Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Μέρος 14ο


Κούνησε, με τρεις κυκλικές κινήσεις, το φλιτζάνι του καφέ. Ανακάτεψε το κατακάθι με την τελευταία γουλιά. Το ρούφηξε, με θόρυβο. Κι έβγαλε έναν αναστεναγμό ηδονής. Ο καφές, άλλωστε, ήταν η τελευταία ηδονή που της είχε απομείνει…
Η Μόρφω κοίταξε απέναντι, στο μπαλκόνι. Ο Θανάσης πήγαινε πέρα-δώθε στο διαμέρισμα. Σα κάτι να έψαχνε. Έσφιξε τα μάτια, μήπως κι έβλεπε καλύτερα, αλλά πού… Είχε χάσει εδώ και χρόνια αυτήν την ικανότητα.
Κοίταξε τον ντελβέ και γύρισε, δεξιά-αριστερά, το φλυτζάνι. Έχυσε όσο κατακάθι μπορούσε στο πιατάκι κι αφού το γύρισε, το ακούμπησε σε μια χαρτοπετσέτα, στο τραπέζι, δίπλα της. Μονολόγησε:
«Για να μην μείνει στεναχώρια»…

Σαν τη στεναχώρια, όμως, που είχε ζήσει ο Θανάσης, όταν έμαθε τα καθέκαστα από την Πελαγία, δεν είχε ματαδεί… Σα σήμερα το θυμότανε…
«Και γιατί δε μου είπες τίποτα»;
Ο Θανάσης καθόταν, με το παιδί στην αγκαλιά, στο ντιβάνι της κουζίνας. Λες και δεν ήθελε να αφήσει αυτό το αιφνιδίως αφιχθέν εγγόνι, μήπως και του το ΄παιρναν πάλι πίσω…
Η Πελαγία, με βρεγμένα τα μαλλιά, ήταν ξαπλωμένη, εκεί που την είχαν απιθώσει οι γείτονες. Κι η Μόρφω πηγαινοερχόταν στην κουζίνα, λες και με την κίνησή της θα τελείωναν οι δουλειές του σπιτιού, που η ξαφνιασμένη νοικοκυρά είχε παρατήσει στη μέση, λόγω της λιποθυμίας της.

Η αλήθεια, βέβαια, ήταν ότι η Μόρφω δεν είχε καμία δουλειά εκεί. Προφασιζόταν, όμως, ολοένα κι από κάτι κι έμενε, τόσο για να συμπαρασταθεί στην –όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα- φιλενάδα της, αλλά και για να ακούσει και να μάθει. Γιατί το κουσούρι της δεν την εγκατέλειπε ποτέ. Κι αν είχε κρατήσει το στόμα της κλειστό από το ταξίδι της Πελαγίας στο Παρίσι ως τώρα, ήταν που φοβόταν τις αντιδράσεις του Θανάση, αλλά και του Δημητρού της, που σ αυτά ήταν κάθετος.
«
Τι να σου πω, Χριστιανέ μου; Ότι πήγα στο Παρίσι; Ότι βρήκα το γιο μας σε μια τρώγλη; Ότι ήταν παντρεμένος; Ότι εκείνη περίμενε παιδί; Ότι η γυναίκα τον παράτησε κι έφυγε, απαγορεύοντάς του να δει το παιδί του; Τι από όλα αυτά να σου έλεγα και να μη σου ερχότανε ταμπλάς…»
«Τα πάντα… Όπως βλέπεις, μια χαρά είμαι εγώ. Σε άλλους ήρθε ο ταμπλάς και βρεθήκανε τα ανάσκελα»! «Και πώς να μείνω στα πόδια μου, δηλαδή; Βρεθήκαμε με εγγόνι! Λίγο το ΄χεις»;
«Μωρέ, δεν το ΄χω λίγο… Σίγουρα δεν είναι λίγο. Αλλά με τις λιποθυμίες δε βγαίνει τίποτα. Άντε, να συνέλθεις λίγο-λίγο, να σηκωθείς στα πόδια σου, γιατί αυτό το καημένο θα πεινάει. Και σα να μου βρομάει και λίγο… Λες να τα ΄κανε»;

«Δηλαδή, τι σκοπεύεις να κάνουμε με το παιδί»…

«Τι να κάνουμε, γυναίκα; Με το εγγόνι μας; Τι να κάνουμε, δηλαδή; Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυο φορές παιδί μου…»
«Και με το Σπυρέτο; Με την Αννούλα»;
Σιώπησε, για λίγο, ο Θανάσης. Τα μάτια του, έβγαζαν σπίθες. Έσφιξε το στόμα και, είπε αποφασιστικά:
«Με την Αννούλα, τίποτα. Αθώα του αίματος… Τράβηξε τόσα και τόσα. Θα της το φέρουμε με τρόπο. Με τον άλλον, όμως, κουβέντες δε θέλω να έχω! Ή, μάλλον, όχι… Πάρε τον τηλέφωνο! Εσύ! Πες του, ότι θέλω να τον δω. Να σύρει να ΄ρθει μόνος του! Και θα δεις, τι έχω να του πω»!

«Θανάση, δε φταίει αυτός…»

«Δε φταίει! Δε φταίει! Αμ ποιος φταίει; Μήπως το κζάνι; Το αγγελούδι; Δεν είσαι καλά γυναίκα, μου φαίνεται…»

«Δεν είχε άλλη επιλογή»…

«Ακριβώς… Όπως το είπες. Επιλογή! Άρα, εδιάλεξε να μην πει τίποτα. Ούτε στην αρχή, ούτε στο τέλος. Γιατί»;
«Για να μη σε στεναχωρήσει, Θανάση…»

«Και τι είναι, ρε γυναίκα το παιδί; Καμιά κουτσουλιά, να τη σκουπίσουμε, να μείνει κρυφή; Παιδί είναι! Κι αν δε μας το ΄φερνε η Γαλλίδα, θα το ΄χαμε, για πάντα, στην καμπούρα μας… Κρίμα μεγάλο…»

Ο Θανάσης δεν έπαιρνε από λόγια. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είχε άδικο. Ο Σπύρος ήθελε να κρύψει ένα ολόκληρο παιδί, από τον ίδιο του τον εαυτό, την Αννούλα, τον πατέρα του… Κρύβεται ένα παιδί;

Εκείνο το σούρουπο, την ώρα που η Πελαγία νανούριζε τον μπέμπη, στην αυλή, ο Θανάσης κι ο Δημητρός, κάθονταν αμίλητοι. Είχαν πάνω από μία ώρα, που βλέπανε τα ποτήρια τους, με τη μπίρα Φιξ, να ξεθυμαίνει. Κι ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος έκανε την κίνηση να πιει μια γουλιά. Κι ούτε να μιλήσει. Λες και βρίσκονταν στην εκκλησία και δεν ήθελαν να ταράξουν την ηρεμία των πιστών και τα λόγια του παπά… Αλλά, τελικά, ο Δημητρός δεν άντεξε:

«Μπας και βιάζεσαι»;

«Μμμμ»;

«Μπας και βιάζεσαι, λέω»;
«Να βιάζομαι; Για ποιο πράγμα»;

«Για όσα θες να πεις στο Σπύρο»…

«Αμ δε βιάζομαι… Άργησα κι όλας… Έπρεπε να τα είχα πει –και να τα είχα κάνει- χρόνια τώρα. Όταν τον κακομάθαινα»…

«Θανάση, με συγχωρείς, αλλά είσαι άδικος…»

«Άδικος εγώ; Γιατί παρακαλώ»;

«Ξέχασες πως σου στάθηκε ο πιτσιρικάς όταν ερχόταν το σόι και φώναζε για την Πελαγία; Ξέχασες που, για να σπουδάζει, μάζευε τις δεκάρες μία μία, για να μη σου γίνει βάρος; Τι έγιναν όλα αυτά»;

«Αυτό λέω κι εγώ Θανάση… Πού είναι ο γιος μου; Πού είναι το παλικάρι που περιγράφεις; Γιατί έγινε ένας ευθυνόφοβος; Ένας χαμένος»;

«Θα είχε λόγους, ρε συ Θανάση… Δεν μπορεί. Άκουσέ τον, πρώτα. Μην τον αρχίσεις στα λόγια»…
Αλλά ο Θανάσης δεν άκουγε τις συμβουλές. Ούτε ο Δημητρός κατάφερε να τον μαλακώσει, ούτε η Πελαγία. Ούτε και τα μάτια του Σπυρέτου του, όταν, σχεδόν σωριάστηκε στην καρέκλα, με το που είδε τον πατέρα του, αγκαλιά με το γιο του. Γιατί έτσι τον υποδέχτηκε ο Θανάσης. Με τον μικρό αγκαλιά.
Στάθηκε στη μέση του δωματίου, με το που άκουσε τον Σπύρο να ανοίγει την αυλόπορτα, πήρε και το παιδί αγκαλιά και στάθηκε απέναντι στην πόρτα. Με τα πόδια στυλωμένα, λες κι ήθελε να δείξει στον Σπύρο ότι δεν είχε να κάνει άλλο βήμα. Δεν θα τον άφηνε…

«Πατέρα…»

Ο Σπύρος δεν ήξερε τι να πει. Κατάλαβε, με το που είδε το παιδί, τι είχε συμβεί. Και πώς να μην το καταλάβει, δηλαδή… Ένοιωσε τα πόδια του, να κόβονται από τα γόνατα. Έψαξε, με το χέρι, μια καρέκλα, την τράβηξε και σωριάστηκε πάνω της… Έσκυψε μπροστά, κάρφωσε τα μάτια του στο πάτωμα και ένοιωσε να βυθίζεται…

«Σπύρο, σαν παιδί έκανες πολλά λάθη. Τα παιδιά αυτό κάνουν: Λάθη, για να μαθαίνουν. Αλλά τα λάθη τους είναι άδολα. Γίνονται, είτε από κεκτημένη ταχύτητα, είτε επειδή πιστεύουν ότι όλα τα μπορούν κι όλα τα καταφέρνουν. Επειδή δεν τα νοιάζει, που δεν έχουν δεύτερη ευκαιρία. Μια ζωή ολόκληρη απλώνεται μπροστά τους κι είναι φυσικό να πιστεύουν πως θα τους ξανάρθει η ευκαιρία. Θα ξαναπεράσει μπρος τους και θα την πιάσουν από τα μαλλιά. Μα όσο μεγαλώνει κάποιος, τόσο καταλαβαίνει ότι οι ευκαιρίες του τελειώνουν… Γι αυτό προσέχει. Και, πάνω από όλα, προσπαθεί να μην πληγώσει κανέναν. Γιατί οι ευκαιρίες να ζητήσει συγνώμη θα είναι λίγες. Εσύ Σπύρο μου, όμως, πλήγωσες πολύ κόσμο. Την Αννούλα. Την άλλη την κοπέλα, που, ούτε το όνομά της ξέρω… Τη μάνα σου. Εμένα. Τούτο το παιδί. Αλλά, πάνω από όλα, πλήγωσες τον ίδιο σου τον εαυτό».

Ο Σπύρος σήκωσε τα μάτια από το πάτωμα, αφού αυτό, δεν το περίμενε. Κοίταξε τον πατέρα του, βουρκωμένος. Και περίμενε τη συνέχεια. Κι ο Θανάσης, συνέχισε:
«Πλήγωσες τον εαυτό σου, Σπύρο. Δεν ήσουν εκεί, την ώρα που γεννιόταν το παιδί σου. Δεν έζησες την αγωνία. Την προσμονή. Αδιαφόρησες. Μαχαίρωσες την ψυχή σου κι αμφιβάλω αν επέζησε από αυτή τη μαχαιριά. Γιατί, όταν είμαστε απόντες από μια τέτοια στιγμή, εμείς είμαστε που πληγωνόμαστε. Μόνον που αυτή η πληγή δεν πονάει τη στιγμή που γίνεται. Πονάει όσο περνάν τα χρόνια».

«Πατέρα»…

«Όχι Σπύρο. Αυτήν τη λέξη, δεν θα την ξαναπείς. Πατέρα, δε θα με ξαναπείς, παρά μόνον όταν διορθώσεις όσα έκανες. Όλα…»
Και με τα λόγια αυτά, ο Θανάσης γύρισε την πλάτη στο γιο του.

«Πατέρα… Άσε να πάρω το παιδί»…

Με την πλάτη γυρισμένη, του μίλησε:
«Το παιδί θα το πάρεις, όταν αποδείξεις ότι προσπάθησες, έστω, να φτιάξεις όσα χάλασες. Ως τότε, γεροί να είμαστε, θα το φροντίζουμε… Και πατέρα, σου είπα, να μη με ξαναπείς...»

Με σκυμμένο το κεφάλι έφυγε ο Σπύρος. Κι η Μόρφω τον είδε από απέναντι και κατάλαβε πως, πατέρας και γιος, είχαν χωρίσει τις ζωές τους. Και πως δύσκολα θα ξαναπερπατούσαν παρέα. Γιατί είχε χαθεί η εμπιστοσύνη…


Συνεχίζεται…

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Μέρος 13ο


Τότε πίστεψε ότι ήταν η τύχη. Ο Θεός. Ένα θαύμα. Όλα μαζί. Αυτό πίστεψε η Πελαγία, όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμα του Σπυρέτου της και δεν βρήκαν κανέναν μέσα. Μόνον ένα σημείωμα, κολλημένο στο ψυγείο, με σελοτέιπ:
«Σπύρο, τον άνδρα μου τον ονειρευόμουν δυνατό. Να ξέρει τι θέλει. Εσύ, είσαι ένα παιδί, που δεν έχεις ξεμπλέξει το κουβαράκι σου. Δεν μπορώ να περιμένω πότε θα αποφασίσεις να το κάνεις.
Νομίζεις ότι με το γάμο έδωσες τη λύση. Αλλά δεν είναι έτσι. Λύση θα δώσεις όταν σταματήσεις να κοιτάζεις από το παράθυρο, χωρίς να μιλάς. Όταν σταματήσεις να εκνευρίζεσαι με το παραμικρό. Όταν τολμήσεις να μου γνωρίσεις τους γονείς σου. Κι όχι όταν λες ψέματα με το που ανοίγουν την πόρτα.
Έτρεξες πίσω από τη μητέρα σου. Δεν έτρεξες ποτέ πίσω από ΄μενα. Εγώ έπεσα πάνω σου και ήσουν πολύ άτολμος για να ζητήσεις να φύγω.
Μη με αναζητήσεις. Ούτε το παιδί.
Ναντίν».
Κι αν, για την Πελαγία, η φυγή της Ναντίν ήταν θαύμα, για το Σπύρο ήταν διέξοδος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, πλέον, ήταν να γυρίσει στην Αννούλα. Πού να ΄ξερε...
Αυτά σκεφτόταν η Μόρφω. Κι ανακάτευε τον καφέ της, εδώ και ώρα. Θυμήθηκε όταν επέστρεψαν, η Πελαγία κι ο Σπύρος. Θυμήθηκε το ύφος του κυρ-Θανάση, που απέμεινε άγαλμα, να τους κοιτάζει στην πόρτα. Να μην μπορεί να καταλάβει, αν θα ΄πρεπε να αγκαλιάσει το γιο του, που είχε τόσον καιρό να δει, ή να τσακωθεί με την Πελαγία. Με αυτήν τη γυναίκα που πίστευε ότι ήταν αδύναμη, άβουλη, ανίκανη να πάει μόνη της ως το Κιλκίς. Κι εκείνη, είχε πάει, ολομόναχη, στο Παρίσι, είχε βρει τον Σπυρέτο και τον είχε φέρει, πίσω, στο σπίτι.
Όμως, ο κυρ-Θανάσης, δεν είχε ιδέα για όσα είχαν γίνει στο Παρίσι. Και, μάνα και γιος –γιατί γιο της το λογάριαζε το Σπύρο η Πελαγία- είχαν αποφασίσει να μην του πουν κουβέντα. Είχαν ετοιμάσει και το παραμύθι τους:
Ένας απατεώνας τον ξεγέλασε το Σπύρο, στον ξένο τόπο, του ΄φαγε τα λεφτά, δήθεν πως θα άνοιγαν μαζί ατελιέ, και τον άφησε, χωρίς μία, στο Παρίσι. Κι ο Σπύρος ξενοδούλευε, να μαζέψει χρήματα, να επιστρέψει. Και πως, δήθεν, ρεζιλεμένος, δεν ήθελε να πάρει τον πατέρα του τηλέφωνο, να του ζητήσει βοήθεια, που εκείνος από την πρώτη στιγμή είχε αντιδράσει στην υπόθεση του Παρισιού.
Το ΄φαγε αμάσητο το παραμύθι ο κυρ-Θανάσης. Μόνον η Πελαγία, ο Σπύρος και, βέβαια, η Μόρφω, γνώριζαν την αλήθεια. Μια αλήθεια, όμως, που δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστική. Και που έμελλε, όταν αποκαλύπτονταν, να άρχιζε μια αντίστροφη μέτρηση...
Η Πελαγία, βέβαια, επέμενε να τα πουν όλα. Και στον Θανάση και στην Αννούλα. Ειδικά σε αυτήν. Όμως ο Σπύρος έπεφτε από το ένα λάθος, στο άλλο. Δεν είχε πειστεί ότι η Αννούλα τον αγαπούσε και θα του συγχωρνούσε τα πάντα, ακόμη κι αυτό: Να έχει ένα παιδί με μια άλλη γυναίκα.
Με μυστικά και ψέματα πέρασαν δυο χρόνια. Ο Σπύρος αφοσιώθηκε στην επιστήμη του. Και, στο μεταξύ, αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε την Αννούλα.
Αχ, εκείνος ο γάμος... Όλη η γειτονιά είχε σηκωθεί στο ποδάρι! Ο κυρ-Θανάσης, με το ολοκαίνουργιο κουστούμι του, είχε ένα μόνιμο χαμόγελο. Κι η Πελαγία, μετά από τόσα χρόνια, καλοδεχόταν όλο το σόι στο σπιτικό της κι άκουγε ευχές... για το γιο της! Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Όλοι όσοι τη θεωρούσαν μια ξένη, ήταν, πια, συγγενείς.
Αλοίμονο... Οι ίδιοι συγγενείς, θα γίνονταν, πάλι, ξένοι, ένα χρόνο μετά...
Η Μόρφω πήρε το φλυτζάνι και βγήκε στο μπαλκόνι. Έσφιξε τα μάτια, να δει καλύτερα. Ναι, ο κυρ-Θανάσης είχε επιστρέψει. Πάλευε με μια εφημερίδα. Σε λίγο θα έβγαινε κι εκείνος, με τον καφέ του, στο μπαλκόνι. Και την εφημερίδα, διπλωμένη στα αθλητικά.
Έτσι είχε βγει και τότε, στην αυλή. Γιατί ακόμη δεν είχαν δώσει αντιπαροχή το σπίτι. Πήρε την εφημερίδα παραμάσχαλα, το φλυτζάνι με τον καφέ, φώναξε στην Πελαγία να του φέρει νερό και βγήκε στην αυλή.
Την είδε εκεί απέναντι. Ψηλή, όμορφη, με ένα παιδί στην αγκαλιά. Ένα παιδί που, κάτι του θύμιζε. Αλλά η μάνα, δεν του θύμιζε τίποτα. Και του φαινόταν σα ξένη. Σα χαμένη...
Ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι.
«Θέλετε τίποτα»;
Δεν του απάντησε. Άνοιξε την πόρτα της αυλής, με το παιδί πάντα στην αγκαλιά. Τον πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια, του έδωσε το παιδί, του χαμογέλασε, φίλησε το μωρό κι άφησε κάτω έναν σάκο που κρατούσε. Γύρισε κι έφυγε.
Τον άφησε εκεί, όρθιο, με την εφημερίδα στη μασχάλη και το αγοράκι στην αγκαλιά.
«Κυρία...»
Δεν γύρισε να τον δει. Έφευγε με σκυμμένο το κεφάλι. Οι ώμοι της, σα να κουνήθηκαν απότομα, μια κίνηση σπαστική, αιφνίδια, ανεξέλεγκτη.
«Κυρία...»
Άρχισε να τρέχει. Ο Θανάσης, για έναν μυστήριο λόγο, δεν μπορούσε να κάνει βήμα.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε. Η Πελαγία βγήκε με το δικό της καφέ σε έναν δίσκο και δυο ποτήρια νερό.
«Ποιος ήταν»;
Σήκωσε τα μάτια από το δίσκο και είδε τον Θανάση με το παιδί. Είδε στα χέρια του άνδρα της, το γιο της. Ή, μήπως, δεν ήταν ο γιος της; Μα δεν μπορούσε να ήταν ο γιος της. Εκείνος ήταν ολόκληρος άντρας, παντρεμένος... Κι αυτό, ήταν ένα μωρό, λίγο πάνω από 12 μηνώ... Κι όμως, αυτή η ομοιότητα...
«Ήταν μια κυρία... Δε μίλησε... Το παιδί... Δεν κατάλαβα... Το άφησε το παιδί»...
Δίσκος, ποτήρια, φλυτζάνια, έπεσαν από τα χέρια της Πελαγίας. Γέμισε ο τόπος γυαλιά, κομμάτια, αποσπάσματα, καφέδες και νερά. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο και σωριάστηκε.
«Πελαγία»!
Τρελάθηκε ο κυρ – Θανάσης. Έκανε ένα βήμα δεξιά, ένα αριστερά κι έμενε στον ίδιο τόπο. Με το μωρό αγκαλιά, να μην ξέρει αν πρέπει να το αφήσει ή να το κρατήσει. Να μην ξέρει αν πρέπει να τρέξει στη γυναίκα του... Κι εκείνο, βρήκε την ώρα ν΄ αρχίσει να κλαίει!
«Πελαγία! Βοήθεια! Βοήθεια γειτονιά»!
Πρώτη έτρεξε η Μόρφω. Μπήκε στην αυλή και είδε την Πελαγία σωριασμένη, τον Θανάση με το παιδί στην αγκαλιά, καφέδες, νερά, σπασμένα φλυτζάνια και ποτήρια καταγής και το σάκο πεταμένο σε μια γωνία. Κατάλαβε, αλλά δεν είχε ώρα για εξηγήσεις.
«Λίγο νερό! Φέρε βρε Χριστιανέ λίγο νερό»!
Έτρεξε ο Θανάσης, πάντα με το παιδί στην αγκαλιά και γέμισε ένα ποτήρι, από μέσα από το σπίτι. Βγήκε, με παιδί και νερό στα χέρια, έξω, το μισό το είχε χύσει, το ΄δωσε βιαστικά στη Μόρφω κι εκείνη έβρεξε τα χέρια της και ράντισε το πρόσωπο της Πελαγίας.
Τα χείλη της είχαν μελανιάσει, είχε ασπρίσει αλλά με το νερό και τα τριψίματα της Μόρφως, άρχισε να βρίσκει και το χρώμα της και τις αισθήσεις της. Άνοιξε τα μάτια της, είδε τον Θανάση με το παιδί αγκαλιά, τη Μόρφω από πάνω της και έπιασε με το χέρι της το κεφάλι της:
«Ωχ, Παναγία μου! Τι θα κάμω τώρα...»

Συνεχίζεται...