξαφανίστηκε κάπου στις κάμαρες της μονοκατοικίες. Ούτε την ανάσα της άκουγες. Μόνον σε κάποια στιγμή ήρθε κι έφερε δυο ούζα με μεζέ κι έπειτα εξαφανίστηκε και πάλι, σα νεράιδα. Έμειναν οι δυό τους, Θανάσης και Τάσος, να μιλούν για τις δουλειές, για τον καιρό, λίγο για τα πολιτικά –ποιος</span><span style="font-size:100%;"> να τολμήσει να μιλήσει, τότε, πολύ για τα πολιτικά- αλλά κουβέντα για την ταμπακέρα. Ώσπου ο Θανάσης, δεν άντεξε:<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Δε μου λες, ρε συ, Τάσο, ήρθες τόσο δρόμο από το Ντεπό, για να μου μιλήσεις για τον καιρό»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Ο άλλος δεν είπε τίποτα. Μόνον έσκυψε το κεφάλι και βάλθηκε να κοιτάει το μωσαϊκό. Κι αν δεν προχωρούσε ο Θανάσης, μπορεί να έμενε εκεί, έως ότου ξηλώθηκε το πάτωμα, γκρεμίστηκε το σπίτι κι έγινε πολυκατοικία.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Λοιπόν»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Λοιπόν, Θανάση, δεν τιμάς τη μνήμη της αδελφής μου»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Λόγια βαριά. Έπεσαν κι έκαναν θόρυβο, στο ίδιο μωσαϊκό που εξακολουθούσε να κοιτάζει, με δυο μάτια καρφιά, που λέει και το τραγούδι, ο Τάσος. Ο Θανάσης χρειάστηκε λίγη ώρα να συνέλθει, αλλά πήρε τη σκυτάλη κι έτρεξε το κατοστάρι.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Τι λες, ρε Τάσο; Εγώ δεν τιμώ τη μνήμη της αδελφής σου; Της γυναίκας μου; Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν από το θάνατό της και, ως τον πέμπτο χρόνο του θανάτου της, ούτε είχα κοιτάξει άλλη γυναίκα. Κι αν ο Σπύρος μου δε χρειαζόταν μια μάνα»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Θα μπορούσαμε να φροντίζουμε εμείς το παιδί. Η μάνα μου…»</span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Ο Θανάσης τον έκοψε απότομα:<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Η μάνα σου είναι γιαγιά του! Ο Σπυρέτος θέλει μάνα. Άλλα θα δώσει μια μάνα, άλλα μια γιαγιά. Και η Πελαγία τον έχει τον Σπύρο μου, καλύτερα από παιδί της»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Είναι που δεν την αξίωσε ο Θεός με δικά της παιδιά»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Βούλωσε το βρομόστομά σου, ακούς! Λίγα τα λόγια για την Πελαγία»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Τότε σήκωσε για πρώτη φορά τα μάτια του από το πάτωμα ο Τάσος. Τον κοίταξε κατάματα, ίσως για ν αποδείξει πως όσα έλεγε ήταν αλήθεια, και του πέταξε στα μούτρα την αλήθεια του:<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Η Πελαγία δεν είναι αγία. Μεγαλοκοπέλα ήταν, που θα έμενε στο ράφι, αν ένας καλός χήρος, που έχει τον τρόπο του, σαν εσένα, δεν γυρνούσε να την κοιτάξει»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Αλλά ο Θανάσης δεν ήθελε ν ακούσει άλλα:<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Αν δεν ήσουν στο σπίτι μου, θα σε χτύπαγα»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Δε χρειάζεται! Φεύγω και να το ξεχάσεις το σόι μας αν παντρευτείς αυτήν την…»<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Πρόσεχε τι λες για τη μάνα μου! Για τη δεύτερη μάνα μου»!</span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Η φωνή του Σπύρου, φωνή παιδιού περισσότερο, παρά έφηβου, είχε οργή μέσα της. Στεκόταν με σφιγμένες γροθιές στο κούφωμα της πόρτας του δωματίου του. Οι δυο άνδρες, πάνω στη μανία τους να εκτοξεύσουν απειλές και ύβρεις, δεν τον είχαν ακούσει ν ανοίγει την πόρτα και να ακούει τη λογομαχία τους. Εκείνος, όμως, είχε βρεθεί εκεί, απέναντί τους, στο πλάι του πατέρα του, δίπλα στην Πελαγία, που παρέμενε κρυμμένη κάπου στα σπλάχνα του σπιτιού.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Ο μικρός, που εκείνη την ώρα φαινόταν περισσότερο μεγάλος από το θειο του τον Τάσο, περπάτησε στο κέντρο του δωματίου. Στάθηκε απέναντι στο θείο, με τα πόδια ανοικτά και τις γροθιές σφιγμένες, στο πλάι, σαν έτοιμος πυγμάχος, όπως αυτοί που ποζάριζαν στις ασπρόμαυρες αφίσες του 50, που κρεμόντουσαν έξω από τα γυμναστήρια.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Τη μάνα μου δεν τη γνώρισα. Πέθανε τέσσερα χρόνια μετά τη γέννα. Πέντε χρόνια, αφήσατε αυτόν τον άνθρωπο να γίνεται κομμάτια, πατέρας και μάνα μαζί, φίλος και συγγενής, για να τελειώσω το σχολείο, να πάω στο γυμνάσιο. Από τη μάνα μου θυμάμαι μόνο ένα νανούρισμα, γλυκό σαν κανταΐφι και μια ζακέτα απαλή σαν πούπουλα –μοχέρ την έλεγε. Και εδώ και πέντε χρόνια, ήρθε μια άλλη γυναίκα, να μου σταθεί σα μάνα και σα γυναίκα του πατέρα μου. Δε θα τη διώξει κανείς σας»!</span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Ο Τάσος σηκώθηκε όρθιος. Κοιτούσε πάλι κάτω, στο μωσαϊκό. Περπάτησε αργά προς την πόρτα. Με την πλάτη γυρισμένη σε πατέρα και γιο, άνοιξε, με δυσκολία, το στόμα του:<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Συγνώμη αν σας προσέβαλα. Οι αδελφές μου, βλέπετε… Καλή σας νύχτα και τα χαιρετίσματά μου στην Πελαγία».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Ο Θανάσης πήγε να πει κάτι στο γιο του, αλλά εκείνος στράφηκε και μπήκε σ ένα από τα δωμάτια. Εκεί από όπου ερχόταν το κλάμα της Πελαγίας. <o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Την επομένη, την ώρα του καφέ, ο Θανάσης προσπάθησε ν ανοίξει κουβέντα, στην Πελαγία, για το γάμο. Κι εκείνη τον έκοψε απότομα.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Δεν έχω ανάγκη γάμους και νυφικά»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Τότε ήταν που ο κυρ-Θανάσης πήρε την απόφαση να πάει ως τον παπα-Λάμπη, μπας και τον φωτίσει.<span lang="EN-US"><o:p></o:p></span></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Ο παπάς, ένας εύσωμος σαραντάρης, με έξι παιδιά και μια παπαδιά όνειρο, που κόλαζε ακόμη και αρχιμανδρίτη, με κατακόκκινα γένια και μαλλιά και πράσινα μάτια, έμοιαζε περισσότερο με ρόκερ, παρά με ιερωμένο. Αλλά και οι συμβουλές του, καμία σχέση </span><span style="font-size:100%;">δεν είχαν με όσα άκουγαν ως τότε οι πιστοί. Και οι δραστηριότητές του, το ίδιο. Είχε βάλει πιγκ πογκ στις αίθουσες των κατηχητικών, τάβλι και σκάκι, διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια κι είχε βαλθεί να σκαρώσει μια βιβλιοθήκη. Μάλιστα, κάποιος γνωστός για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έβλεπε με επιφύλαξη τις κινήσεις του παπά, του έστειλε τρία βιβλία του Καζαντζάκη, «για τις ανάγκες της βιβλιοθήκης».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Πάντα είχα τις αμφιβολίες μου, για το αν η εκκλησία μας αφόρισε στην πραγματικότητα αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο και λογοτέχνη. Πάντως, εγώ, δεν έχω κανένα σχετικό χαρτί από τον μητροπολίτη. Άρα, σε ευχαριστώ, εκ μέρους του ποιμνίου».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Η απάντηση του παπα-Λάμπη είχε γίνει αντικείμενο συζήτησης για αρκετούς μήνες. Κάποιοι είπαν ότι ο παπάς είναι… κομουνιστής. Πρότειναν να επέμβει η Ασφάλεια. Άλλοι ότι το ‘κανε για τα μάτια του κόσμου. Και κάποιοι τον θεωρούσαν «άγιο άνθρωπο». Αυτοί οι τελευταίοι πλήθαιναν, μέρα με τη μέρα, όσο ο παπα-Λάμπης συνέχιζε την… επαναστατική του δράση, εντός των κύκλων της ημετέρας εκκλησίας.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Αυτόν τον παπά, πήγε και βρήκε ο κυρ-Θανάσης.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Την αγαπάς την Πελαγία»;</span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Την αγαπάω, πάτερ».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Τη ρώτησες τι θέλει»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Τη ρώτησα, πάτερ. Ούτε να ακούει δε θέλει για γάμους, ειδικά μετά από όσα έγιναν με τον κουνιάδο μου».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Το παιδί το άκουσες, Θανάση»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Το άκουσα, πάτερ. Αλλά είναι παιδί»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, Θανάση… Το παιδί μίλησε με τα λόγια του Θεού. Η πρώτη σου γυναίκα, συγχωρέθηκε και ο έρμος ο Σπύρος σου, δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει, καλά – καλά. Βρέθηκε, τώρα, μια γυναίκα να του παρασταθεί σα μάνα πραγματική και θα τη βγάλουμε από τη μέση; Αυτό δεν το ευλογάει ούτε Θεός, ούτε διάολος».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Μα εγώ θέλω να την παντρευτώ! Εκείνη δε θέλει, όσο σκέφτεται τον κόσμο».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Ο κόσμος μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Δηλαδή, Θανάση, ο κόσμος δε μιλάει τώρα που</span><span style="font-size:100%;"> είναι ανύπαντρη στο πλευρό σου; Ή, νομίζεις ότι δεν έχουν καταλάβει πως έχει πάψει χρόνια τώρα να είναι οικονόμος στο σπίτι σου κι έχει γίνει γυναίκα σου; Το παιδί έχει σημασία Θανάση. Πώς νοιώθει το παιδί»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Κι ο Θεός, πάτερ; Ο Θεός τι θα πει γι αυτήν τη γυναίκα που την έχω αστεφάνωτη μέσα στο σπίτι μου»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Ο Θεός βλέπει και κρίνει. Και κρίνει σωστά. Βλέπει τις δυσκολίες που υπάρχουν. Κι όπως δεν είπε τίποτα που την έβαλες στο σπίτι σου, γιατί έβλεπε την αφοσίωσή της και την ανάγκη του παιδιού, έτσι δε θα πει τίποτα και τώρα, αν την έχεις, δίπλα σου, αστεφάνωτη. Γιατί βλέπει και τους άλλους, βλέπει κι εσάς, που είστε καλύτερα από παντρεμένοι. Και κρίνει. Κι η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος σας, Θανάση».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Μα»…<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Αν, πάλι, θελήσει η ίδια η Πελαγία να σταθεί δίπλα σου, στην εκκλησία, ντυμένη νύφη, τότε… Ε, τότε, βίον ανθόσπαρτον, από τώρα, Θανάση»!<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Με την ευλογία της εκκλησίας στο κεφαλάκι του, ο Θανάσης επέστρεψε στο σπίτι.</span><span style="font-size:100%;"> Κι εκεί, βρήκε στο σαλόνι, την Πελαγία του και τον Σπυρέτο του, να τον περιμένουν.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Λοιπόν; Τι είπε ο Άγιος»;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Το ύφος της Πελαγίας ήταν ανυπόμονο, αλλά όχι αυστηρό, όπως τις προηγούμενες ημέρες.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Είπε να κάνουμε ό,τι πεις εσύ. Γιατί εσύ είσαι, ήδη, και γυναίκα και, προπάντων, μάνα για το παιδί».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">«Τότε θα παντρευτούμε την άλλη Κυριακή. Στο παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο Κρυονέρι. Εσύ, εγώ, το παιδί, ο παπάς κι ο κουμπάρος. Δε θέλω κανέναν τους».<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Κι έτσι κι έγινε. Η Πελαγία στάθηκε, τελικά, νύφη, στο</span><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSpMEuOlZMoYoHEehr32UwrqGGbHYgnPUiNgCiReHpcbsy3AN_zo4xjuCxYowLA2SYxmfjUIp5VrrV2J43gpc2_WZAuMjgtNC5nFylbeASYdN0iC8drY58cJgJc2RpS33OD692ZocXuUpr/s1600-h/gamos_3.jpg"><img style="margin: 0pt 0pt 10px 10px; float: right; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSpMEuOlZMoYoHEehr32UwrqGGbHYgnPUiNgCiReHpcbsy3AN_zo4xjuCxYowLA2SYxmfjUIp5VrrV2J43gpc2_WZAuMjgtNC5nFylbeASYdN0iC8drY58cJgJc2RpS33OD692ZocXuUpr/s320/gamos_3.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5100170503960315490" border="0" /></a><span style="font-size:100%;"> πλευρό του Θανάση της, στο εκκλησάκι. Και τους πάντρεψε ο παπα-Λάμπης, που έκανε τα αδύνατα δυνατά, να βρεθεί, για εκείνη τη μέρα, σε άλλη ενορία. Και μέσα στην εκκλησία, ήταν μόνον οι δυο τους, ο παπάς, ο Σπύρος –που κρατούσε τη λαμπάδα- κι ο κουμπάρος –ο Δημητρός.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Απ έξω, όμως, ήταν όλη η γειτονιά. Ακόμη κι η Μόρφω. Γελαστή, με το καλό της ταγιέρ. Ναι, ναι! Τώρα τη θυμόταν καλύτερα ο Θανάσης! Ήταν εκεί, γελαστή, στις χαρές τους! Κι όμως, τον κακό της το λόγο τον είχε, πάντα, στο στόμα.<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Γιατί άραγε;<o:p></o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> </div><p face="trebuchet ms" style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;"><o:p> </o:p></span></p><div style="font-family: trebuchet ms; text-align: justify; font-weight: bold;"> <span style="font-size:100%;"><span style="font-style: italic; color: rgb(153, 0, 0);">Συνεχίζεται</span>...</span></div>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com7tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-15112804080801177002007-07-26T11:01:00.000+03:002007-07-26T12:05:16.470+03:00Μέρος 8ο<div style="text-align: justify;"><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjr-SrG1L3GRAiuz8RvAPSmGNUixiL64jTHmQJJ7XWPfD0RUdxhgPSdydMlMKI2Cq3rvyQ9TseMH21WlQippX_v5ns5AIO0wCdXGca3zrB99kMdDn-l46ODcgy32Xso8oHyBbIRWLfA4ZBI/s1600-h/lamprakis1.jpg"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjr-SrG1L3GRAiuz8RvAPSmGNUixiL64jTHmQJJ7XWPfD0RUdxhgPSdydMlMKI2Cq3rvyQ9TseMH21WlQippX_v5ns5AIO0wCdXGca3zrB99kMdDn-l46ODcgy32Xso8oHyBbIRWLfA4ZBI/s320/lamprakis1.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5091427235697345762" border="0" /></a></span><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;font-size:100%;" >Τον είδε, ευθυτενή, κοτσονάτο γέρο, να παίρνει την κατηφόρα. Πήγε να του φωνάξει, αλλά τι να του πει; Φαινόταν πνιγμένος στις σκέψεις του. Κι εκείνη είχε τόσες δουλειές να κάνει.<br />"Θα με πάρει, πάλι, το βράδυ"...<br />Μόνη της το ΄λεγε αυτό, κάθε τόσο. Με το που ξεκινούσε μια δουλειά, είχε το φόβο να προκάμει. Ένα άγχος και μια αγωνία, λες κι αν δεν προλάβαινε, κάποιος θα τη μάλωνε, θα της έκοβε το μισθό.<br />Αλλά είχε να το περηφανεύεται η Μόρφω. Στα τόσα χρόνια νοικοκυρά -και μιλάμε, τώρα, για δεκαετίες, θα μπορούσε να πάρει σύνταξη- ποτέ δεν άφησε δουλειά στη μέση. Μπορεί να την έπαιρνε η νύχτα, αλλά εκείνη θα τελείωνε. Μόνο μια φορά... Σαν τώρα το θυμότανε...<br />Τίναξε το κεφάλι της, λες και ήθελε να σταματήσει τη σκέψη. Να τη διώξει. Να τη βγάλει από το μυαλό της. Εκείνη, όμως, είχε φωλιάσει για τα καλά και θέριευε. Γιγαντώνονταν. Κάτι σαν ένας τεράστιος κισσός, ή, καλύτερα, ένα λυκόφυτο, που απλώνεται συνέχεια, πνίγοντας όλα τα υπόλοιπα.<br />Συνοφρυώθηκε. Σούφρωσε τα φρύδια της, όπως έκανε όταν στεναχωριόταν. Η σκέψη δεν έλεγε να φύγει. Κι απλώθηκε. Την κάλυψε.<br />Ήταν νέα. Το ίδιο κι ο Δημητρός της. Είχαν δεν είχαν δυο - τρία χρόνια μαζί και μόλις πέντε μήνες παντρεμένοι. Ο Δημητρός δούλευε στο εργοστάσιο, στα μετάξια. Διάλεγε κουκούλια -μια δουλειά καθαρά γυναικεία, εκείνη την εποχή, ειδικά στο μεταξάδικο της Τριανδρίας. Κι ήταν Μάιος. Μάιος του 1963.<br />"Και πού θα πας, μαθές";<br />"Πού θα πάω, ρε Μόρφω; Σε πολιτική συγκέντρωση θα πάω"!<br />"Να κάτσεις στα αβγά σου"!<br />"Μόρφω! Σαν πολλά μας τα ΄πες"!<br />"Να κοιτάς τη δουλειά σου! Τι θες, τώρα και μπλέκεις με κόμματα; Τι καλό θα δεις από αυτά";<br />"Εγώ; Δηλαδή να δω προσωπικό καλό; Ντροπή, ρε Μόρφω"!<br />"Μου ΄γινες, τώρα και κομμουνιστής..."<br />"Έλα στα συγκαλά σου κοπέλα μου... Τι κομμουνιστής και κουραφέξαλα... Θα πάω να ακούσω! Σοβαρός άνθρωπος είναι. Βαλκανιονίκης. Αθλητής. Να ακούσω τι λέει. Αυτό σημαίνει ότι θα τον ψηφίσω κι όλας";<br />Με αυτά και αυτά την έπεισε τη Μόρφω. Και πήγε. Κι εκείνη πέρασε τη μεγαλύτερη αγωνία της ζωής της... Γιατί η κατάρα το ΄θελε, το απόγευμα εκείνης της μέρας, να περάσει από το καφενείο. Εκεί που τα ΄πιναν, ο Μανώλης κι ο Σπύρος. Καθάρματα κι οι δύο -κρίμα που το γειτονόπουλο, ο γιος του κυρ-Θανάση, θα έπαιρνε, μερικούς μήνες αργότερα, το όνομα του ενός- ψευτόμαγκες και κουτσαβάκηδες, ήταν, ήδη, μεθυσμένοι. Και μιλούσαν για τη συγκέντρωση:<br />"Σκότωμα θέλει ο πούστης"!<br />"Ναι, ρε! Σκότωμα! Όλοι αυτοί, τα κουμμούνια, σκότωμα θέλουν! Για να γλιτώσει η χώρα"!<br />Έπιναν, έβριζαν κι απειλούσαν. Κι έλεγαν ότι είχαν ραντεβού, μετά, στα γραφεία της Ασφάλειας.<br />Σφίχτηκε η καρδιά της. Κι άρχισε να χτυπάει δυνατά! Ο Δημητρός της, είχε φύγει πριν κανένα μισάωρο, για τη συγκέντρωση. Θα πήγαινε από νωρίς, είχε πει, γιατί θα περνούσε από έναν φίλο του, να τον πάρει, να πάνε μαζί.<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg5D-x-WrNr1gquLPc6e9ZiWIqEDEcTiPBt1Hhz48oPm5kVNqnoB6xuokPczCLNhnTV0oFcQCzSkfr5nzbs6WiRE0EMlQ3VFHE6MW0EEBIC95lfxLJICOfjZBHQz74gKQy5_LZh-SO5-pEj/s1600-h/lamprakis2.jpg"><img style="margin: 0pt 0pt 10px 10px; float: right; cursor: pointer; width: 270px; height: 200px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg5D-x-WrNr1gquLPc6e9ZiWIqEDEcTiPBt1Hhz48oPm5kVNqnoB6xuokPczCLNhnTV0oFcQCzSkfr5nzbs6WiRE0EMlQ3VFHE6MW0EEBIC95lfxLJICOfjZBHQz74gKQy5_LZh-SO5-pEj/s320/lamprakis2.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5091427313006757106" border="0" /></a><br />Ακόμη και τώρα, που τα θυμόταν, η καρδιά της πονούσε. Πισωπάτησε και κάθισε στην καρέκλα, στο μπαλκόνι, δίπλα στο φλιτζάνι με τον καφέ. Ζαλιζόταν. Τίναξε, πάλι, το κεφάλι της, αλλά η σκέψη, το παρελθόν, συνέχιζε να απλώνεται. Δίχτυ, σε μαύρη, σκοτεινή θάλασσα.<br />Είχε δουλειές να κάνει. Είχε βάλει μπροστά σκούπισμα κι είχε και σφουγγάρισμα, ρούχα, ασπρόρουχα, να περιμένουν για πλύσιμο. Γι αυτό είχε βγει από το σπίτι, να πάει ως το μπακάλικο, να πάρει λίγο λευκαντικό. Κι έτσι πέρασε από το καφενείο κι έτσι τους άκουσε, τα δυο ρεμάλια, που τα ΄πιναν στο τραπεζάκι, έξω από το μαγαζί. Τα ΄πιναν, έβριζαν κι απειλούσαν.<br />Τρελάθηκε. Δεν ήξερε πού να πρωτοπάει. Στους γειτόνους; Σε συγγενείς; Να ψάξει να βρει εκείνο το φίλο του Δημητρού; Τι να σου κάνουν οι γειτόνοι; Και τι οι συγγενείς; Κι αυτόν το φίλο του Δημητρού, μια δυο φορές τον είχε ακούσει, ποτέ δεν τον είχε δει. Ήξερε ότι καθόταν κάπου στις 40 Εκκλησιές, αλλά πού ακριβώς;<br />"Στην εκκλησία! Πάνω από την Ηλεκτρική Εταιρία! Ναι"!<br />Το μυαλό της πήρε στροφές. Θυμήθηκε. Και πήρε το δρόμο, με τα πόδια, γιατί εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστα τα λεωφορεία. Και, μέσα από το δάσος, το φρεσκοφυτεμένο, ήταν πιο εύκολα να φθάσει.<br />Πέρασε το νταμάρι, εκεί που τώρα είναι το Θέατρο Γης. Και συνέχισε. Πέρασε τις εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Αριστερά της έβλεπε τα εβραϊκά μνήματα. Τεράστιες αλάνες, χωρίς ένα κτίριο. Κι έφθασε, κάποια στιγμή, λαχανιασμένη, στη γειτονιά του φίλου...<br />Ακόμη και τώρα, που τα θυμόταν, είχε λαχανιάσει. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε. Δεν αισθανόταν καλά. Αλλά οι αναμνήσεις, εκεί! Συνέχιζαν. Δε σταματούσαν με τίποτα. Θυμήθηκε πώς έψαχνε, ένα - ένα, τα σπίτια. Και πως βρήκε, τελικά, τη μάνα του φίλου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, μαυροντυμένη, που όταν άκουσε τα καθέκαστα, καθόλου δεν έσπασε το πρόσωπό της. Ανέκφραστη έμεινε. Μόνο είπε:<br />"Φασίστες"!<br />Γύρισε και μπήκε στο σπίτι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι άφησε την Μόρφω, σα μια άλλη γυναίκα του Λωτ, στο κατώφλι, δίπλα στη μπουκαμβίλια. Γείτονες της είπαν πως ο Δημητρός κι ο φίλος κατηφόρισαν, με τα πόδια, πριν κανένα τέταρτο. Κι εκείνη, πήρε την κατηφόρα μόνη.<br />Όταν έφθασε στη γωνία της Ερμού με τη Βενιζέλου, ο κόσμος ήταν πολύς. Πολλοί κι οι<br /></span><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;font-size:100%;" >χωροφύλακες. Κι ακόμη περισσότεροι, οι άλλοι. Ο δρόμος ήταν άδειος. Οι χωροφύλακες είχαν κάνει μια σειρά, ντυμένοι σα στρατιώτες, με κράνη και όπλα στα χέρια, για να μην περνούν οι άλλοι, προς το σινεμά. Η αίθουσα ήταν γεμάτη και ένας μεσόκοπος μ έναν νεαρό, μάλωναν με τον επικεφαλής των χωροφυλάκων. Ο τελευταίος ήθελε να αναβάλει την εκδήλωση.<br /></span><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;font-size:100%;" >"Υπάρχει θέμα ασφαλείας! Το κτίριο δεν πληρεί τας προϋποθέσεις πυρασφαλείας"!<br />"Μα, είστε καλά, ενωμοτάρχη; Εδώ κινδυνεύουμε από τους έξω! Όχι από το κτίριο! Θα τους πούμε να μην καπνίζουν"!<br />Τη Μόρφω, καθόλου δεν την ένοιαζαν όλα αυτά. Εκείνη έψαχνε το Δημητρό της. Όργωσε, με το βλέμμα της, το πλήθος. Αλλά μάταια. Έσπρωχνε, χωνόταν, φώναζε το Δημητρό της. Άδικα.</span><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;font-size:100%;" ><br />Τότε είδε, μέσα από το πλήθος, αγέρωχο, το βουλευτή. Περπατούσε στη μέση του δρόμου. Βάδιζε λες και δε συνέβαινε τίποτα. Άκουσε ένα θόρυβο. Στράφηκε αριστερά της και είδε το τρίκυκλο του Σπύρου. Του κουτσαβάκη. Πέρασε με φόρα. Άκουσε έναν θόρυφο. Στην καρότσα ήταν ο Μανώλης. Ο βουλευτής έπεσε. Οι χωροφύλακες έσπρωχναν. Οι άλλοι φώναζαν:<br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhgWp_RsdRoyZPjMkSS_TomDJFtNEIVhhJJQOkK5shRMrv7zXqPNYZ620YLHpOCtJ29rXt9h-go_OgNiMmzpIZuSmOnyRd2uhX0q20XDQamo3KHJNFLER5Efp05VmeUx-B8_NxT5K8DiGHP/s1600-h/lamprakis3.jpg"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhgWp_RsdRoyZPjMkSS_TomDJFtNEIVhhJJQOkK5shRMrv7zXqPNYZ620YLHpOCtJ29rXt9h-go_OgNiMmzpIZuSmOnyRd2uhX0q20XDQamo3KHJNFLER5Efp05VmeUx-B8_NxT5K8DiGHP/s320/lamprakis3.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5091427553524925698" border="0" /></a>"Θάνατος! Θάνατος"!<br />Κάποιοι έτρεχαν. Άλλοι κλωτσούσαν. Κάποιος την κλώτσησε.<br />"Θάνατος! Θάνατος"!</span><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;font-size:100%;" ><br />Κι εκείνη εκεί. Κόντρα στο πλήθος. Να προσπαθεί να κρατηθεί στα πόδια της, την ώρα που όλοι έτρεχαν προς μία κατεύθυνση. Και να φωνάζει:<br />"Δημητρό μου! Αγάπη μου"!<br />Την έριξαν κάτω. Κουλουριάστηκε. Έβαλε τα χέρια στο κεφάλι, να γλιτώσει. Κι όλο φώναζε:<br />"Δημητρό μου! Δημητρό μου! Μην είδατε την αγάπη μου";<br />Ένοιωσε ένα χέρι. Γύρισε να δει. Ο Δημητρός, με κράνος, όπλο, τη βοηθούσε να σηκωθεί. Όχι! Ένας χωροφύλακας ήταν.<br />"Τι θέλετε, εδώ, κυρία μου; Φύγετε! Θα ανοίξουμε πυρ. Θα πέσουν κορμιά"!<br />"Το Δημητρό μου! Την αγάπη μου... Σας παρακαλώ"...</span><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;font-size:100%;" ><br />Έκλαιγε. Το πλήθος την παρέσυρε, τελικά. Κοίταξε στο βάθος. Κάποιοι σήκωναν το βουλευτή. Αίμα έτρεχε από το κεφάλι του. Ένας σωματώδης νέος κυνηγούσε το τρίκυκλο, που απομακρύνονταν. Οι χωροφύλακες έσπρωχναν. Οι άλλοι φώναζαν:<br />"Θάνατος! Θάνατος"!<br />Κι οι από μέσα, άναψαν. Φώναζαν κι αυτοί:<br />"Φασίστες! Δολοφόνοι! Τον σκότωσαν"!<br />Ούτε την ένοιαζε. Εκείνη, έψαχνε με το μάτι το Δημητρό της.<br />"Δημητρό μου... Αγάπη μου..."<br />Η φωνή της έσβηνε. Πώς να ακουστεί μια φωνή μέσα στο πλήθος; Όση αγάπη κι αν της δίνει δύναμη, μια φωνή ήταν μόνον.</span><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;font-size:100%;" ><br />Έκλαιγε. Έκλαιγε στο μπαλκόνι της, καθώς θυμόταν εκείνο το απόγευμα. Και τις τρεις μέρες που ακολούθησαν.<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhmIUQSaXm3zgbfPOqDjSy5ljEBztGoYzRRPtTeanZGlQ5xHcqwgwneZRyaQ7-ctAew50yaLV5oChtGTGeMgftHBvhMIqJJp-K7iZH3zHB7zj_PV5DMHExAw-TVgFEdG2TD2UDfhht1EMbv/s1600-h/lamprakis4.jpg"><img style="margin: 0pt 0pt 10px 10px; float: right; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhmIUQSaXm3zgbfPOqDjSy5ljEBztGoYzRRPtTeanZGlQ5xHcqwgwneZRyaQ7-ctAew50yaLV5oChtGTGeMgftHBvhMIqJJp-K7iZH3zHB7zj_PV5DMHExAw-TVgFEdG2TD2UDfhht1EMbv/s320/lamprakis4.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5091427772568257810" border="0" /></a><br />Τρεις μέρες έκανε να γυρίσει στο σπίτι ο Δημητρός. Εκείνη, καθισμένη στην αυλή, ούτε είχε σκουπίσει, ούτε είχε πλύνει. Είχε παρατήσει σε μια γωνιά το σφουγγαρόπανο και τον κουβά, στην άλλη τα άπλυτα και τη σκάφη. Κοιτούσε κάτω, το χώμα και περίμενε. Ούτε να της περάσει από το μυαλό ότι ο Δημητρός της είχε πάθει κάτι κακό.</span><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family: trebuchet ms;"></span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Όταν μπήκε ο Δημητρός στην αυλή, δεν είχε κουράγιο να τον ρωτήσει τίποτα. Μια λέξη, ήταν η εξήγησή του.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">"Κρυβόμουν".</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">"Άλλη φορά, μη μ αφήσεις"...</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Δεν την άφησε ποτέ.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms;">Αχ, γιατί να τα θυμηθεί, τώρα, όλα αυτά;</span></span><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" > </span><br /></div><br /><span style="color: rgb(153, 0, 0); font-style: italic; font-weight: bold; font-family: lucida grande;">Συνεχίζεται...</span>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-38482726172970135532007-07-23T14:02:00.001+03:002007-07-24T00:37:00.451+03:00Μέρος 7ο<div style="text-align: justify;"><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Δεν είχε όρεξη, πια, για καφέ. Θα τον άφηνε να πετρώσει στο φλιτζάνι. Θα τον παρατούσε και θα ΄βγαινε μια βόλτα στη γειτονιά.</span><br /></span></div><div><div style="text-align: justify;"><span style="font-size:100%;"><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Φόρεσε, στα γρήγορα, παπούτσια και πουκάμισο, έβαλε το ψαθάκι του, να μην τον πιάνει ο ήλιος, το καλό ρολόι στο δεξί –χρόνια τώρα το φορούσε στο δεξί- και διάβηκε το κατώφλι.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Βγήκε στο δρόμο, κοίταξε δεξιά – αριστερά και πήρε τον κατήφορο. Κάθε φορά, αυτό έκανε. Κοιτούσε από τη μια κι από την άλλη και διάλεγε την κατηφόρα. Θυμήθηκε τότε που τον είχε ρωτήσει η Πελαγία του:</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Γιατί βρε άνθρωπέ μου κοιτάς πάνω – κάτω το δρόμο και παίρνεις, πάντα, την κατηφόρα; Ξεκίνα μια φορά χωρίς να δεις. Αφού, πάλι την κατηφόρα θα πάρεις»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Χαμογέλασε…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Γυναίκα, την κατηφόρα την παίρνω εγώ, για να μην την πάρουν τα παιδιά μας»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Ένα παιδί είχε -κι αυτό, όχι από την Πελαγία. Μπορούσε να περηφανεύεται, ότι ο Σπυράκος του, ο Σπυρέτος του, το καμάρι του, δεν την πήρε ποτέ την κατηφόρα. Εκτός από εκείνη τη μοναδική φορά, όταν ήταν 22 χρονών κι είχε μπλέξει με τις παλιοπαρέες από την Αθήνα.</span><br /><a style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;" onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiykHscGCPX5lKjqIw-pKF255orw4Ju206AfQ8BXhxPYVREuImtg9AIH_zD0hnAmEGafSxmaMuzZqhX5CJUp4-QYk_GPgDDanR26rUhq2BDOSi830hjXLdgLt_868ZyYduQzfLBQOOelIDb/s1600-h/leviol.jpg"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiykHscGCPX5lKjqIw-pKF255orw4Ju206AfQ8BXhxPYVREuImtg9AIH_zD0hnAmEGafSxmaMuzZqhX5CJUp4-QYk_GPgDDanR26rUhq2BDOSi830hjXLdgLt_868ZyYduQzfLBQOOelIDb/s320/leviol.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5090508868610245826" border="0" /></a><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Περπατούσε και τα θυμότανε, ειδικά τώρα που πλησίαζε στην εκκλησία, γιατί από τον άγιο Σπυρίδωνα, εκεί στην Τριανδρία, είχε ζητήσει βοήθεια. Που είχε το ίδιο όνομα με τον Σπυρέτο του, να το βοηθήσει το παιδί.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Είχε μπει βραδιάτικα, στο νάρθηκα, την ώρα που ο νεωκόρος σκούπιζε τα λουλούδια και το ρύζι, που είχαν μείνει ανάμεσα στα χαλιά και το μωσαϊκό του πατώματος, μετά από ένα γάμο. Αντάλλαξαν μια καλησπέρα, με ένα νεύμα του κεφαλιού. Ο κυρ-Θανάσης πήρε ένα κερί και τράβηξε γραμμή για το εικόνισμα του Άγιου.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">«Βάλε το χεράκι σου, άγιέ μου, να γλιτώσει ο Σπυράκος μου, το παλικάρι μου… Κι εγώ, θα ανάψω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του παιδιού»…</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Ο Σπύρος, στην Αθήνα, φοιτητής Πολυτεχνείου, είχε τα γνωστά μπλεξίματα, που έχει κάθε νέος στην ηλικία του. Επαρχιώτης, στην Αθήνα, προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με το χαρτζιλίκι του κυρ-Θανάση. Δεν ήθελε να πει στον πατέρα του ότι είχε τέτοια προβλήματα και βάλθηκε να δουλεύει. Σε σουβλατζίδικο. Ψητάς. Βλέπετε, τότε δεν υπήρχαν, ακόμη, τα ντελίβερι κι όποιος ήθελε σάντουιτς με γύρο, σουβλάκι, όπως το λέγανε στην Αθήνα, έπρεπε να πάει να το αγοράσει από το μαγαζί.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Εκεί στο ψητοπωλείο πήγαινε κι η Άννα. Όμορφη κοπέλα. Ψηλή. Μελαχρινή. Στην αρχή, του κυρ-Θανάση του καλάρεσε το μπλέξιμο του γιου του με την Άννα. Την είχε φέρει, ένα καλοκαίρι, στη Θεσσαλονίκη. Μείνανε στο σπίτι για μερικές ημέρες. Κι έπειτα, πήγαν στη Χαλκιδική, για διακοπές. Στις Καβουρότρυπες.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Ο κυρ-Θανάσης, τόσα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, δεν είχε ματακούσει για τις Καβουρότρυπες. Κάτι στο όνομα δεν του άρεσε. Το καβούρι του έφερνε αναγούλα. Κι αυτό το μυστήριο, που κρύβανε οι τρύπες, στις Καβουρότρυπες, δεν του είχε αρέσει καθόλου. Κι όταν ήρθαν τα μαντάτα από έναν μακρινό ξάδερφο, φοιτητής στο Πολυτεχνείο κι αυτός, τα ΄βαλε με την Πελαγία:</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Δε σου το ΄πα; Ότι μ΄αυτήν την παστρικιά που μας έφερε, θα μας νοικοκυρέψει"...</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Μπα; Τώρα έγινε παστρικιά; Γιατί ως τώρα, ήταν η Αννούλα. Η Αννούλα κι η Αννούλα. Λες και την ξέραμε από χθες".</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Εγώ; Εσύ! Εσύ βάλθηκες να τη βάλεις στο σπίτι! Κι όταν είπα να πω μια κουβέντα στον κανακάρη, που μας φέρνει τις γκόμενες στο σπίτι, όρμησες να με φας"!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Εγώ; Εγώ να σε φάω; Τι είπα, δηλαδή; Ότι το παιδί μεγάλωσε! Αυτό είπα όλο κι όλο"...</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Αυτό; Μόνον; Και να το παιδί μεγάλωσε, και να πρέπει να το αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει που έγινε άνδρας, και να άσε τον να κάνει αυτό που θέλει που τον κρύβεις στο βρακί σου... Τι άλλο ήθελες να πεις, δηλαδή; Και να τα ρεζιλίκια μας, τώρα"...</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Τα ρεζιλίκια του ήταν η "πληροφορία" ότι ο Σπύρος, κάτω στην Αθήνα, είχε μπλέξει με ναρκωτικά. Γι αυτό έτρεξε στον Άγιο Σπυρίδωνα κι έταξε τη λαμπάδα. Κι ώσπου να επιστρέψει ο Σπυρέτος του από τη Χαλκιδική, με την Άννα, είχε πάθει τρία εγκεφαλικά και δύο καρδιακά μαζί.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Κι ο Σπυρέτος επέστρεψε. Μαζί και η Άννα. Κι όσο ήθελε ο κυρ-Θανάσης να τον αρπάξει, να τον ταρακουνήσει, να του πει "τι κάνεις, παιδί μου", τόσο δεν τον άφηνε η Πελαγία "μη γίνει το παιδί ρεζίλι". Και τόσο και οι δύο ρίχνανε το φταίξιμο "στην παστρικιά, που δεν το ΄χει σε τίποτα να τριγυρνάει στις ερημιές με αγόρια". Ώσπου ήρθε εκείνο το βράδυ της Παρασκευής...</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Αχ... Σαν σήμερα το θυμόταν εκείνο το βράδυ της Παρασκευής ο κυρ-Θανάσης. Πηγαινοερχότανε, από την πλατεία στο καφενείο κι από το καφενείο στην πλατεία. Όρεξη να επιστρέψει στο σπίτι, δεν είχε, για να μην τη δει "και του γυρίσουν τα μυαλά ανάποδα". Και προτιμούσε να τον τρώνε οι δρόμοι.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Και τότε την είδε. Ερχόταν από απέναντι, ίσα πάνω του. Λες και τον έψαχνε. Μόνον που δεν ήταν ψηλή κι αγέρωχη. Κοντή του φάνηκε. Σκυφτή. Κλαμμένη; Ανήσυχη; Κι εκεί που ήθελε να φύγει μακριά της, βρέθηκε να περπατά προς το μέρος της.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Με το που φθάσανε σε ένα μέτρο απόσταση, εκεί που πήγε να τη ρωτήσει "τι έγινε", η Άννα, η άγνωστη αυτή Άννα που είχε παρασύρει σε κάθε ακολασία τον Σπυρέτο του, έπεσε στην αγκαλιά του. Κι έκλαιγε...</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Αχ κυρ-Θανάση μου, αχ, τι θα κάνουμε"...</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Τι να κάνουμε παιδί μου; Τι εννοείς";</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Κι εκεί, δίπλα στην εκκλησία, μέσα στο πάρκο, στο παγκάκι απέναντι από το στερεμένο συντριβάνι, η Άννα του τα είπε όλα. Πώς ο Κώστας, ένας κοινός φίλος, έδωσε στο Θανάση ένα τσιγάρο. Πως ο ίδιος φίλος, τον έβαζε να μυρίζουν παρέα βενζίνες και κόλες, για να ζαλιστούν. Πώς είχε φέρει κάτι χαρτάκια, μοβ, που τα έγλειφαν κι ύστερα μιλούσαν για δρόμους που ανοίγονταν μπροστά τους, δρόμους ανύπαρκτους, που ήθελαν κι οι δύο να διαβούν. Και πώς ήρθαν στη Θεσσαλονίκη και μετά στη Χαλκιδική, για να γλιτώσει ο Σπύρος. Και πώς τους βρήκε στις Καβουρότρυπες ο Κώστας κι άρχισε το ίδιο μαγκανοπήγαδο.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Έμεινε στήλη άλατος ο κυρ-Θανάσης. Άλλα περίμενε κι άλλα του ήρθαν. Κι έτσι βρέθηκε στον Άγιο, να ανάβει κερί και να ζητάει συμβουλές και λύτρωση. Κι η αλήθεια είναι ότι ο Άγιος και συμβουλές έδωσε και τη λύτρωση έφερε.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Α, όλα κι όλα! Μεγάλη η χάρη του"!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Και δώστου έκανε το σταυρό του ο κυρ-Θανάσης. Γιατί τη λύση τη βρήκε: Πρώτα έπιασε λυτούς και δεμένους κι έκαναν μετεγγραφή και ο Σπύρος και η Άννα στη Θεσσαλονίκη. Στο Πολυτεχνείο του Αριστοτέλειου, να τους έχει κοντά τους. Τα παιδιά του. Έπειτα πήρε το Σπυρέτο του και τον έπεισε να πάει να μπει στην Ιθάκη, στη Σίνδο. Δύο χρόνια πάλευε με τους εφιάλτες του ο Σπυράκος του. Αλλά τα κατάφερε. Και βγήκε γερός.</span><a style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;" onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgMScN2HjmXb_pbbBh5Bdn-hvd5qSz-c7_YP_Gau-QQzKnKP5h-ZjmepAVqD5fL8yKftLyXkliB0hivlavc3jpGonwCOcpCy4JqCUSxGQItyHbrJcoPsg5ggv8wCgfGAuk5vjofpVLvxFAw/s1600-h/drugs.jpg"><img style="margin: 0pt 0pt 10px 10px; float: right; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgMScN2HjmXb_pbbBh5Bdn-hvd5qSz-c7_YP_Gau-QQzKnKP5h-ZjmepAVqD5fL8yKftLyXkliB0hivlavc3jpGonwCOcpCy4JqCUSxGQItyHbrJcoPsg5ggv8wCgfGAuk5vjofpVLvxFAw/s320/drugs.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5090508984574362834" border="0" /></a><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Κι εκείνος, πήγε και βρήκε τον Κώστα. Ήταν αποφασισμένος να τον παραδώσει στην αστυνομία. Όμως, όταν τον βρήκε ιδρωμένο και αδύνατο, σε ένα ημιυπόγειο στην Άνω Ηλιούπολη στην Αθήνα, σε έναν δρόμο τόσο κατηφορικό όσο και ο Όλυμπος, δεν άντεξε η καρδιά του. Και δεν πήγε, τελικά, στην αστυνομία. Μόνο πήγε και βρήκε τους γονείς του Κώστα, στο Βούναργο της Ολυμπίας, όπου ζούσανε ταΐζοντας γίδες και στέλνοντας ό,τι είχαν και δεν είχαν στην Αθήνα, να σπουδάσει ο γιος τους, ο μονάκριβος. Μόνον που οι γίδες γίνονταν φιξάκια από τον άρρωστο Κώστα.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">"Καλά έκανες|!</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Η επιβράβευση ήρθε από το Δημητρό, όταν δυο χρόνια μετά την περιπέτεια, τη μέρα που ο Σπυρέτος του έπαιρνε το πτυχίο του, οι δυο φίλοι τα λέγανε στο προαύλιο της Πολυτεχνικής, κάτω από τις Σαράντα Εκκλησιές. Και καμάρωνε ο κυρ-Θανάσης, που έκανε το σωστό. Και καμάρωνε δυο φορές, δίπλα στη φουσκωμένη Άννα.</span><br /><span style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;">Γιατί δεν κέρδισε μόνον, ξανά, το γιο. Κέρδισε και μια κόρη.</span><br /></span></div><br /><span style="color: rgb(153, 0, 0); font-style: italic; font-weight: bold; font-family: lucida grande;">Συνεχίζεται</span>...</div>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com7tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-84179789182788612182007-07-17T00:00:00.000+03:002007-07-20T21:54:16.045+03:00Μέρος 6ο<div style="text-align: justify;"><span style="font-size:100%;"><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Η Μόρφω έψαχνε, με το βλέμμα της, τον κυρ-Θανάση. Έγερνε, πότε δεξιά και πότε αριστερά, προσπαθώντας να δει στο εσωτερικό του διαμερίσματος.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Τον ευλογημένο… Πού πήγε και χώθηκε»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Θα τον φώναζε, αλλά ντρεπόταν και λίγο. Να καταλάβει ότι, τόση ώρα, είχε στημένο αυτί; Δε φτάνει που κουτσομπόλα την ανέβαζε, γλωσσοκοπάνα την κατέβαζε;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Την πρώτη φορά, που την είχε αποκαλέσει κουτσομπόλα, κόντεψαν να σκοτωθούν με το Δημητρό. Τα φιλαράκια τα καλά, θα πιάνονταν στα χέρια, για τις κυράδες τους. Της έφυγε ένα γελάκι της Μόρφως. Έκλεισε τα μάτια. Ήταν σα χθες…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Σα χθες, που ο κυρ-Θανάσης επέστρεψε, από την εκκλησία. Κυριακή μεσημέρι. Ήταν τακτικός, μια εποχή, ο Θανάσης. Κάθε Κυριακή πρωί, σκαρφάλωνε την ανηφόρα κι έφθανε στον Αι-Σπυρίδωνα. Άναβε το κεράκι του και καθόταν στο τρίτο στασίδι, όπως έμπαινες δεξιά, μετά το νάρθηκα. Κι ύστερα, με το δι ευχών, ροβόλαγε τον κατήφορο. Η Πελαγία του τον περίμενε στην πόρτα, με το παιδί ντυμένο «με τα καλά του» και τα ασπρόμαυρα λουστρίνια. Κι εκείνη, με το μαντό της, το σκουροπράσινο, που τόσο πήγαινε με τα μάτια της. Και τη μαύρη τσάντα στα χέρια. Ήταν η μέρα που πήγαιναν «στους συγγενείς». Πότε στον έναν και πότε στον άλλον.</span><br /><a style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;" onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh4GQ5m0sGK1XdcU6y4IFJsdY4SkzOc6yTHQLtmxlNPsYdXhOSLhV-7TLAHtvJfBUNVehHffVqrL8AgLL3yqTa1f1RSahV9lTXO_CD6ayn9_ESq6DfHy0CJbKN5LqiUap0i6J-o-tL8AKQ3/s1600-h/woman3.jpg"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh4GQ5m0sGK1XdcU6y4IFJsdY4SkzOc6yTHQLtmxlNPsYdXhOSLhV-7TLAHtvJfBUNVehHffVqrL8AgLL3yqTa1f1RSahV9lTXO_CD6ayn9_ESq6DfHy0CJbKN5LqiUap0i6J-o-tL8AKQ3/s320/woman3.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5087903205139704706" border="0" /></a><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Εκείνη τη μέρα, όμως, είχαν δύσκολο καθήκον. Η Μαιρούλα, το Μαιράκι τους, η κόρη του αδελφού του, θα έφευγε ταξίδι. Ταξίδι δύσκολο. Στην Ελβετία. Σε κολέγιο. Έτσι είχαν πει. Έτσι έλεγαν τότε. Όταν ήθελαν «να κρύψουν τις πομπές τους».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Αθώα ήταν η Μαιρούλα. Αθώα κι άβγαλτη. Ο θείος Γιάννης πατέρας αυστηρός, δεν την άφηνε, καλά – καλά, ούτε από το σπίτι να ξεπορτίσει. Στα Αγγλικά πήγαινε; Από πίσω η μάνα της. Στο σχολείο; Όλο κι έκοβε βόλτες από έξω ο θείος Γιάννης. Κι όταν ήθελε κι αυτή να πάει καμία βόλτα, σαν κορίτσι, έπρεπε ο θείος Γιάννης να εγκρίνει τις παρέες της. Κι εκείνος να πει το ναι, ή το όχι. Κι εκείνος να αποφασίσει για το… συνοδό. Που, συνήθως, ήταν κάποιος ξάδελφος.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Έτσι έγινε και τότε. Αλλά ο έρωτας, η αγάπη, δε μαντρώνονται. Κι η Μαιρούλα ερωτεύτηκε. Έναν νέο ψηλό κι όμορφο. Φίλο του ξαδέλφου. Παιδί γνωστό, από καλή οικογένεια, οικογένεια φίλων και φίλτατων. Έβγαιναν τέσσερις. Η Μαιρούλα, ο φίλος, ο ξάδελφος και η αδελφή του φίλου. Κι ο θείος Γιάννης ήταν ήσυχος, γιατί ήξερε, κατά πως νόμιζε, πού βρισκόταν το κορίτσι του. Κι η Μαιρούλα, ήταν ήσυχη, που ήταν ήσυχος ο πατέρας της και που ζούσε τον έρωτά της.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Ο φίλος, όμως, ο ψηλός κι όμορφος, ήθελε «να ολοκληρώσουν». Την πρώτη φορά που το άκουσε η Μαιρούλα, ήταν κάθετη:</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Όχι! Πρέπει να ντρέπεσαι! Τι πράγματα είναι αυτά»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Συγνώμη ρε Μαίρη. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Αλλά νόμιζα ότι μ’ αγαπάς».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Σ’ αγαπώ, αλλά θα με σκοτώσει ο πατέρας μου».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Ο πατέρας σου; Και πώς θα το μάθει; Μήπως θα βγάλουμε τελάλη»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Κι αν το μάθει»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Πώς να το μάθει ρε χαζή. Έλα… Ξέρεις τι ωραία που είναι; Ή το κρατάς για τον σύζυγο»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Ε, όχι.. Δηλαδή… Εγώ, ρε συ; Ο πατέρας μου»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Στο ξαναλέω: Δε θα μάθει το παραμικρό»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Κι ο ξάδελφος»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Ο ξάδελφος… Όταν πηγαίνουμε στην καφετέρια, στο Σέιχ Σου και χάνεται στα δενδράκια με την αδελφή μου, τι νομίζεις ότι κάνουν»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Κι εσύ; Δε λες τίποτα εσύ; Αδελφή σου είναι»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Αδελφή μου είναι ρε Μαίρη, αλλά δεν τη σκοτώνει κι όλας… Ίσα-ίσα… Νομίζω ότι της αρέσει»…</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Κι εκεί έβαλαν τα γέλια. Κι έπεσαν τα τείχη, άνοιξαν οι κερκόπορτες κι εισέβαλε ο μόρτης.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Μόνον που τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζαν.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Τραβήχτηκες»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Τραβήχτηκα ρε Μαίρη. Για χαζό με έχεις»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Για χαζό, όχι. Για ανεύθυνο, όμως, τον είχε η Μαιρούλα. Κι όταν πέρασε πάνω από ένας μήνας κι ήταν απόλυτα υγιής, τη ζώσανε τα μαύρα φίδια. Να το πει στη μάνα της, ούτε κουβέντα. Κι έτσι κι εκείνη, το είπε στην Πελαγία.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της, η Πελαγία. Δε ζούσανε και στο ’50, που ήταν έγκλημα τεράστιο να χάσει μια κοπέλα την παρθενιά της, <span style="font-size:100%;">αλλά ένα μπάσταρδο στην </span></span><span style="font-size:100%;"><span style=";font-family:";font-size:16;" >οικογένεια, ήταν πρόβλημα τεράστιο. Γιατί ο νέος, ο ωραίος και ψηλός, εξαφανίστηκε μόλις του είπε η Μαίρη πως είχε καθυστέρηση. Σεπτέμβριος ήτανε, ανοίγανε τα σχολεία και τα πανεπιστήμια κι ο φίλος είχε περάσει στην Αθήνα, στην Πάντειο. Κάτι περίεργα της μουρμούρισε «να πάρω το πτυχίο μου», «μα καλά, εσύ δεν πρόσεχες» και κάτι τέτοια. Κι έπειτα, εξαφανίστηκε.</span></span></span><span style="font-size:100%;"><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Άδικα τον έπαιρνε στο τηλέφωνο η Μαίρη. Μόνον η αδελφή του απαντούσε, που ήξερε την υπόθεση και ντρεπότανε. Δεν ήξερε τι να της πει.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Θέλεις να ΄ρθεις, να συναντήσεις τον πατέρα μου»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Αλλά η Μαίρη ήταν πολύ περήφανη:</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Δε χρειάζεται. Πες του χαιρετίσματα και θα τον βρω, εγώ, το δρόμο μου».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Και τον βρήκε. Μάζεψε όσο θάρρος είχε και κατέφυγε στην Πελαγία. Που, μετά την πρώτη σαστιμάρα, κατέστρωσε σχέδιο μεγαλοφυές: Έβαλε τη Μαίρη να… αρρωστήσει. Και, μπροστά στην υγεία της κόρης του, ο Γιάννης συναίνεσε. Και, όταν του πρότεινε να στείλει τη Μαιρούλα στην Αθήνα, στην αδελφή τους, για να διορθωθεί η κατάσταση σ έναν γνωστό τους γιατρό, είπε το «ναι» αμέσως.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Εκείνη τη μέρα, που τους είδε και τους τρεις η Μόρφω, ήταν που πήγαιναν στο Γιάννη, «να τα συζητήσουν».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Τα νέα, όμως, είχαν κυκλοφορήσει. Η γειτονιά, το ΄χε τούμπανο κι η Πελαγία κρυφό καμάρι. Κι είχαν κυκλοφορήσει από τη Μόρφω, φυσικά, που είχε στήσει αυτί και είχε ακούσει όλη την εξομολόγηση της Μαιρούλας. Κι έπειτα, πήρε τους δρόμους, να μεταδώσει το νέο με ταχύτητα ασύρματου.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Είδε τους τρεις και βγήκε να τους χαιρετήσει:</span><a style="font-family: trebuchet ms; font-weight: bold;" onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_hdRG7kcuINZbjlBWJOi05SCsTuCyIq_vbIEn49FajhiaWHkdFJEWJzNEQYowsBZvfPMiaSKEpKj6Yu4dBG8maKvhBG-xrXfRc_lJxvHWN-rzc5JZ5LP5KJ5cQhEf_RD-SGqs1X51Ju9l/s1600-h/breast-art%5B1%5D.jpg"><img style="margin: 0pt 0pt 10px 10px; float: right; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_hdRG7kcuINZbjlBWJOi05SCsTuCyIq_vbIEn49FajhiaWHkdFJEWJzNEQYowsBZvfPMiaSKEpKj6Yu4dBG8maKvhBG-xrXfRc_lJxvHWN-rzc5JZ5LP5KJ5cQhEf_RD-SGqs1X51Ju9l/s320/breast-art%5B1%5D.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5087903626046499730" border="0" /></a><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Βόλτα κυρ Θανάση; Βόλτα, οικογενειακώς»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Βόλτα κυρία Μόρφω μου. Βόλτα. Και μπες μέσα και μη ρωτήσεις τίποτα άλλο μωρή κουτσομπόλα, γιατί σου ΄χω πολλά μαζεμένα. Που θα πιάσεις εσύ την ανιψιά μου στο στόμα σου»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Έβαλε τα κλάματα η Μόρφω κι έτρεξε μέσα στο σπίτι. Βρήκε το Δημητρό της και είπε το παράπονό της. Κι ο Δημητρός περίμενε τον Θανάση, το φίλο του, να γυρίσει από την επίσκεψη, συν γυναιξί και τέκνοις, «να τα πούνε ένα χεράκι».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Κι όταν γύρισε ο Θανάσης, στήθηκε ο καβγάς.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Είσαι πολύ μικρός, ρε ,για να πεις τη γυναίκα μου κουτσομπόλα».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Εγώ, ρε, είμαι μικρός, ή αυτή που στήνει το αυτί της, σα ραντάρ κι ό,τι πιάσει το λέει δεξιά κι αριστερά, σαν το Ρόιτερ»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Θανάση, μην το συνεχίζεις, θα σκοτωθούμε»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Βρομίσανε τα αίματα, ρε Δημητρό! Πάρε έναν κουβά και μια μάπα, ε, μάπα, να τα μαζέψεις».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Ποιον είπες μάπα, ρε»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Εσένα, ρε. Που σε έχει βάλει στο βρακί της και σε κάνει ό,τι θέλει».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Εμένα έβαλε στο βρακί της; Εσένα, δηλαδή, πού σε έχει; Α, ξέχασα. Εσένα σου ΄χει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Εμένα, ρε; Εγώ σούζα την έχω. Σήκω-σήκω και κάτσε-κάτσε»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Γιατί; Μήπως εμένα τολμάει να μου πει κουβέντα; Ό,τι θέλω την κάνω».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Σιγά ρε άντρα! Αυτό το μαλακό που πατάω, η πούτσα σου είναι»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Δηλαδή δε με πιστεύεις; Ή, μήπως εσύ είσαι καλύτερος»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Είμαι και φαίνομαι»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Αν είσαι, πες τώρα την κυρα-Πελαγία, να φέρει ένα τάβλι και δυο ούζα με μεζέ»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Τώρα θα δεις»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Αλλά με το που τόλμησε ο Θανάσης να ζητήσει από την Πελαγία… ούζο και μεζέ, δέχτηκε το τάβλι. Στο κεφάλι. Κι έβαλε τα γέλια ο Δημητρός.</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Έλα ρε άντρα βαρβάτε! Μην την καταπιέζεις, τόσο, τη γυναικούλα, γιατί θα σου πετάξει και τίποτα πιο βαρύ».</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Εγώ, ρε, τόλμησα. Εσύ τολμάς»;</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >«Εγώ; Τώρα θα δεις»!</span><br /><span style="font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" >Και είδε κι ο Θανάσης. Ο Δημητρός δεν πρόλαβε να δει, από πού του ΄ρθε. Έβγαλε την παντόφλα της η Μόρφω και του την πέταξε με τέτοια δύναμη λες κι ήταν ο Λουκάς Λουκά! Και βρέθηκαν στη μέση, οι δυο φίλοι, να ακούν τα χίλια μύρια, από την Πελαγία και τη Μόρφω. Και γελούσε η γειτονιά. Και γελούσε και η Μόρφω, που τα θυμήθηκε.</span><br /></span><div style="text-align: justify;"><span style="font-weight: bold;font-size:100%;" ><span style="font-family:trebuchet ms;">«Σε καλό μου»…</span> </span></div></div><br /><span style=";font-family:lucida grande;font-size:85%;" ><span style="color: rgb(153, 0, 0); font-style: italic;">Συνεχίζεται</span></span>…Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com16tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-66739791742143461282007-07-14T01:19:00.000+03:002007-07-14T01:20:00.737+03:00Μέρος 5ο<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj3xj8QQf7Z5Hvt8u9gclu2C_E-sE9f_JCZKoBsYLc3AD5FE228R3LBYLPNOlGayBwqwbglKXSGri-__cRi84FZzdRcTE57CsCbfZY-ebKeWutcc4yN7S2qXDddgRk0fAxuAqeAZvzni_yk/s1600-h/pic2.php.jpg"><img style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj3xj8QQf7Z5Hvt8u9gclu2C_E-sE9f_JCZKoBsYLc3AD5FE228R3LBYLPNOlGayBwqwbglKXSGri-__cRi84FZzdRcTE57CsCbfZY-ebKeWutcc4yN7S2qXDddgRk0fAxuAqeAZvzni_yk/s320/pic2.php.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5086803171473429218" border="0" /></a><br /> <p style="text-align: justify; font-weight: bold;font-family:trebuchet ms;" class="MsoNormal"><span style="font-size:100%;">Δεν είχε όρεξη για καφέ, πια. Εκείνος περίμενε πώς και πώς να ΄ρθει η Κυριακή, για να δει τα εγγόνια του. Να δει το παλικάρι του και τη νύφη του. Κι εκείνος, τον πήρε τηλέφωνο να του πει ότι είχαν μια οικογενειακή υποχρέωση.<br />«Οικογενειακή υποχρέωση… Εγώ, δηλαδή, δεν είμαι της οικογένειας»;<br />Μουρμούριζε. Δεν είχε όρεξη ούτε να μονολογήσει δυνατά. Αλλά έπρεπε να το περιμένει.<br />Χρόνια τώρα, γινόταν η ίδια ιστορία. Περίμενε το γιο του κι αυτός, δεν ερχόταν. Γιατί άραγε; Δεν είχε καταφέρει να δώσει ποτέ μια ικανοποιητική εξήγηση. Δεν ήταν, άραγε, καλός γονιός;<br />Δέκα χρονών ήταν το παλικάρι του, ο Σπύρος του, όταν είχαν την πρώτη σημαντική τους διαφωνία. Μανιακός με τα μικιμάο, όπως τα ΄λεγε ο κυρ-Θανάσης, ήταν ο μικρός. Κάθε βδομάδα, στηνόταν στο περίπτερο κι έψαχνε, τις στοίβες με τα περιοδικά. Τραβούσε με λαχτάρα το μικρό περιοδικό, πλήρωνε «με το χαρτζιλίκι του» κι έτρεχε, σφαίρα, στο σπίτι, να ξαπλώσει στο ντιβάνι που είχαν στην αυλή, δίπλα στην πόρτα της κουζίνας, να διαβάσει με την ησυχία του.<br />Βυθιζόταν με τις ώρες στο μικιμάο. Τον συνέπαιρναν οι ιστορίες κι αυτό ήταν που δεν καταλάβαινε ο κυρ-Θανάσης. Τι έβρισκε ο πιτσιρίκος στα περιοδικά με τις εικονίτσες, τα φωτορομάντσα, όπως τα έλεγε η μακαρίτισσα.<br />«Δεν είναι φωτορομάντσα πατέρα. Είναι μικιμάους. Ιστορίες για παιδιά»!<br />«Να τα αφήσεις αυτά! Αυτά δε θα σου δώσουνε ψωμί να φας! Τα βιβλία σου και τα μαθήματά σου θα σε κάνουνε άνθρωπο»!<br />Καβγάδιζαν συχνά – πυκνά, για τα περιοδικά. Ο μικρός, με τα χρόνια, είχε μαζέψει εκατοντάδες μικιμάο. Τα στοίβαζε σε χάρτινες κούτες «Νουνού», τύλιγε τις κούτες με διαφανές πλαστικό και τις στοίβαζε στην αποθήκη.<br />Ώσπου, μια μέρα –στο γυμνάσιο πήγαινε, πια- οι βαθμοί του δεν ήταν αυτοί που θα ικανοποιούσαν τον κυρ-Θανάση. Κι άρπαξε ο πατέρας «τη ζωστήρα» και κυνηγούσε τον Σπυράκο γύρω-γύρω από την τραπεζαρία. Αλλά… πού να τον πιάσει. Σβέλτος ο μικρός, όλο του ξέφευγε και τα χτυπήματα του κυρ-Θανάση (που ήταν και η πρώτη φορά που το επιχειρούσε να χτυπήσει τον μικρό) φεύγανε στον αέρα.<br />«Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω»!<br />Με το που άκουσε την αδιόρατη απειλή ο Σπύρος, πάγωσε. Στήλη άλατος έμεινε στη θέση του, σα τη γυναίκα του Λοτ. Και περίμενε. Προσπαθούσε να καταλάβει, από τους ήχους, τη συμφορά που ερχόταν. Όταν άκουσε το τρίξιμο της πόρτας της αποθήκης, κατάλαβε:<br />«Όχι! Μάνα! Τρέχα, μάνα! Όχι πατέρα, σε παρακαλώ! Μην το κάνεις αυτό»!<br />Άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα από τα μάτια του Σπύρου. Κάνουλες, βρύσες, ανοίξαν και δεν κλείνανε. Κι έτρεχε, αλλόφρων, η Πελαγία, με τα χέρια υγρά (γιατί εκείνη την ώρα έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα) να σταματήσει τη συμφορά.<br />Ο κυρ-Θανάσης, όμως, ήταν αποφασισμένος. Είχε αρπάξει την πρώτη κούτα με τα περιοδικά, είχε σχίσει με το μαχαίρι της κουζίνας το πλαστικό και την είχε ανοίξει. Άρπαξε από μέσα μια χούφτα μικιμάο και, ένα-ένα, τα έσχιζε στη μέση. Κι έπειτα, στα τέσσερα…<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiiAydn-XqX395BcG4HReoO09b3WX9xJSSNYIxcR-tu2vYwO3Dy986Jo-ePhE-HfDSbGFnzADsrFn0Sq5HKr-kxRdCEUsf-_1SHk1zo39hSxZzP-qgnpykdjoUKNFdE5FuS0eUSI1aGh8u5/s1600-h/cbm.jpg"><img style="margin: 0pt 0pt 10px 10px; float: right; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiiAydn-XqX395BcG4HReoO09b3WX9xJSSNYIxcR-tu2vYwO3Dy986Jo-ePhE-HfDSbGFnzADsrFn0Sq5HKr-kxRdCEUsf-_1SHk1zo39hSxZzP-qgnpykdjoUKNFdE5FuS0eUSI1aGh8u5/s320/cbm.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5086803506480878322" border="0" /></a><br />«Όχι πατέρα! Σε παρακαλώ πατέρα! Θα πάω καλύτερα… Θα διαβάζω περισσότερο. Θα τα μαζεύω όλη τη χρονιά να τα διαβάζω το καλοκαίρι… Σε παρακαλώ»…<br />Ο κυρ-Θανάσης δεν άκουγε τα παρακάλια του μικρού. Που έκλαιγε, πλέον, με λυγμούς. Η καρδιά του είχε σχιστεί σε τέσσερα, οκτώ, δεκάξι, τριανταδύο, εξηντατέσσερα, εκατόνεικοσιοκτώ μέρη, όσα και τα κομμάτια των περιοδικών του. Κι όσο έβλεπε τον πατέρα του να σχίζει, τόσο το κλάμα του γινόταν λυγμός, κραυγή. Του κόπηκε η ανάσα σε κάποια στιγμή.<br />«Θε μου, το παιδί»!<br />Ούρλιαξε η Πελαγία, καθώς είδε το Σπύρο να μελανιάζει και να πέφτει στο πάτωμα της αποθήκης. Πάγωσε –ήταν η σειρά του- ο Θανάσης. Έμεινε με το σχισμένο περιοδικό στο χέρι, να πατά πάνω σε ένα βουναλάκι χρωματιστά χαρτιά, δίπλα στην κούτα που έχασκε. Κοιτούσε, σα χαμένος, πότε τα χέρια του και πότε τον Σπύρο του. Η φωνή της Πελαγίας τον έφερε –ξανά- στην πραγματικότητα.<br />«Έλα να με βοηθήσεις κι άσε τα περιοδικά»!<br />Έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα κι η Πελαγία, με τον Σπύρο αγκαλιά -ολόκληρο παλικάρι και τον είχε σηκώσει σα μωρό- ξεχύθηκε στην αυλή και χώθηκε στο σπίτι. Έβαλε τον Σπύρο στο κρεβάτι κι έστειλε το Θανάση να φωνάξει την Μυρσίνη.<br />«Πες της να φέρει και το πιεσόμετρο, να πάρουμε την πίεση του παιδιού»!<br />Κι έφυγε ο Θανάσης, μέσα στη νύχτα.<br />Άνοιξε, τότε, τα μάτια του ο Σπύρος. Ίσα-ίσα που έβγαινε η φωνή του.<br />«Τον μισώ, μάνα! Τον μισώ»!<br />«Σώπα παιδάκι μου. Ο πατέρας σου είναι! Δεν κάνει να λες τέτοια πράγματα για τον πατέρα σου»…<br />Κι έκλαιγε η Πελαγία. Έκλαιγε, γιατί ο Σπύρος, πρώτη φορά τη φώναζε μάνα. Γιατί ο Σπύρος, δεν ήταν δικός της γιος. Ήταν γιος του Θανάση, από τον πρώτο γάμο του. Αλλά τον αγαπούσε τον Σπύρο, σα δικό της παιδί. Κι έπρεπε να ΄ρθει μια καταστροφή, για να τον ακούσει να τη φωνάζει μάνα. Που τόσο το λαχτάραγε…<br />Κι έκλαιγε κι ο κυρ-Θανάσης. Μόνος πια, στο σαλόνι του διαμερίσματός του. Έκλαιγε που ο Σπύρος, ακόμα του το κράταγε, κατά πως φαίνεται και δε θα ΄ρχόταν να τον δει, με το εγγόνι και τη νύφη του.<br />«Γιατί παιδί μου»…;<br />Σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Έψαξε το εικονοστάσι. Εκείνο που άφηνε με σβηστό το καντήλι, από τότε που πέθανε η Πελαγία. Είχε αγοράσει και φυτιλάκια και καρβουνάκια, αλλά ούτε θυμιάτισε ποτέ, ούτε άναψε το καντήλι. Εκεί, όμως, προσέτρεχε, για βοήθεια, από τότε που είχε μείνει μόνος.<br />«Γιατί Θεέ μου»…;<br />Από το νου του περνούσαν πολλά. Πέρασε και ο άλλος μεγάλος καβγάς που είχαν, όταν ο Σπύρος του έμαθε πως θα έδιναν το σπίτι αντιπαροχή.<br />«Αντιπαροχή; Γιατί ρε πατέρα; Γιατί να χάσουμε το σπιτάκι μας»;<br />«Ποιος θα το χάσει ρε λωλέ; Θα πάρουμε μια διαμερισματάρα άλλο πράμα»!<br />Αλλά ο Σπύρος, ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Ο κυρ-Θανάσης σκεφτόταν ότι ο γιος του μεγάλωνε. Σε δυο χρόνια θα έβγαζε το λύκειο. Μετά θα τελείωνε το πανεπιστήμιο, θα ΄κανε το στρατιωτικό του, σε έξι, το πολύ, χρόνια, θα παντρευόταν. Πού θα έμεναν με τη γυναίκα του; Στην «καλύβα του καραγκιόζη», όπως αποκαλούσε τη μονοκατοικία με την κληματαριά, τους ασβεστωμένους τοίχους και τις πράσινες πόρτες και παραθυρόφυλλα; Όχι! Χίλιες φορές όχι! Ο γιος του, ο δικός του ο γιος, θα έμενε σε διαμέρισμα. Με το δωμάτιό του και το μπαλκόνι του! Την αντίδραση του Σπύρου, όμως, δεν την περίμενε.<br />Τρεις μέρες και δυο νύχτες τον ψάχνανε το Σπύρο. Εξαφανίστηκε όταν έφθασε, ασθμαίνουσα, η φαγάνα να ρίξει κάτω την «καλύβα του καραγκιόζη». Όση ώρα πέφτανε κάτω οι τοίχοι, μέσα σε σκόνη, μυρωδιά ντίζελ και θορύβους από τα τούβλα που έσπαγαν, όλοι ήταν εκεί. Η Πελαγία, με δάκρυα στα μάτια, ο Θανάσης, σκεπτικός, ο Δημητρός, να του χτυπάει απαλά τον ώμο, λες και είχε χάσει άνθρωπο κι όχι ότι έδινε αντιπαροχή, με τη θέλησή του, το παλιόσπιτο. Ακόμη και η Μόρφω ήταν εκεί, ακίνητη, με το χέρι στο στόμα, λες κι έβλεπε το Χριστινάκι γυμνό κι από πάνω του τον Δημητρό της, να ξεφυσά και να κοκκινίζει. Ίδια έκφραση είχε. Λες κι έβλεπε θέαμα αποτρόπαιο. Απαράδεκτο. Μιαρό.<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiRAgYQplAVOnGQeRObnjv5rzjz9-QGSGdKxV5pZ1EdpyCT__X2c3peXX3o0Dj9yKcas5uUQUz8nf9wLdvrbGloWyzGWufPFBhcv5WJ-fTdH6QVWBLfXIGAaJrczzObuqUWtU_oZrShlq4g/s1600-h/403137452_8ddea41697.jpg"><img style="margin: 0pt 0pt 10px 10px; float: right; cursor: pointer;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiRAgYQplAVOnGQeRObnjv5rzjz9-QGSGdKxV5pZ1EdpyCT__X2c3peXX3o0Dj9yKcas5uUQUz8nf9wLdvrbGloWyzGWufPFBhcv5WJ-fTdH6QVWBLfXIGAaJrczzObuqUWtU_oZrShlq4g/s320/403137452_8ddea41697.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5086804150725972754" border="0" /></a><br />Μόνον ο Σπύρος δεν ήταν εκεί. Το ΄χε βάλει στα πόδια. Είχε εξαφανιστεί. Κι ύστερα από ώρες, όταν ο Θανάσης αποφάσισε να πάρει τις γειτονιές να τον ψάξει να τον βρει, εμφανίστηκε ο αδελφός της πρώτης γυναίκας του, ο Γιάννης, να του πει πως ο Σπύρος είχε βρει καταφύγιο στο δικό του το σπίτι, στην άλλη άκρη της πόλης, στον Εύοσμο.<br />«Άσ’ το το παιδί. Είναι ταραγμένο»…<br />Κι ο Θανάσης τον άφησε. Κι επέστρεψε ο Σπύρος μετά από τρεις ημέρες. Και φουρκισμένος ο κυρ-Θανάσης, δεν είχε πει κουβέντα σε κανέναν για το καταφύγιο του Σπύρου. Μόνον στην Πελαγία είπε:<br />«Μια χαρά είναι το παιδί. Να μην το ψάχνεις. Θα ΄ρθει, όποτε εκείνο κρίνει ότι πρέπει. Άσε τους χαζούς της γειτονιάς να τον ψάχνουνε».<br />Και τον έψαχναν. Και δεν τον βρήκαν. Γιατί ο Σπύρος, από παιδί, εμφανιζόταν όποτε ήθελε. Κι όποτε δεν ήθελε, ήταν χαμένος.<br />Έτσι χαμένος ήταν εδώ και χρόνια, από το πατρικό. Αυτό σκέφτηκε ο κυρ-Θανάσης και τον πήραν, πάλι, τα ζουμιά.</span></p><p class="MsoNormal"><span style=";font-family:lucida grande;font-size:85%;" ><span style="font-style: italic; color: rgb(153, 0, 0);">Συνεχίζεται..</span></span>.</p><span style=""></span>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-7173581535702880402007-07-12T16:47:00.000+03:002007-07-12T16:54:32.732+03:00Μέρος 4ο<div align="justify"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinBWo-gH-M-_w0IGq7ogEnTkp_MLgUqcN_jgsQgslquppEVQd1SXp_EIrxav1xjEPhcVgdE74YIJ05vL2_b6zQwmMQ5zj4zIXkTetSw2emKprEs9D2cUBq5wUITeBgloFG2Rpui_l2rAIK/s1600-h/kontsantinoupoli.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5086307513120090946" style="FLOAT: left; MARGIN: 0px 10px 10px 0px; CURSOR: hand" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinBWo-gH-M-_w0IGq7ogEnTkp_MLgUqcN_jgsQgslquppEVQd1SXp_EIrxav1xjEPhcVgdE74YIJ05vL2_b6zQwmMQ5zj4zIXkTetSw2emKprEs9D2cUBq5wUITeBgloFG2Rpui_l2rAIK/s320/kontsantinoupoli.jpg" border="0" /></a> <span style="font-family:trebuchet ms;font-size:100%;"><strong>Μέτριο με ολίγη τον έπινε τον καφέ της η Μόρφω. Παλιά έβαζε δυο κουταλιές ζάχαρη και μπόλικο καφέ. Και πρόσεχε να ΄χει καϊμάκι. Καϊμακλίδικο τον έπινε και η ίδια και ο Δημητρός. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και, λίγο η πίεση, λίγο το ζάχαρο, αναγκάστηκε να τον νερώσει τον καφέ της και να βάζει λίγη ζαχαρίτσα «στη μύτη του κουταλιού», όπως έλεγε και στις γειτόνισσες, όταν πήγαινε βεγγέρα.<br />Κι όσο ανακάτευε το «νερομπούλι» της, θυμόταν το Δημητρό της. Γιατί και στον καφέ, ακόμη, έβρισκαν τρόπο να μαλώνουν –κι ας αγαπιόντουσαν.<br />«Τι τον πίνεις αμέσως; Δεν μπορείς να τον κατεβάσεις, σιγά – σιγά, σαν άνθρωπος»;<br />«Εμένα έτσι μ΄ αρέσει Μορφούλα μου»…<br />«Σαν τη νεροφίδα! Τον ρούφηξες μονοκοπανιά κι άντε… Έτοιμος να καβαλήσεις το κατώφλι, να πάρεις τις ρούγες»!<br />«Μα μ΄ αρέσει να ΄ναι ζεστός»…<br />«Κι αν καείς; Θα τρέχω να φέρνω ντομάτες και γιαούρτια, να σου φύγει η κάψα. Ξέχασες προχθές»;<br />«Δεν παθαίνω τίποτα σου λέω… Το στόμα μου είναι γανωμένο εμένα»…<br />«Το στόμα σου είναι γανωμένο, ή το μυαλό σου; Αλλά ξέρω τι θες. Να φύγεις θες. Να πα να βρεις το φύλο σου, τον κυρ-Θανάση, να το ρίξετε στο τάβλι. Τσάκα τσούκα, τσάκα τσούκα, να πάρετε πάλι το κεφάλι όλης της γειτονιάς. Και να ΄χω, εγώ, μετά να ακούω τα παράπονα»… <a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiSKIA4GhsaCFTMo6Uocms6W8m2_NYAVH1KXCxupIWBvqUDh8JQboyqosD1yx4KLwmdXA9h625tmLR5iEVuThu1ya6uruV6kSA3QYQclTow_x80GwJgc0kvyFeB0hOywt5gN1FT-YN3nj_g/s1600-h/paok1.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5086307646264077138" style="FLOAT: right; MARGIN: 0px 0px 10px 10px; CURSOR: hand" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiSKIA4GhsaCFTMo6Uocms6W8m2_NYAVH1KXCxupIWBvqUDh8JQboyqosD1yx4KLwmdXA9h625tmLR5iEVuThu1ya6uruV6kSA3QYQclTow_x80GwJgc0kvyFeB0hOywt5gN1FT-YN3nj_g/s320/paok1.jpg" border="0" /></a><br />«Τι σ έπιασε τώρα»…<br />«Τι μ΄ έπιασε… Τι μ΄ έπιασε… Τίποτα δε μ΄ έπιασε. Μόνο που με τσαντίζεις, γιατί ποτέ δεν κάθεσαι να μιλήσουμε».<br />Κι έτσι, ο Δημητρός, καθόταν καμιάν ώρα, δίπλα της, να τη βλέπει να πίνει το καφεδάκι της (αφού το δικό του το είχε καταπιεί με δυο ρουφηξιές) και –το κυριότερο- την άκουγε. Ή έκανε ότι την άκουγε. Και, που και που, κουνούσε το κεφάλι του, ή μουρμούριζε κάνα «ναι», κάνα «βέβαια», έριχνε και κάνα μουγκρητό και νόμιζε η Μόρφω ότι την άκουγε, την παρακολουθούσε. Όμως του Δημητρού το μυαλό ταξίδευε. Παντού πήγαινε. Πότε στην Κωνσταντινούπολη, γιατί Κωνσταντινοπουλίτης ήτανε στην καταγωγή, πότε στο πρώτο γήπεδο του ΠΑΟΚ, στο Συντριβάνι, να παρακολουθεί με τη φαντασία του αγώνες, πότε στην Τούμπα, που βοήθησε κι αυτός να χτιστεί, βάζοντας τις πλάτες του και κουβαλώντας το πηλοφόρι στις ξύλινες σκαλωσιές.<br />Ήταν τότε που όλοι οι ΠΑΟΚτσήδες, με το που τελείωναν τη δουλειά τους, πήγαιναν στο σπίτι τους, τρώγανε μια μπουκιά ψωμί κι έπειτα τρέχανε στην Αγια-Βαρβάρα, να βοηθήσουν στο κτίσιμο του γηπέδου. Το ΄κανε και ΄κείνος –κι ας μουρμούριζε η Μόρφω:<br />«Σκοτωμένος ήρθες και δε λες να φαρμακώσεις μια μπουκιά και να πέσεις να ξεραθείς… Θες μεσημεριάτικα να τρέχεις στα γήπεδα, να σκαρφαλώνεις στις σκαλωσιές. Κι αντί να σε πληρώνουν, τους πληρώνεις κι από πάνω»…<br />«Την ομάδα βοηθάω ρε συ Μορφούλα μου»…<br /><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiB-1duiVX0bBeMicKbeMIf0vaobvTodJUdYfzuu3Ay7wwPok7Y5Jga43syBYYAbOJj1JqaPotxx-K31MmdycAoVBbYoB-p98387JTvwVjrGpZ5dmQytA-7-IL3qmb0eQ4Iu6X8VYa6aDYi/s1600-h/paok2.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5086307830947670882" style="FLOAT: left; MARGIN: 0px 10px 10px 0px; CURSOR: hand" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiB-1duiVX0bBeMicKbeMIf0vaobvTodJUdYfzuu3Ay7wwPok7Y5Jga43syBYYAbOJj1JqaPotxx-K31MmdycAoVBbYoB-p98387JTvwVjrGpZ5dmQytA-7-IL3qmb0eQ4Iu6X8VYa6aDYi/s320/paok2.jpg" border="0" /></a>«Να βοηθήσεις το σπίτι σου! Κι άσε την ομάδα και το καλό της».<br />Λίγο έλειψε να της χυθεί ο καφές.<br />«Αμάν! Για πότε φούσκωσε»…<br />Φούσκωσε ο καφές και την επανέφερε στο σήμερα. Γέμισε το φλιτζάνι της και βγήκε στο μπαλκόνι, να τον πιει μπαλκονάτα, τετ α τετ με το γείτονα. Μόνον που ο κυρ-Θανάσης είχε μπει για λίγο μέσα στο σπίτι. Κι ήταν άδειο το μπαλκόνι, αφημένο το ποτήρι και το φλυτζάνι στο τραπεζάκι.<br />Άφησε κι εκείνη το δικό της τον καφέ. Δεν τον έπινε ζεστό. Κι ας μην είχε το Δημητρό της, πια, να του μιλάει, για να περνάει η ώρα. Είχε τις θύμησές της. Και θυμήθηκε τότε, που την πήγε για πρώτη φορά στο γήπεδο. Που την έβαλε να καθίσει στη μαξιλάρα, να μη λερωθεί απ τα τσιμέντα της Τούμπας. Και πως έγειρε, εκείνη, πάνω του, γιατί είχε ένα αεράκι και έκανε, τάχα μου, πως κρύωνε. Και πως τη χτύπησε με τον ώμο του, ο αναθεματισμένος, όταν πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να φωνάζει με όλους τους άλλους:<br />«Γκόόόόλ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ»!<br />«Κάτσε κάτω καλέ! Πώ πω! Ρεζίλι γινήκαμε! Κάτσε κάτω, που φωνάζεις σαν τις τσακαλοπαρέες των πιτσιρικάδων»!<br />Και δώσ’ του να τον τραβάει πότε από το μανίκι και πότε από το μπατζάκι. Αλλά ο Δημητρός, πού να καθίσει. Πηδούσε, χειροκροτούσε, ούρλιαζε! Ένας είχε γίνει με όλους τους άλλους. Ένα τέταρτο χρειάστηκε να περάσει, για να καθίσουν ξανά στους απαυτούς τους!<br />Ο ήχος από το τηλέφωνο την ξανάφερε στο σήμερα. Πήγε να σηκωθεί, αλλά κατάλαβε ότι δεν ήταν το δικό της. Ακουγόταν πολύ στο βάθος. Πρέπει να ήταν του κυρ-Θανάση, γιατί ήταν οι πόρτες ανοιχτές και ακούγονταν όλα, έτσι απέναντι που έμεναν.<br />«Ναι; Ποιος; Έλα παιδί μου, έλα παλικάρι μου… Καλά, καλά… Εσύ; Τα παιδιά; Η Νίτσα μας; Μπράβο, μπράβο… Πότε να σας περιμένω»;<br />Σιγή. Έστησε αυτί η Μόρφω, αλλά τη φωνή του κυρ-Θανάση δεν την ξανάκουσε.<br />«Πρέπει να μιλάει σιγά»…<br />Σιγά μιλούσε ο Θανάσης. Ένα «καλά», είπε όλο κι όλο. Έκλεισε το τηλέφωνο, περπάτησε ως το ντιβανάκι της κουζίνας και κάθισε εκεί. Κρέμασε τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια, έγειρε το κεφάλι μπροστά και του ΄φυγαν δυο δάκρυα.<br /></div></strong></span><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5086308041401068402" style="DISPLAY: block; MARGIN: 0px auto 10px; CURSOR: hand; TEXT-ALIGN: center" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgvZz9iXU-vJHaw08Dbymbuwbpoe2jxBybmc1lDq-gtsmjvyuXue04R0_SjNUtojP0qsaAFLVJ5lq_PE13wq3RklcCYoR7mH5uoO8wRB4gmqLC_ErAbS3XaZTX4Xzo0jfSyQuKxfqtfR3Ga/s320/paok3.jpg" border="0" /><br /><span style="font-size:85%;"><em><span style="font-family:georgia;color:#990000;">Συνεχίζεται</span></em><br /></span><br />Στις φωτογραφίες<br />1. Κωνσταντινούπολη<br />2. Ποδοσφαιρικός Αγώνας Μεταξύ Ποδοσφαιριστών ΠΑΟΚ - Καλαθοσφαιριστών Θεσσαλονίκης. Διακρίνονται από αριστερά όρθιοι οι: Μπούσιος Ι., Κωνσταντάρας Α., Οικονόμου Γ., Μούμογλου Α., ΤζανανδρέαςΑ., Πεταλίδης Α., Στεφανίδης Μ., Γραβάνης, Μιτσακάκης Γ. Κάτω σειρά: Λιβαδάς Ε., Αγγελίδης Ο., Φουρουντζόπουλος Δ., Γκολέμας Ν., Τσίντογλου Ν. Φωτογραφία από το αρχείο του Χάρη Παπαγεωργίου.<br />3. Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο του ΠΑΟΚ (1926)4. Αγιασμός στην φρεσκοχτισμένη ΤούμπαΤάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com15tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-7827048213875829402007-07-11T00:13:00.001+03:002007-07-11T00:13:55.492+03:003ο μέρος<h3 class="post-title"><a href="http://diastimata.blogspot.com/2007/07/3.html"><br /></a> </h3> <div class="post-body"> <p><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhD0XmdqEGmCDX_UNSd_ijYCoTVBuAwG3mIP28AtJC-h9W5k7PoDMNkBQx7dHMW3UX1_zWEII3wSNM_eLaKwVDG4YpgPrkAtRnumLFmk5wAPaxb-V2KtyU9Vr-GcWAmiQ2rpvRshGFyK7qQ/s1600-h/Die+Nutte_s.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5085655062267114450" style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhD0XmdqEGmCDX_UNSd_ijYCoTVBuAwG3mIP28AtJC-h9W5k7PoDMNkBQx7dHMW3UX1_zWEII3wSNM_eLaKwVDG4YpgPrkAtRnumLFmk5wAPaxb-V2KtyU9Vr-GcWAmiQ2rpvRshGFyK7qQ/s320/Die+Nutte_s.jpg" border="0" /></a><br /></p><div style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms; text-align: justify;"><span style="font-size: 100%;">Έβγαλε κι αράδιασε όλα τα βαζάκια στον πάγκο της κουζίνας. Ελληνικό καφέ, ζάχαρη, το γλυκό του κουταλιού –βύσσινο, γιατί της άρεζε η γλυκοξινάδα του. Δίπλα έβαλε το κουταλάκι (ασημένιο και βαρύ, από την προίκα της), το τσακμάκι –έτσι τον έλεγε τον αναπτήρα ο μακαρίτης- και το γκαζάκι.<br /></span></div> <p class="MsoNormal" style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms; text-align: justify;"><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">Το ασημένιο κουταλάκι… Η προίκα της…. Τι της θύμιζαν όλα αυτά. Πισωπάτησε δυο βήματα και κάθισε, σιγά-σιγά, στην καρέκλα της κουζίνας. Ακούμπησε τον δεξιό αγκώνα της στο τραπέζι, που ήταν σκεπασμένο με τον λουλουδένιο λεπτό μουσαμά. Στήριξε το κεφάλι της στο χέρι κι έγειρε, λίγο μπροστά. Δυο δάκρια κύλησαν από το δεξί της μάτι. Ένας αναστεναγμός έφυγε από το στήθος της.</span><span style="font-size: 100%;"><br /></span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">«Αχ, Δημητρό»…<br />Τον αγαπούσε το Δημήτρη της. Κι ας λέγανε όλοι στη γειτονιά, ότι του ΄χε φορέσει τα δυο πόδια σ΄ ένα παπούτσι. Εκείνη για το Δημητρό της νοιαζότανε. Μόνο για ΄κείνον. Κι αν του έβαζε τις φωνές, που έβγαινε, χειμώνα, με το πουκαμισάκι και το σακακάκι, ήταν γιατί δεν ήθελε να της αρρωστήσει. Γιατί ήταν δύσκολος άρρωστος ο Δημητρός.<br />Θυμήθηκε εκείνη τη μοναδική φορά που αρρώστησε. Αρρώστησε άσχημα. Είχε τρομάξει όλη η γειτονιά. Τον είχε πιάσει εκείνος ο άτιμος ο βήχας και δεν τον άφηνε. Πέρασε κοντά έναν μήνα στο κρεβάτι. Κι εκείνη… Τι δεν έκανε εκείνη. Δώσ΄ του τα χαμόμηλα, δώσ’ του τα ζεστά, ως και σαλέπι είχε πάει κι είχε αγοράσει. Και τ</span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">α φάρμακά του; Ένα-ένα του τα ΄δινε στο στόμα. Λες κι ήταν μικρό παιδί. Κι ούτε να χάσει λεπτό από τις οδηγίες του γιατρού. Τις είχε γράψει στο τεφτέρι που είχαν, κάποτε, για τα βερεσέδια του μπακάλη.<br />«Πού να ΄ναι αυτό το μπακαλοτέφτερο»…<br />Σηκώθηκε από τη θέση της κι άνοιξε το τελευταίο συρτάρι της κουζίνας. Παραμέρισε κάτι παλιά ημερολόγια, τη Σύνοψη, ένα μικρό Βαγγέλιο και, νάτο!<br />«Νάτο»!</span><span style="font-size: 100%;"><br /></span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">Το σήκωσε ψηλά στα χέρια της, λες κι ήταν ποδοσφαιριστής που σήκωνε κύπελλο. Τόση ήταν η χαρά της που, λίγο το ΄χε να αρχίσει το γύρο του θριάμβου. Αντί για πιλάλα, όμως, προτίμησε να κάτσει, πάλι στην καρέκλα της, απέναντι από τα αραδιασμένα σύνεργα του καφέ. Άνοιξε, με χέρια που έτρεμαν, το τεφτέρι. Κάπου μετά τη μέση, ύστερα από προσθέσεις κι αφαιρέσεις, ήταν οι οδηγίες:<br />«Την κάψουλα, κάθε έξι ώρες. Το σιρόπι του, τρεις φορές τη μέρα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πριν το φαγητό. Την ενέσα, κάθε δώδεκα ώρες, πρωί και βράδυ. Καλά που ερχόταν η κυρά Μυρσίνη. Βρε, πού τη θυμήθηκα αυτήνανε»…<br />Η Μυρσίνη ήταν η άσπονδη φίλη της. Πάντα είχε την υποψία πως η Μυρσίνη κι ο Δημητρός, ήτανε ερωτευμένοι, από τα νιάτα τους. Αλλά, τότε, με την αρρώστια του, σιγουρεύτηκε. Γιατί η Μυρσίνη έτρεξε να προλάβει, μην τυχόν και πάρουν άλλη νοσοκόμα για τις ενέσες. Κι όποτε ήταν να κάνουνε τη βραδινή, όλο μόνοι τους ήθελαν να είναι στο δωμάτιο. Κι όποτε ήταν να κάνουνε την πρωινή, όλο καφέ ζητούσε, γ</span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">ια να βγαίνει η Μόρφω από την κάμαρη. Τότε στραβομουτσούνιαζε η Μόρφω. Τώρα, όμως, χαμογελούσε.</span><span style="font-size: 100%;"><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhBQfsjmhTegBZHu5Wu0Z71MNhtGjSRh84J1VXckgJ68v4rva4bVnwMyNBIKvE4dIVbKhBv8QPgHCnV35o79lzwI5UZsyRgdanWErqWQokWFoYmT6Z4imkTucMtfcLSZdo0aMSnVUArK4wI/s1600-h/GirlProstitutes-IndiaL.jpg"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5085655624907830242" style="margin: 0pt 0pt 10px 10px; float: right; cursor: pointer;" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhBQfsjmhTegBZHu5Wu0Z71MNhtGjSRh84J1VXckgJ68v4rva4bVnwMyNBIKvE4dIVbKhBv8QPgHCnV35o79lzwI5UZsyRgdanWErqWQokWFoYmT6Z4imkTucMtfcLSZdo0aMSnVUArK4wI/s320/GirlProstitutes-IndiaL.jpg" border="0" /></a><br /></span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">«Βρε την κακομοίρα»…<br />Σκέφτηκε πόσο όμορφη ήταν η Μυρσίνη στα νιάτα της. Κι όμως, ο Δημητρός, διάλεξε εκείνη για να παντρευτεί. Κι άφησε τη Μυσρίνη, ανεκπλήρωτο έρωτα, να τριγυρνάει τις γειτονιές και να βγάζει ένα πιάτο φαγί με τις ενέσες…<br />Α, τα ΄ξερε όλα η Μόρφω. Όλες τις μπαγαποντιές του Δημητρού τις γνώριζε. Και από την καλή και από την ανάποδη. Και για το Χριστινάκι, στη Λέοντος Σοφού γνώριζε. Και μια μέρα, δεν άντεξε, τον πήρε από πίσω. Πέταξε ένα σάλι πάνω της κι όταν αυτός πήρε το λεωφορείο, εκείνη χώθηκε σ΄ ένα ταξί, που ήταν –σχεδόν πάντα- παρκαρισμένο στην πλατεία, απέναντι από τη στάση.<br />«Από πίσω του! Και φρόντισε, καημένε μου, μην τυχόν το χάσεις»!<br />Σάστισε κι ο ταξιτζής, δεν περίμενε ποτέ ότι θα γίνει Τζέιμς Μποντ. Πήρε από πίσω το λεωφορείο, πήγαινε σα τη χελώνα, σταματούσε σε κάθε στάση και περίμενε τη Μόρφω να δει, καλά – καλά, αυτούς που κατέβαιναν.<br />«Ούτε ΄δω. Συνέχιζε! Πιο κάτω! Πίσω του»!<br />Ώσπου κατέβηκε, στη Βενιζέλου, ο Δημητρός. Περίμενε λίγο κι η Μυρσίνη και, αφού πλήρωσε τον ταξιτζή, τον πήρε στο κατόπι. Τον είδε να μπαίνει στο ισόγειο, της Λέοντος Σοφού και, στην αρχή, νόμισε ότι πήγαινε σε καμιά γκόμενα. Φουρκίστηκε, δάκρυσε, σκούπισε τα μάτια, άναψε, κόρωσε κι όρμισε στην πόρτα. Κι εκεί, πάτησε φρένο! Είδε, στο κουδούνι, μόνον το μικρό όνομα: «Χριστίνα»! Και κατάλαβε. Ντράπηκε, γύ</span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">ρισε την πλάτη κι έφυγε.<br />Ανέβηκε στο σπίτι με τα πόδια. Περπάτησε κοντά πέντε χιλιόμετρα. Τόση ήταν η απόσταση, από τη Βενιζέλου. Σ όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Να τον περίμενε, πίσω από την πόρτα, με φώτα σβηστά –γιατί ο Δημητρός, το ΄χε συνήθεια, να επιστρέφει βράδυ στο σπίτι, όποτε κατέβαινε στο κέντρο- και με το που θα έμπαινε να σήκωνε τον πλάστη και, πού σε πονεί και πού σε κόφτει; Να του ΄βαζε τις φωνές, να ακούσει όλη η γειτονιά τις πομπές του; Να του κλαιγόταν; Να τον έδιωχνε; Όλα αυτά σκεφτόταν η Μόρφω.<br />Και μ αυτές τις σκέψεις, έφθασε στο σπίτι.<br />Στη γειτονιά το ΄χαν πάρει χαμπάρι. Τον είχαν δει, δα, τον Δημητρό, να φεύγει ντυμένος στην τρίχα, κουστουμάτος, για τη στάση. Είχε ρίξει πάνω του και μισό μπουκάλι Μυρτώ –με άρωμα λεμόνι. Τι άλλο ήθελε, να καταλάβουν. Ήταν και φρεσκοξυρισμένος… Μετά, είδαν την Μόρφω, να φεύγει βολίδα!<br />«Σαν κεφαλιά του Σαράφη»!<br />Το σχόλιο του φίλου του, του Θανάση, ήταν ένα κι ένα. Γιατί η μπάλα, από το κεφάλι του Σαράφη, έφευγε βολίδα για τα δίχτυα. Λες και την είχε κλοτσήσει και δεν την είχε κουτουλήσει. Ψιλογέλασε η μαρίδα, εκεί στη γειτονιά. Αλλά με τη σκέψη του τι περίμενε το Δημητρό, το αστείο έμεινε μετέωρο.<br />Τις ώρες που χρειάστηκαν στο Δημητρό να πάει και να γυρίσει, η γειτονιά τις είχε περάσει στ</span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">ο δρόμο. Περίμεναν. Κάποιοι πήγαν να βάλουν και στοιχήματα:<br />«Ένα πενηντάρι ότι θα τον χτυπήσει»!<br />«Κατοστάρικο βάζω, ότι μόνον τις φωνές θα του βάλει»!<br />Τους έκοψε ο κυρ-Θανάσης:<br />«Ρε σεις! Άλλη δουλειά δεν έχετε; Άντε ρε, να δούμε τα δικά σας τα καμώματα, όταν τα μάθουν οι γυναίκες σας»!<br />Κι όταν εκείνες άρχισαν τα χαχανητά, τις έκοψε με το βλέμμα και τα λόγια:<br />«Καλές είστε και του λόγου σας! Μωρέ, ας μην είχε μάτια ο κόσμος, ας μην ήμασταν ακόμη εδώ γειτονιά, ας είχαμε γίνει πόλη, να δείτε για πότε θα μπαινοβγαίνατε στις αποθήκες και τα πλυσταριά»!<br />Πάγωσαν τα γέλια, σταμάτησαν τα στοιχήματα. Έμεινε, όμως, η αγωνία. Η αγωνία για την τύχη του Δημητρού.<br />Ο Δημητρός γύρισε λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Βρήκε τη γειτονιά έξω, αλλά δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Χαιρέτισε και πήγε κατά το σπίτι. Ούτως ή άλλως, ήταν γλυκιά η βραδιά κι ήταν φυσικό, άντρες γυναίκες και παιδιά, να έχουν μείνει έξω. Μόνον όταν είδε τα πάντα κλειστά, πόρτες παντζούρια και φώτα, τον ζώσανε τα φίδια. Αλλά έκανε την ανάγκη φιλότιμο, έβγαλε το κλειδί, άνοιξε την πόρτα και δρασκέλι</span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">σε το κατώφλι.<br />Η Μόρφω δεν ήταν πίσω από την πόρτα. Καθόταν στο σαλόνι, μέσα στο σκοτάδι, επίσημα-επίσημα. Ήταν, ακόμη, ντυμένη, όπως την ώρα που έφυγε στο κατόπι του. Μίλησε ήρεμα:<br />«Δημητρό μου, έλα λίγο εδώ που σε θέλω»…<br />Πήγε κάτι να πει ο Δημητρός, αλλά το μετάνιωσε. Έσυρε τα βήματά του στο σαλόνι.<br /></span><span style="font-size: 100%;"><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnmPdb7M5O0MY0NpY8prYz3uhgieTzOnKMSbovrL-KrcdN9wz__eiZ-DIDMR-GrdvqoERIJxfHPiLAMoE93erxsKiupgSyZf5EdYooHFe41XxchNaFQVDbOKl5YGMr3Rab4OY_tGxxl-TG/s1600-h/Porni.gif"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5085654641360319426" style="margin: 0pt 10px 10px 0pt; float: left; cursor: pointer;" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnmPdb7M5O0MY0NpY8prYz3uhgieTzOnKMSbovrL-KrcdN9wz__eiZ-DIDMR-GrdvqoERIJxfHPiLAMoE93erxsKiupgSyZf5EdYooHFe41XxchNaFQVDbOKl5YGMr3Rab4OY_tGxxl-TG/s320/Porni.gif" border="0" /></a></span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">«Κάτσε εδώ δίπλα μου, να σου πω κάτι»…<br />Ταλαντεύτηκε λίγο. Είπε να κάνει μπροστά, έκανε λίγο πίσω, στο τέλος το πήρε απόφαση και κάθισε δίπλα της, στον ξύλινο καναπέ με το βελούδινο κάλυμμα.<br /></span><span style="font-weight: bold; font-size: 100%; font-family: trebuchet ms;">«Δημητρό μου, δε θέλω να ξαναπάς εκεί».<br />Αυτό είπε μόνον η Μόρφω. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, άναψε το φως, του ΄βαλε στο τραπέζι να φάει –κεφτεδάκια με μακαρόνια, από το μεσημέρι- και, χωρίς να βάλει στην ίδια –συνήθεια χρόνων ήταν να τρώνε το βράδυ μαζί- πήγε στην κάμαρη κι έγειρε να κοιμηθεί.<br /></span><span style="font-size: 100%;"><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;">Μπουκιά δεν του κατέβηκε κάτω του Δημητρού. Στριφογύρισε μακαρόνια και κεφτέδες καμιά ώρα, μέσα στο πιάτο, έπειτα πήγε έξω, τάισε τις γάτες της γειτονιάς –να μη</span><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;"> </span><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;">φανεί ότι δεν το ΄φαγε το φαγητό της Μόρφως- και μπήκε, ξανά, στο σπίτι.</span><br /><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;">Περπάτησε, σαν τη γάτα κι αυτός, ως την κρεβατοκάμαρα. Γδύθηκε, έβαλε τις πιτζάμες του και ρώτησε:</span><br /><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;">«Κοιμάσαι Μόρφω»;</span><br /><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;">Εκείνη δεν απάντησε. Δεν έκλεισε μάτι, όλη τη νύχτα. Το ίδιο κι ο Δημητρός. Δεν αντάλλαξαν, όμως, κουβέντα. Το άλλο πρωί, συμπεριφέρονταν λες και δεν είχε γίνει τίποτα.</span><br /><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;">Ήταν η τελευταία φορά που ο Δημητρός πήγε στο Χριστινάκι. Κι έτσι, η πόρνη της Λέοντος Σοφού, έχασε έναν καλό πελάτη.</span><br /><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;">«Βρε, τι μ΄ έπιασε τώρα! Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά! Κι ούτε καφέ δεν έκανα»…</span><br /><span style="font-weight: bold; font-family: trebuchet ms;">Έπιασε το μπρίκι</span>.</span></p></div>Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-35440417062528432262007-07-09T21:38:00.000+03:002007-07-09T21:40:21.958+03:00Σκέψεις του καφέ - 2ο μέροςΤην έκλαψε πολύ την Πελαγία. Περισσότερο κι από τη μάνα του την ίδια. Όμως τι τις ήθελε τέτοιες σκέψεις πρωινιάτικα;<br />Ρούφηξε άλλη μια γουλιά καφέ. Δυνατά. Να το ΄φχαριστηθεί.«Βλέπω το χαίρεσαι το καφεδάκι σου! Το γλεντάς»!<br /><br />Αυτή η κουτσομπόλα, η Μόρφω, ακόμη απέναντι ήταν.«Ε, μια ευχαρίστηση μας έμεινε κι εμάς»…«Α, κυρ-Θανάση μου… Ο κάθε άνθρωπος έχει τις ευχαριστήσεις που θέλει να έχει. Γι αυτό και στα νιάτα κάνει λίγο κράτει, για να χαρεί στα στερνά»!«Φαρμακόγλωσση»…<br /><br />Αυτό το τελευταίο το είπε ψιθυριστά, αλλά του ερχότανε πολλές φορές να της το φωνάξει κατάμουτρα! Ήταν κουτσομπόλα και φαμακόγλωσση. Σκέτο δηλητήριο. Να σε πικάρει και τι στον κόσμο. Κι όταν ζούσε η Πελαγία του, δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί.<br /><br />«Ακόμα έτσι, κυρία Πελαγία μου; Ακόμα αστεφάνωτη»; Κάθε μέρα που την έβλεπε, τη φαρμάκωνε τη γυναικούλα του με την κακία της. Αν και η Πελαγία, δεν χάριζε κάστανο. Μια φορά, δεν άντεξε άλλο, έσκασε. Και γύρισε και της είπε:«Καλύτερα αστεφάνωτη κυρία Μόρφω μου, παρά άγαμη»!<br /><br />Γέλασε η Μόρφω. Γέλασε τρανταχτά.«Μα, κυρία Πελαγία μου, το ίδιο είναι άγαμη, το ίδιο και αστεφάνωτη»…Κι εκεί που το ΄λεγε, είδε το χαμογελάκι της Πελαγίας και κατάλαβε. Η παμπόνηρη είχε φάει μια συλλαβή. Άλλο ήθελε να πει κι επίτηδες τα μπέρδεψε. Όλη η γειτονιά, όμως, είχε καταλάβει.<br />Κοκκίνισε η Μόρφω, σαν το παντζάρι έγινε και μπήκε, άρον άρον, στο σπιτικό της. Γιατί η Πελαγία είχε δίκιο.<br /><br />Ακόμη κι ο άντρας της, ο Δημητρός, προτιμούσε να πάει να τα δώσει στις πουτάνες, παρά να τακτοποιήσει τη Μόρφω. Και πήγαινε, ο συγχωρεμένος, κάθε δεύτερο Σάββατο, εκεί στην οδό Αφροδίτης και στη Λέοντος Σοφού. Ειδικά εκεί, στο Χριστινάκι, πήγαινε με βήμα ταχύ κι επέστρεφε αργά-αργά, μ ένα χαμόγελο στα χείλη. Γιατί το Χριστινάκι τα τιμούσε τα χρήματα που έπαιρνε και δώστου και φώναζε και βογγούσε. Και γινόταν ο άλλος, ο από πάνω, βασιλιάς!<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZPND7YPyPFgiO4MfdWsC_Nd86T_9ygAswS69bZtctzGjzCglzVl32Lx9chmlSJdsEJEGPGUIlHA3c1VORfEfLI2qR7QKFyIeRTFwyF0vbDpr731AlM5jSy5PjxGYL8wLv52gJxkV5pxvs/s1600-h/2657-backgammon-and-Chai-0.jpg"></a><br />Του ΄φυγε ένα γέλιο του κυρ-Θανάση. Τα θυμήθηκε όλα αυτά και γέλασε. Του έλειπε ο Δημητρός. Ήταν καλός ταβλαδόρος κι οι δυο τους έστηναν, πολλά απογεύματα, ειδικά από την άνοιξη ως το Σεπτέμβριο, σκληρές μάχες. Μόνον που ο Θανάσης ήταν μάστορας στο ζάρι και, παρά την αξία του αντιπάλου, κατάφερνε να παίρνει τις περισσότερες παρτίδες, με έναν τρόπο εκνευριστικό. Ασόδυο ήθελε; Ασόδυο έφερνε. Ντόρτια; Ντόρτια. Εξάρες; Εξάρες! Και τσαντίζονταν ο Δημητρός, χτυπούσε τα πούλια, πετούσε τα ζάρια, έδινε μια με το χέρι κι έκλεινε το τάβλι:«Άρχισες, πάλι, τα σαλτανάκια σου»!Και μ αυτήν την ατάκα, τέλειωνε η μάχη. Αλλά να πει να μην ξαναπαίξουν, αδύνατο.<br /><br />Την επομένη, πάλι εκεί, με το τάβλι υπό μάλης και τα μαξιλάρια, να μην πιάνονται, που κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες. Έρχονταν και τα καφεδάκια, μαζευόταν και η μαρίδα, τριγύρω, να δίνει συμβουλές κι αρχίζανε:«Πιάσε το πεντάρι»!«Όχι το πεντάρι! Άνοιξε, καλύτερα, να φύγεις! Πού να σε προλάβει»!«Μη φεύγεις από τώρα. Μετά; Τι θα κάνεις μετά; Μια φορά να φέρεις άσσο, στο πήρε διπλό».Κι άλλα τέτοια.<br /><br />Εκεί ήταν που τσαντιζότανε ο κυρ-Θανάσης:«Ρε σεις! Κωλόπαιδα! Από πότε μου γίνατε καθηγητές; Άντε πάντε παρά πέρα να παίξουμε με την ησυχία μας! Που μάθατε όλοι τάβλι κι έρχεστε να μας ζαλίζετε τον Έρωτα»!<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEipqOpIZQmFF9_SN51gIBI9A2-c-fl7JDDPILcYAu9hiLUbRucJo6UhdMv8LHNMNd68yMuuNLFQToXnIHsi2K1WCJe_X364mRA0uKVaK0fVEW6W40mGB78QjmkfFyodZ8luhskDlkw00s88/s1600-h/i01372.jpg"></a>Σταματούσαν, έτσι, οι συμβουλές κι αρχίζαν οι μουρμούρες:«Δες τον τι έπαιξε! Τσκ, τσκ, τσκ»!«Αυτό, ούτε στη φυλακή δεν το παίζουν. Κι αυτός το συνεχίζει»…«Πάει, γέρασε. Είδες πως το έπαιξε»;Γυρνούσε ο Δημητρός, τους έριχνε καμιά αυστηρή ματιά και σταματούσαν κι οι μουρμούρες. Και πάλι από την αρχή, ώσπου έφθανε η ώρα να μιλήσει στο ζάρι ο κυρ-Θανάσης, για να κερδίσει και να τσαντίσει τον Δημητρό:«Άρχισες, πάλι, τα σαλτανάκια σου»!Και, μπαμ, του έκλεινε το τάβλι με μια κίνηση του χεριού, γελούσαν οι άλλοι, γελούσε κι ο Θανάσης.Γελούσε, πάλι, με τον ίδιο τρόπο, όπως και τότε.<br /><br />Η Μόρφω έκανε το σταυρό της, που τον έβλεπε να γελά μονάχος, κοιτώντας τον καφέ. Είπε να του μιλήσει, αλλά σκέφτηκε «άσ’ τον, ξεκούτιανε κι αυτός»… Κι έριξε το φταίξιμο στο γιο του κυρ Θανάση, τον Ηλία, που ερχόταν όλο και πιο σπάνια να τον δει.Ο Ηλίας… Παλίκαρος ως εκεί πάνω! Όμως, τι τα θες… Αν τον άνδρα τον βάζει στο βρακί της η γυναίκα, πάει και η παλικαριά του, πάει και το καλό του…<br /><br />Γύρισε ξανακοίταξε τον κυρ-Θανάση. Κοτσονάτος γέρος… Είδε και τον καφέ… «Ρε, δε φτιάχνω κι εγώ για μένανε έναν», σκέφτηκε και μπήκε στο διαμέρισμα, αφήνοντας στη μέση το άπλωμα.Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-3002586436719061093.post-1371651896178003122007-07-09T21:35:00.000+03:002007-07-09T21:38:00.729+03:00Σκέψεις του καφέ - 1ο μέροςΚαθάρισε το λαιμό του. Τελευταία, με το που σηκωνόταν το πρωί, είχε αυτό το πρόβλημα.<br />«Κωλοτσίγαρο»…<br />Έπρεπε να το κόψει. Του το είχε πει κι ο γιατρός. Αλλά δεν τα κατάφερνε. Πάντα άρχιζε την προσπάθεια με θάρρος. Πετούσε το πακέτο, περνούσαν μια δυο μέρες, διαμαρτύρονταν σε όλους για τον καπνό τους και, όπως κάθε θαύμα, την τρίτη μέρα, διαλυόταν η προσπάθεια. Ξαναγόραζε πακέτο και φτου κι απ την αρχή…<br />Σύρθηκε ως την κουζίνα. Τελευταία είχε και πόνους στη μέση. Περπάτησε σκυφτός, προς τα μπροστά, άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε ζαχαρίνη και καφέ. Είχε πεθυμήσει έναν νες, έναν φραπέ, αλλά κι αυτό το απαγόρευε ο γιατρός. Κι έτσι, έπεσε στον ελληνικό.Έριξε τον καφέ στο μπρίκι με το νερό και το ακούμπησε στο μάτι της κουζίνας. Τα μάτια του θόλωσαν. Είδε μπροστά του να απλώνεται η χόβολη και τον καφέ να φουσκώνει, σιγά-σιγά. Πόσα χρόνια είχε να πιει καφέ στη χόβολη…<br />Πάλι καλά που, πριν πέντε χρόνια, σε μια εκδρομή στην Αρναία, είχε ανακαλύψει το καφενεδάκι στην πλατεία, απέναντι από την Εθνική Τράπεζα. Ήταν η τελευταία φορά που γεύτηκε καφέ στη χόβολη και, στο τέλος, για να γλυκάνει το στόμα του, ένα λουκούμι τριαντάφυλλο.<br />Βγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν ιερή αυτή η στιγμή. Μια απόλαυση που δεν τη θυσίαζε για τίποτα: Ο πρωινός καφές. Κάθισε στη σκιά κι άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια γερή τζούρα και μια καλή γουλιά καφέ. Σφυριχτή.«Ααααα»…Μακρόσυρτο επιφώνημα. Ευχαρίστηση.<br /><br />Έγειρε προς τα πίσω, στην πολυθρόνα σκηνοθέτη. Απέναντι, η Μόρφω, είχε, ήδη, βάλει το πρώτο πλυντήριο κι άπλωνε. Ασπρόρουχα.«Μόρφω! Μπουγάδα πάλι; Μπουγάδα»;«Εμ, τελειώνουν ποτέ οι δουλειές κυρ-Θανάση; Ξέχασες την Πελαγία»;<br />Δεν την είχε ξεχάσει την Πελαγία. Πώς να την ξεχνούσε, δηλαδή. Νοικοκυρές σαν την Πελαγία, σπάνιζαν. Κούνησε το κεφάλι, πάνω-κάτω. Με έναν τρόπο, σα να συμφωνούσε με αυτά που άκουσε.Η Πελαγία… Η δεύτερη –και καλύτερη- γυναίκα του. Μαγείρισσα πρώτη. Νοικοκυρά, η καλύτερη. Δούλα και κυρά. Και γυναίκα φλογερή, παρά την ηλικία της.<br />Είχε περάσει βασανισμένη ζωή και δεν άντεξε. Παρά το ότι πέρασαν καλά οι δυο τους, παρά το ότι δεν ήθελε να παντρευτεί «γιατί έτσι νομίζουν ότι είμαι νέα», η αρρώστια έφαγε τα κόκαλά της κι έσβησε ένα απόγευμα, Μεγάλης Πέμπτης, την ώρα που όλοι ετοιμάζονταν για την Ανάσταση κι έβαφαν αβγά.Τάκι Διαστηματάκιhttp://www.blogger.com/profile/04317833647082718155noreply@blogger.com0