Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

Μέρος 10ον

Καθόταν απέναντι από το φλιτζάνι της. Σκεφτόταν αν ήταν πρέπον να το γυρίσει, για να το διαβάσει μετά. Αλλά έτσι; Μόνη της; Δεν της έκανε κέφι.

Αχ, πόσες και πόσες φορές δεν έλεγε τον καφέ στις φιλενάδες της; Ακόμη και στην Πελαγία. Γιατί κι εκείνη, όταν είχε ζόρια, άνοιγε την πόρτα της αυλής της και, μια και δυο, διέσχιζε το δρόμο και βρισκόταν στην αυλή της Μόρφως.
«Μόρφω; Πού είσαι ευλογημένη»;
Σα να άκουγε τη φωνή της… Να! Λες και ήταν τώρα δα, που δεν υπήρχαν πολυκατοικίες στην κατηφόρα της εκκλησίας κι ήταν τα σπίτια τους, το ένα απέναντι από το άλλο. Τότε που η μία δεν ήθελε να δει την άλλη, αλλά όποτε είχαν τους καημούς τους, έβρισκαν μια δικαιολογία, πότε ότι ήθελαν λίγο αλεύρι, πότε ότι τους είχε τελειώσει ο καφές και δρασκέλιζαν η μία το κατώφλι της άλλης.
Να τηνα, η Πελαγία! Ξαναπέρασε το κατώφλι της!
«Εδώ! Εδώ έλα! Στην κουζίνα»!
Μια ζωή στην κουζίνα… Από το πρωί, ως και με το βράδυ, στην κουζίνα. Πρώτα για να ετοιμάσει πρωινό του Δημητρού της. Έπειτα, για το φαγητό. Στο ενδιάμεσο να πλύνει τα πιάτα, να βγει για λίγο να σκουπίσει και να σφουγγαρίσει, κι έπειτα, αφού έτρωγαν, να κάνει έναν καφέ, να τον πιούν παρέα. Κι αφού εκείνος ή έπαιρνε τον υπνάκο του ή πήγαινε να βρει τους φίλους του –και τον Θανάση – εκείνη έπαιρνε το κέντημα και καθόταν δίπλα στο παραθύρι, που είχε πάνω από τις βρύσες.
Κι εκεί βολόδερνε, ώσπου να ανοίξει την τηλεόραση, να δει τον Άγνωστο Πόλεμο. Τώρα, που είχαν τηλεόραση. Γιατί παλιά, με το ραδιόφωνο, άνοιγε το Φίλιπς, έψαχνε το ραδιοφωνικό σταθμό της Φωκίδας κι άκουγε… Καραγκιόζη! Πόσο της άρεζε… Κι έπειτα, τις μεγάλες επιτυχίες της Κολούμπια και της Μίνος Μάτσας και Υιός.
Η πόρτα άνοιξε κι η Πελαγία μπήκε στην κουζίνα.
«Θα βγάλεις τα μάτια σου, μέσα στο σκοτάδι, να πλέκεις και να κεντάς»!
«Και τι θες να κάνω; Να μείνω ανεπρόκοπη; Να μην ετοιμάσω ένα σεμεδάκι, μια δαντέλα, κάτι, να υπάρχουνε»;
Η Πελαγία ήξερε το μεγάλο σαράκι που έτρωγε την Μόρφω. Και δεν έλεγε κουβέντα. Εξάλλου, όποτε περνούσε το κατώφλι της, κάτι άλλο ήθελε, από το να πιάσουν κουβέντα:
«Μου τέλειωσε ο καφές. Μήπως μπορείς να με ευκολύνεις λίγο που ο Μήτσος, ο μπακάλης, έχει κλείσει»;
«Φέρε το βαζάκι σου»…
Η Μόρφω το ΄ξερε, από την πρώτη στιγμή, πως ο καφές ήταν μόνον το πρόσχημα. Αλλά περίμενε και το παρασύνθημα:
«Μη βάλεις πολύ… Ίσα – ίσα για μένα, για τώρα, και δυο κουταλιές για το πρωί. Μ’ έπιασε ένας πονοκέφαλος, άλλο πράμα. Γι αυτό τον θέλω τον καφέ… Άσε. Ούτε το μπρίκι να δω, δεν μπορώ».
«Ε, άμα είναι για φάρμακο, άσε να σου κάνω εγώ έναν καφέ»…
«Να μη σε βάζω σε κόπο τώρα»…
«Τι κόπος… Να, ίσα-ίσα, θα σου πω και το φλιτζάνι, θα περάσει και η ώρα».
«Μα σκοτείνιασε… Κάνει»;
«Ακόμα δεν έδυσε ο ήλιος. Κάνει»!
Κι έτσι βρίσκονταν οι δυο τους, από τη μια και την άλλη πλευρά του τραπεζιού της κουζίνας. Κι ανάμεσά τους, δυο φλιτζάνια του καφέ. Το ένα μισογεμάτο και το άλλο άδειο, γυρισμένο στο πιατάκι του. Να κάτσει ο ντελβάς.
Τινάχτηκε από τη θέση της! Τι τα ήθελε και τα θυμόταν πάλι αυτά; Πάλι θα θυμόταν εκείνη την καταραμένη τη μέρα… Τότε που…
«Λόγια! Βρε συ, Πελαγία μου, λόγια… Πολλά λόγια. Και στενάχωρα. Άσε να μην στο πω, καλύτερα»…
«Πες το μου, να ησυχάσω, Μόρφω μου… Πες το μου, γιατί τα πράματα δεν πάνε καλά»…
«Τι έγινε»;
«Ο Σπύρος μας»…
«Ε, τι; Τι θέτε, πια, από το παιδί; Έγινε κοτζαμάν παλικάρι, πέρασε στο πανεπιστήμιο, τι άλλο θέτε»;
«Θα φύγει»…
«Θα φύγει; Θα φύγει να πάει πού; Τι; Θέλει το δικό του σπίτι; Αχ, τι μόδα είναι αυτή… Κι άλλα παιδιά από τη γειτονιά, που περάσανε στο πανεπιστήμιο, τους έχουν ψήσει το ψάρι στα χείλη των γονιών τους, να τους νοικιάσουν, λέει, σπίτι στη Μελενίκου, κοντά στο Πανεπιστήμιο. Άκουσον, άκουσον! Λες και η Τριανδρία είναι μακριά… Πέντε λεπτά δρόμος. Αλλά… Αλλά… Πελαγία; Κλαις»;
Είχε κρύψει το πρόσωπο με τα δυο της χέρια κι έκλαιγε. Έκλαιγε με λυγμούς. Άπλωσε το χέρι της, η Μόρφω, να την αγγίξει στην πλάτη. Μετάνιωσε και τράβηξε το χέρι της. Δεν είχαν ποτέ, τόσα θάρρητα. Σα να κατάλαβε η Πελαγία την κίνηση, σήκωσε το πρόσωπο. Μούσκεμα ήταν τα μάτια και τα μάγουλά της.
«Καλά θα ήταν να πάει να βρει σπίτι στο κέντρο. Αλλά αυτός θέλει να φύγει από την πόλη. Θέλει να παρατήσει τις σπουδές του και να φύγει»…
«Τώρα; Που τελειώνει; Καλά, αυτός δεν ήταν που σας είχε πάρει τα αυτιά να βάλετε μέσον, να πετύχετε την μετεγγραφή του; Να είναι μαζί με την Άννα; Αυτόν το χρόνο δεν έχει ακόμη»;
«Αυτόν τον χρόνο, αλλά ποιος ξέρει πόσα μαθήματα… Θέλει να πάει στο Παρίσι, κατάλαβες; Τι να κάνει στο Παρίσι»;
«Θα σπουδάσει! Μήπως το παιδί θέλει να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του; Ε, πρέπει να το βοηθήσετε, Πελαγία. Ξέρω, είναι δύσκολο, αλλά»…
«…αλλά δε θέλει να σπουδάσει! Θέλει να τα παρατήσει, τώρα που τελειώνει, να πάει να γίνει μοδίστρα! Ακούς; Μοδίστρα»!
«Κι είναι ανάγκη να πάει ως το Παρίσι, για να γίνει μοδίστρα, μωρή Πελαγία; Ας πάει με την κυρα-Λένη, που μαντάρει τις κάλτσες της γειτονιάς, να γίνει ο καλύτερος! Κάτι άλλο θα θέλει το παιδί»…
«Τι άλλο; Τον ρώτησα εγώ, μήπως θες, παιδάκι μου να γίνεις ζωγράφος και μας το κρύβεις; Γιατί εκεί στο Παρίσι, όλοι κάτι τέτοιο πάνε και σπουδάζουνε… Όχι μου είπε! Κι είπε, μετά, ότι θέλει να γίνει πατρονίστ»…
«Τι είναι αυτό, πάλι»;
«Θα σχεδιάζει, λέει, ρούχα».
«Κουστούμια; Στολές στρατιωτικές; Όπως ο κυρ-Ανέστης, ο ράφτης»;
«Αμ δε… Ρούχα γυναικεία. Φούστες, μπλούζες, ντε πιες, ζιπ κιλότ, μίντι, μίνι, μάξι, τέτοια πράματα! Μου το ΄πε και μου ανέβηκε η πίεση στο 14. Για πες μου εσύ, πώς να το πω του Θανάση αυτό; Ότι ο γιος του, θέλει να παρατήσει το Πολυτεχνείο και να πάει να γίνει μοδίστρα»;
«Τι να σου πω βρε Πελαγία μου… Δεν τον αφήνεις να το πει μόνος του»;
«Εμ, γι αυτό ήρθα κι εγώ να μου πεις το φλιτζάνι, να δω τι θα γίνει, να πάρω τα μέτρα μου»….
Γύρισε κι η Μόρφω το φλιτζάνι κι άρχισε να διαβάζει. Μόνο που, εκτός από τα λόγια –στενάχωρα, αλλά λόγια- άλλο κακό δεν βρήκε. Βρήκε δρόμο. Και πάνω στο δρόμο, της έβγαινε μια στεναχώρια, αλλά σχέση με το παιδί, δεν είχε…
«Όπως στα λέω είναι, Πελαγία μου. Θα πει, θα πει, θα ξεσκάσει. Τίποτα άλλο δε θα κάνει».
Κι έτσι έγινε. Όταν ο Θανάσης άκουσε ότι ο γιος του ήθελε να γίνει πατρονίστ, είπε, είπε, είπε, ώσπου δεν είχε τι άλλο να πει. Κι Σπυρέτος, λες και ήταν μιλημένος, τον άφησε να λέει, να λέει, να λέει, ώσπου δεν είχε τι άλλο να πει.
Κι εκεί που νόμισαν ότι τελείωσε, γύρισε απότομα στο Σπύρο του:
«Και πόσο θα μας κοστίσει αυτή η νέα τρέλα σου»;
«Δε θέλω χρήματα»…
«Μπα; Εσύ από περηφάνια θα πας… Βρε, πες πόσα θες να τελειώνουμε»…
«Δε θέλω χρήματα, σου είπα».
«Και πώς θα πας στο Παρίσι; Με τα πόδια; Κι άντε, πήγες με τα πόδια. Τι θα τρως»;
«Έχω κάνει το κουμάντο μου»…
«Τι κουμάντο έκανες, δηλαδή»;
«Δούλευα»…
«Δούλευες»;
«Δούλευα»…
«Και πού δούλευες, για να ΄χουμε καλό ρώτημα»;
«Σερβιτόρος»…
Στήλη άλατος, ο Θανάσης. Ο γιος του, που τον είχε για μη μου άπτου, που εκείνος τον είχε μη στάξει και μη βρέξει, δούλευε σερβιτόρος. Κι είχε κάνει και το κομποδεματάκι του…
Μπήκε στη μέση η Πελαγία, γιατί ο Θανάσης ακόμη σκεφτόταν:
«Και πόσα έβγαλες»;
Έκανε μία ο «μικρός» κι έβγαλε από την κωλοτσέπη ένα βιβλιάριο του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου. Το πήρε, με αργές κινήσεις, ο Θανάσης κι άνοιξε την πρώτη σελίδα. Γούρλωσε τα μάτια, άσπρισε, μετά κοκκίνισε κι έπειτα, κίτρινος σαν το φλουρί, ψέλλισε:
«Εκατόν εξήντα χιλιάδες δραχμές»!
Μια περιουσία! Τότε, για ν αγοράσεις ένα σπίτι, ήθελες δεν ήθελες 180 με 200 χιλιάδες. Κι ο Σπύρος του, είχε μαζέψει 160!
Από τότε δεν ξαναμίλησε για την επιθυμία του Σπυρέτου να γίνει πατρονίστ. Ούτε κατάλαβε ποτέ, τι ήταν ο πατρονίστ.
Όμως το φλιτζάνι της Μόρφως, είχε βγάλει δρόμο και μια στεναχώρια για την Πελαγία. Κι ο δρόμος βγήκε –και η στεναχώρια στο τέλος του. Γιατί οι μήνες περνούσαν κι ο Σπύρος, ο πατρονίστ, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Η Αννούλα ξημεροβραδιαζόταν σπίτι τους, μήπως και πάρει ο Σπύρος κανένα τηλέφωνο και δεν είναι εκεί να τον ακούσει. Αλλά ο Σπύρος, τίποτα. Ούτε τηλέφωνο στο Θανάση, ή στην Πελαγία, ούτε γράμμα στην Αννούλα.
«Βλέπω το κορίτσι μας να κλαίει, να βαλαντώνει και μου ΄ρχεται να βάλω κι εγώ τα κλάματα».
«Και τι θες να κάνω, μωρέ Πελαγία; Να πάρω το αεροπλάνο να πάω στο Παρίσι να αρχίσω να ρωτάω, πέρα δώθε, πού είναι ο Σπύρος»;
Βέβαια, εκείνος δεν μπορούσε να πάει στο Παρίσι. Αλλά εκείνη…
Η Πελαγία το ΄κανε το ταξίδι στο Παρίσι. Γιατί ήξερε τη γλώσσα. Μόνον που το ταξίδι έκρυβε μεγάλη στεναχώρια.
Τι τα ΄θελε και τα θυμόταν, τώρα, αυτά…

Συνεχίζεται

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Επιτέλους! :)))

Άραγε τι να την περιμένει στο Παρίσι? Άντε, μην το αργήσεις το επόμενο! ;)

Ανώνυμος είπε...

Έτσι ντε...

Άντε και μην κάνεις καμιά κουταμάρα και ξαναδιακόψεις λόγω εκλογών ΠΑΣΟΚ αυτή τη φορά...

Μαριλένα είπε...

Eγώ ΄περιμένω κι αλλο "συνεχίζεται".

Κοίτα μην αργήσεις κι αυτό,ε;

Καλη βδομάδα :))

Ανώνυμος είπε...

Και μετά και μετά!! Μην το αργήσεις... θα σκάσω!!! Πάντως η περιγραφή μέχρι που γύρισε το φλυτζάνι είναι όπως η ζωή της γιαγιάς μου!! :)

AVRA είπε...

καλημέρα!

Кроткая είπε...

άντε, άντε!
τώρα αξιώθηκα να τα διαβάσω όλα μαζί όσα είχα χασει!

μην αργείς τη συνέχεια!

Τάκι Διαστηματάκι είπε...

@ Ρενάτα
Ε, δεν το άργησα και πολύ...

@ stixakias
Θα τα καταφέρει, όπως φαίνεται, το ΠΑΣΟΚ και... χωρίς εμένα!

@ Μαριλένα
Επίσης. Ε, δεν το άργησα και πολύ...

@ laxanaki
Eλπίζω να μη σε ... έσκασα. Χαίρομαι που σου φέρνω στο νου οικείες εικόνες.

@ AVRA
Καλημέρα και σε ΄σένα!

Кроткая
Δυο χέρια έχω ο Χριστιανός!

:-Ρ