Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Μέρος 13ο


Τότε πίστεψε ότι ήταν η τύχη. Ο Θεός. Ένα θαύμα. Όλα μαζί. Αυτό πίστεψε η Πελαγία, όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμα του Σπυρέτου της και δεν βρήκαν κανέναν μέσα. Μόνον ένα σημείωμα, κολλημένο στο ψυγείο, με σελοτέιπ:
«Σπύρο, τον άνδρα μου τον ονειρευόμουν δυνατό. Να ξέρει τι θέλει. Εσύ, είσαι ένα παιδί, που δεν έχεις ξεμπλέξει το κουβαράκι σου. Δεν μπορώ να περιμένω πότε θα αποφασίσεις να το κάνεις.
Νομίζεις ότι με το γάμο έδωσες τη λύση. Αλλά δεν είναι έτσι. Λύση θα δώσεις όταν σταματήσεις να κοιτάζεις από το παράθυρο, χωρίς να μιλάς. Όταν σταματήσεις να εκνευρίζεσαι με το παραμικρό. Όταν τολμήσεις να μου γνωρίσεις τους γονείς σου. Κι όχι όταν λες ψέματα με το που ανοίγουν την πόρτα.
Έτρεξες πίσω από τη μητέρα σου. Δεν έτρεξες ποτέ πίσω από ΄μενα. Εγώ έπεσα πάνω σου και ήσουν πολύ άτολμος για να ζητήσεις να φύγω.
Μη με αναζητήσεις. Ούτε το παιδί.
Ναντίν».
Κι αν, για την Πελαγία, η φυγή της Ναντίν ήταν θαύμα, για το Σπύρο ήταν διέξοδος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, πλέον, ήταν να γυρίσει στην Αννούλα. Πού να ΄ξερε...
Αυτά σκεφτόταν η Μόρφω. Κι ανακάτευε τον καφέ της, εδώ και ώρα. Θυμήθηκε όταν επέστρεψαν, η Πελαγία κι ο Σπύρος. Θυμήθηκε το ύφος του κυρ-Θανάση, που απέμεινε άγαλμα, να τους κοιτάζει στην πόρτα. Να μην μπορεί να καταλάβει, αν θα ΄πρεπε να αγκαλιάσει το γιο του, που είχε τόσον καιρό να δει, ή να τσακωθεί με την Πελαγία. Με αυτήν τη γυναίκα που πίστευε ότι ήταν αδύναμη, άβουλη, ανίκανη να πάει μόνη της ως το Κιλκίς. Κι εκείνη, είχε πάει, ολομόναχη, στο Παρίσι, είχε βρει τον Σπυρέτο και τον είχε φέρει, πίσω, στο σπίτι.
Όμως, ο κυρ-Θανάσης, δεν είχε ιδέα για όσα είχαν γίνει στο Παρίσι. Και, μάνα και γιος –γιατί γιο της το λογάριαζε το Σπύρο η Πελαγία- είχαν αποφασίσει να μην του πουν κουβέντα. Είχαν ετοιμάσει και το παραμύθι τους:
Ένας απατεώνας τον ξεγέλασε το Σπύρο, στον ξένο τόπο, του ΄φαγε τα λεφτά, δήθεν πως θα άνοιγαν μαζί ατελιέ, και τον άφησε, χωρίς μία, στο Παρίσι. Κι ο Σπύρος ξενοδούλευε, να μαζέψει χρήματα, να επιστρέψει. Και πως, δήθεν, ρεζιλεμένος, δεν ήθελε να πάρει τον πατέρα του τηλέφωνο, να του ζητήσει βοήθεια, που εκείνος από την πρώτη στιγμή είχε αντιδράσει στην υπόθεση του Παρισιού.
Το ΄φαγε αμάσητο το παραμύθι ο κυρ-Θανάσης. Μόνον η Πελαγία, ο Σπύρος και, βέβαια, η Μόρφω, γνώριζαν την αλήθεια. Μια αλήθεια, όμως, που δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστική. Και που έμελλε, όταν αποκαλύπτονταν, να άρχιζε μια αντίστροφη μέτρηση...
Η Πελαγία, βέβαια, επέμενε να τα πουν όλα. Και στον Θανάση και στην Αννούλα. Ειδικά σε αυτήν. Όμως ο Σπύρος έπεφτε από το ένα λάθος, στο άλλο. Δεν είχε πειστεί ότι η Αννούλα τον αγαπούσε και θα του συγχωρνούσε τα πάντα, ακόμη κι αυτό: Να έχει ένα παιδί με μια άλλη γυναίκα.
Με μυστικά και ψέματα πέρασαν δυο χρόνια. Ο Σπύρος αφοσιώθηκε στην επιστήμη του. Και, στο μεταξύ, αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε την Αννούλα.
Αχ, εκείνος ο γάμος... Όλη η γειτονιά είχε σηκωθεί στο ποδάρι! Ο κυρ-Θανάσης, με το ολοκαίνουργιο κουστούμι του, είχε ένα μόνιμο χαμόγελο. Κι η Πελαγία, μετά από τόσα χρόνια, καλοδεχόταν όλο το σόι στο σπιτικό της κι άκουγε ευχές... για το γιο της! Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Όλοι όσοι τη θεωρούσαν μια ξένη, ήταν, πια, συγγενείς.
Αλοίμονο... Οι ίδιοι συγγενείς, θα γίνονταν, πάλι, ξένοι, ένα χρόνο μετά...
Η Μόρφω πήρε το φλυτζάνι και βγήκε στο μπαλκόνι. Έσφιξε τα μάτια, να δει καλύτερα. Ναι, ο κυρ-Θανάσης είχε επιστρέψει. Πάλευε με μια εφημερίδα. Σε λίγο θα έβγαινε κι εκείνος, με τον καφέ του, στο μπαλκόνι. Και την εφημερίδα, διπλωμένη στα αθλητικά.
Έτσι είχε βγει και τότε, στην αυλή. Γιατί ακόμη δεν είχαν δώσει αντιπαροχή το σπίτι. Πήρε την εφημερίδα παραμάσχαλα, το φλυτζάνι με τον καφέ, φώναξε στην Πελαγία να του φέρει νερό και βγήκε στην αυλή.
Την είδε εκεί απέναντι. Ψηλή, όμορφη, με ένα παιδί στην αγκαλιά. Ένα παιδί που, κάτι του θύμιζε. Αλλά η μάνα, δεν του θύμιζε τίποτα. Και του φαινόταν σα ξένη. Σα χαμένη...
Ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι.
«Θέλετε τίποτα»;
Δεν του απάντησε. Άνοιξε την πόρτα της αυλής, με το παιδί πάντα στην αγκαλιά. Τον πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια, του έδωσε το παιδί, του χαμογέλασε, φίλησε το μωρό κι άφησε κάτω έναν σάκο που κρατούσε. Γύρισε κι έφυγε.
Τον άφησε εκεί, όρθιο, με την εφημερίδα στη μασχάλη και το αγοράκι στην αγκαλιά.
«Κυρία...»
Δεν γύρισε να τον δει. Έφευγε με σκυμμένο το κεφάλι. Οι ώμοι της, σα να κουνήθηκαν απότομα, μια κίνηση σπαστική, αιφνίδια, ανεξέλεγκτη.
«Κυρία...»
Άρχισε να τρέχει. Ο Θανάσης, για έναν μυστήριο λόγο, δεν μπορούσε να κάνει βήμα.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε. Η Πελαγία βγήκε με το δικό της καφέ σε έναν δίσκο και δυο ποτήρια νερό.
«Ποιος ήταν»;
Σήκωσε τα μάτια από το δίσκο και είδε τον Θανάση με το παιδί. Είδε στα χέρια του άνδρα της, το γιο της. Ή, μήπως, δεν ήταν ο γιος της; Μα δεν μπορούσε να ήταν ο γιος της. Εκείνος ήταν ολόκληρος άντρας, παντρεμένος... Κι αυτό, ήταν ένα μωρό, λίγο πάνω από 12 μηνώ... Κι όμως, αυτή η ομοιότητα...
«Ήταν μια κυρία... Δε μίλησε... Το παιδί... Δεν κατάλαβα... Το άφησε το παιδί»...
Δίσκος, ποτήρια, φλυτζάνια, έπεσαν από τα χέρια της Πελαγίας. Γέμισε ο τόπος γυαλιά, κομμάτια, αποσπάσματα, καφέδες και νερά. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο και σωριάστηκε.
«Πελαγία»!
Τρελάθηκε ο κυρ – Θανάσης. Έκανε ένα βήμα δεξιά, ένα αριστερά κι έμενε στον ίδιο τόπο. Με το μωρό αγκαλιά, να μην ξέρει αν πρέπει να το αφήσει ή να το κρατήσει. Να μην ξέρει αν πρέπει να τρέξει στη γυναίκα του... Κι εκείνο, βρήκε την ώρα ν΄ αρχίσει να κλαίει!
«Πελαγία! Βοήθεια! Βοήθεια γειτονιά»!
Πρώτη έτρεξε η Μόρφω. Μπήκε στην αυλή και είδε την Πελαγία σωριασμένη, τον Θανάση με το παιδί στην αγκαλιά, καφέδες, νερά, σπασμένα φλυτζάνια και ποτήρια καταγής και το σάκο πεταμένο σε μια γωνία. Κατάλαβε, αλλά δεν είχε ώρα για εξηγήσεις.
«Λίγο νερό! Φέρε βρε Χριστιανέ λίγο νερό»!
Έτρεξε ο Θανάσης, πάντα με το παιδί στην αγκαλιά και γέμισε ένα ποτήρι, από μέσα από το σπίτι. Βγήκε, με παιδί και νερό στα χέρια, έξω, το μισό το είχε χύσει, το ΄δωσε βιαστικά στη Μόρφω κι εκείνη έβρεξε τα χέρια της και ράντισε το πρόσωπο της Πελαγίας.
Τα χείλη της είχαν μελανιάσει, είχε ασπρίσει αλλά με το νερό και τα τριψίματα της Μόρφως, άρχισε να βρίσκει και το χρώμα της και τις αισθήσεις της. Άνοιξε τα μάτια της, είδε τον Θανάση με το παιδί αγκαλιά, τη Μόρφω από πάνω της και έπιασε με το χέρι της το κεφάλι της:
«Ωχ, Παναγία μου! Τι θα κάμω τώρα...»

Συνεχίζεται...

9 σχόλια:

Σταυρούλα είπε...

Χα! Προσωρινή ανάσα μέχρι το ξεκαθάρισμα! Μια χαρά το πας! ;)

Кроткая είπε...

άμα κάνεις και χάπυ εντ, θα είναι σαν ελληνική ταινία!!!

maya είπε...

σούπερ!!!
διάβασα 4 συνέχειες...ουφ! είχα μείνει πίσω.
μου αρέσει απίστευτα που είναι όλο με την μυρωδιά του καφέ...
τι άποψη...

ναι μη δώσεις τελείως χάπι εντ, θα τρελαθώ. - δεν σ'έχω βέβαια...

φιλιά πολύχρωμα
χχχχχχχχχχχχχχχ

Ανώνυμος είπε...

όμορφα!
πολύ όμορφα πάμε!

Ανώνυμος είπε...

όμορφα!
πολύ όμορφα πάμε!

Ανώνυμος είπε...

για το διπλό σχόλιο φταίει το νταμπλ κλικ
μη δώσετε σημασία εσείς

NY ANNA είπε...

Να σου πω;
Γιατί ρε παιδί μου δεν εκδίδεσαι;
Με την καλή έννοια!
Αλλά θα μου πεις, τα ωραιότερα
σε αυτό τον κόσμο, τζάμπα πρέπει
να δίνονται. Ή μήπως όχι;
Κι εγώ είχα μείνει πίσω...
Διάβασα συνέχειες και ίσιωσα.
Καλησπέρες από την παγωμένη
πρωτεύουσα.

Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα! Τα διάβασα όλα μονορούφι! Ανυπομονώ για την συνέχεια!

diastimata είπε...

@ renata

Ε, κάποια στιγμή πρέπει να φθάσουμε και στον καβγά πατέρα και γιου.


@ Кроткая

Δεν υπάρχει περίπτωση! Μόνον ο Ξανθόπουλος θα έλειπε μετά!

@ maya

ΦΥΣΙΚΑ και όχι! Αυτό μας έλειπε! Να μη θρηνήσουμε λίγο;

@ stixakias

Ευχαριστώ!
Ευχαριστώ!
(να μη δώσω σημασία, αλλά δεν είναι και ευγενικό)!

;-)


@ NY ANNA

Ίσως το τολμήσω μέσα στο 2008. Με την καλή έννοια!
Και το τζάμπα, όμως, πόσο γλυκό είναι...


@ Ανώνυμος

Καλώς ήρθες! Ε, όλο και κάτι θα κάνουμε, για συνέχεια...