Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

Μέρος 11ο


Το συλλογισμό της τον διέκοψε το χτύπημα του τηλεφώνου.
«Ποιος να ΄ναι απογευματιάτικα»;
Καθώς αναρωτιόταν, σηκώθηκε με αργές κινήσεις και πήγε προς το τηλέφωνο.
Η αλήθεια είναι ότι το τηλέφωνό της δε χτυπούσε και τόσο συχνά, πια. Πού και που τη θυμόντουσαν κάποιες από τις φίλες της και καμία συγγένισσα. Ακόμη πιο σπάνια τη θυμόταν η ανιψιά της. Ο μόνος νέος άνθρωπος που μπαινόβγαινε, έστω στη χάση και τη φέξη, στο σπίτι της. Ήθελε ν ακούσει έναν άνθρωπο…
«Ναι…»
«Την κ. Ρουπεκιώτη»…
Η φωνή ήταν ανδρική, έδειχνε άνθρωπος μιας κάποια ηλικίας. Ρουπεκιώτη, όμως, δε λεγόταν, ούτε γνώριζε καμία…
«Δυστυχώς, κάνετε λάθος κύριέ μου»…
«Λάθος; Μα πως είναι δυνατόν… Έχετε το 2310919345»;
«Ναι, αλλά Ρουπεκιώτη δεν υπάρχει εδώ. Δεν υπήρχε ποτέ. Δυστυχώς»…
«Δεν μπορώ να καταλάβω… Μου έδωσε αυτό το τηλέφωνο η πρώην γυναίκα μου και… Συγνώμη! Σας ζαλίζω κι εσάς»…
«Δεν πειράζει… Δεν είναι λόγος»…
«Σας ανησύχησα»…
«Μπα, μόνη καθόμουν κι έπινα έναν καφέ»…
Ακολούθησε σιγή λίγων λεπτών. Εκείνος σίγουρα θα ήθελε να πιάσει την κουβέντα, φαινόταν –από τη φωνή- γύρω στην ηλικία της. Εκείνη, άλλο που δεν ήθελε, τόσα χρόνια, πια, μόνη. Όμως, τι να πουν; Δυο άνθρωποι της ηλικίας της, ξένοι, παντάξενοι, πώς να πιάσουν την κουβέντα; Εκείνη δεν είχε ιδέα από τέτοιες καταστάσεις. Αλλά κι εκείνος το ίδιο:
«Λοιπόν»…
«Λοιπόν»…
«Και πάλι σας ζητώ συγνώμην, κυρία…. Πώς σας είπαμε;»
«Μόρφω…»
«Μόρφω… Από το Ευμορφία»;
«Ναι»…
Είχε χρόνια να κάνει τέτοια κουβέντα, δεν ήξερε τι να πει, για να κρατήσει το ενδιαφέρον του. Αλλά και να μην κάνει σα τη χήρα στο κρεβάτι. Πήγε να μιλήσει, σταμάτησε, τελικά πήρε το θάρρος:
«Εσάς»;
«Γιάννη»!
Νέα διακοπή, ξανά σιγή. Τι να πουν άλλο; Μόνον ο καιρός έμενε θέμα συζήτησης δυο αγνώστων. Πήρε εκείνος την πρωτοβουλία:
«Λοιπόν, κυρία Ευμορφία, επιτρέψτε μου να σας λέω έτσι, ίσως να τα ξαναπούμε»…
«Ίσως»…
«Γειά σας, λοιπόν»…
«Γειά σας».
Έκλεισε το τηλέφωνο. Έστω κι αυτά τα τρία, τέσσερα λεπτά, κουβέντας με έναν άγνωστο, της είχαν δώσει ζωή. Γιάννης… Όπως ο ταξιτζής που την είχε πάει, τότε, στο αεροδρόμιο. Τότε που ξεπροβόδιζε την Πελαγία στο Παρίσι, κρυφά από τον Θανάση κι από το Δημητρό της.
Κουβέντα δεν είχαν ανταλλάξει στο ταξί. Τρία τέταρτα δρόμος (τόσο έκανες, τότε, να φθάσεις από την Τριανδρία στη Μίκρα), ολάκερο ταξίδι κι εκείνες, αμίλητες. Τα είχαν συνεννοηθεί από πριν, να πουν ότι αρρώστησε μια θεία μακρινή της Πελαγίας στην Καβάλα, κι ότι θα την πήγαινε η Μόρφω στα ΚΤΕΛ, να δει, με την ευκαιρία την αδελφή της, που έμενε στο Βαρδάρη. Γιατί τότε, μια γυναίκα μόνη, δεν τριγυρνούσε σ εκείνη την περιοχή. Η Μόρφω –υποτίθεται- θα έμενε στο σπίτι της αδελφής της και θα ΄παιρνε ταξί να επιστρέψει, να μην την πειράξει και κανείς στο δρόμο…
Όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο. Η Μόρφω κούνησε μαντίλι στην Πελαγία κι εκείνη, για πρώτη φορά στη ζωή της, μπήκε σε αεροπλάνο. Για να πάει να βρει το Σπυρέτο της.
Σκιάχτηκε όταν κατέβηκε στο αεροδρόμιο στο Παρίσι. Ήταν τεράστιο. Κι ενώ την ήξερε τη γλώσσα και διάβαζε άνετα τις πινακίδες, φοβήθηκε ότι θα χαθεί. Βάλθηκε να ψάχνει για κανέναν πολισμάνο, αλλά του κάκου. Διάβαζε τη μία πινακίδα πίσω από την άλλη, ώσπου ανάσανε: Ένα βέλος έδειχνε αριστερά και η λέξη ήταν… διεθνής: Ταξί!
Όταν της μίλησε ο ταξιτζής, τα ΄χασε. Τα γνώριζε τα γαλλικά, αλλά αυτά της φαινόταν αλαμπουρνέζικα! Τα είχε πει τόσο γρήγορα ο Χριστιανός…
Δεν έπρεπε να δείχνει σα χαμένη. Αδιαφόρησε για τα όσα της είπε ο ταξιτζής και πρόφερε με την καλύτερη προφορά της τη διεύθυνση του Σπύρου. Ο ταξιτζής χαμογέλασε, της είπε κάτι για την κίνηση και τότε, άρχισε να καταλαβαίνει! Λες και οι λέξεις έπεφταν από κάπου ψηλά μέσα στο κεφάλι της… Κι έτσι, συζήτησαν για λίγο, έως ότου μπουν, από τα περίχωρα, στην πόλη και βρουν την πολυκατοικία του μικρού…
Ήταν μια παλιά πολυκατοικία, χωρίς ασανσέρ. Στα κουδούνια της πόρτας δεν είχε ονόματα, αλλά αριθμούς διαμερισμάτων. Καθώς δεν ήξερε τον αριθμό του διαμερίσματος, άρχισε να ανεβαίνει, κρατώντας στο αριστερό της χέρι τον μικρό καφέ δερμάτινο σάκο της. Ευτυχώς, οι πόρτες είχαν κουδούνια με ονόματα. Στο δεύτερο όροφο, βρήκε το διαμέρισμα του Σπύρου. Πάτησε το κουδούνι.
Της άνοιξε μια κοπέλα, που φορούσε –ναι, εκείνο ήταν- το σιέλ πουλόβερ του Σπύρου της. Το γνώριζε εκείνο το πουλόβερ. Το είχε πλέξει με τα χέρια της. Και το είχε κάνει λίγο μεγάλο κι ο Σπύρος όλο την πείραζε. Και τώρα το φορούσε εκείνη η άγνωστη κοπέλα, που στεκόταν στην πόρτα, χωρίς να φορά τίποτε άλλο, με μια κούπα καφέ στα χέρια, σαν οικοδέσποινα, που την ξύπνησε κάποιος ενοχλητικός. Μάζεψε το θάρρος της, έσπρωξε στο βάθος τη ντροπή της και ρώτησε:
«Σπύρος ε λα»;
«Ουί, ιλ ε λα. Σπιγό»!
Η κοπέλα τσίριξε. Ο… Σπιγός μουρμούρισε κάτι γαλλικά κι ακούστηκαν τα βήματά του στο διάδρομο. Ήταν –κι αυτός- αγουροξυπνημένος. Την κοίταξε, πάγωσε, ψέλλισε:
«Μάνα»…;
«Ποια είναι η κοπέλα Σπύρο»;
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.
«Ποια είναι η κοπέλα Σπύρο; Δε θα με συστήσεις»;
Η φωνή του έσβηνε. Η Πελαγία, όμως, ήταν σα να τον άκουγε να φωνάζει:
«Η γυναίκα μου»…

Συνεχίζεται…

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

Μέρος 10ον

Καθόταν απέναντι από το φλιτζάνι της. Σκεφτόταν αν ήταν πρέπον να το γυρίσει, για να το διαβάσει μετά. Αλλά έτσι; Μόνη της; Δεν της έκανε κέφι.

Αχ, πόσες και πόσες φορές δεν έλεγε τον καφέ στις φιλενάδες της; Ακόμη και στην Πελαγία. Γιατί κι εκείνη, όταν είχε ζόρια, άνοιγε την πόρτα της αυλής της και, μια και δυο, διέσχιζε το δρόμο και βρισκόταν στην αυλή της Μόρφως.
«Μόρφω; Πού είσαι ευλογημένη»;
Σα να άκουγε τη φωνή της… Να! Λες και ήταν τώρα δα, που δεν υπήρχαν πολυκατοικίες στην κατηφόρα της εκκλησίας κι ήταν τα σπίτια τους, το ένα απέναντι από το άλλο. Τότε που η μία δεν ήθελε να δει την άλλη, αλλά όποτε είχαν τους καημούς τους, έβρισκαν μια δικαιολογία, πότε ότι ήθελαν λίγο αλεύρι, πότε ότι τους είχε τελειώσει ο καφές και δρασκέλιζαν η μία το κατώφλι της άλλης.
Να τηνα, η Πελαγία! Ξαναπέρασε το κατώφλι της!
«Εδώ! Εδώ έλα! Στην κουζίνα»!
Μια ζωή στην κουζίνα… Από το πρωί, ως και με το βράδυ, στην κουζίνα. Πρώτα για να ετοιμάσει πρωινό του Δημητρού της. Έπειτα, για το φαγητό. Στο ενδιάμεσο να πλύνει τα πιάτα, να βγει για λίγο να σκουπίσει και να σφουγγαρίσει, κι έπειτα, αφού έτρωγαν, να κάνει έναν καφέ, να τον πιούν παρέα. Κι αφού εκείνος ή έπαιρνε τον υπνάκο του ή πήγαινε να βρει τους φίλους του –και τον Θανάση – εκείνη έπαιρνε το κέντημα και καθόταν δίπλα στο παραθύρι, που είχε πάνω από τις βρύσες.
Κι εκεί βολόδερνε, ώσπου να ανοίξει την τηλεόραση, να δει τον Άγνωστο Πόλεμο. Τώρα, που είχαν τηλεόραση. Γιατί παλιά, με το ραδιόφωνο, άνοιγε το Φίλιπς, έψαχνε το ραδιοφωνικό σταθμό της Φωκίδας κι άκουγε… Καραγκιόζη! Πόσο της άρεζε… Κι έπειτα, τις μεγάλες επιτυχίες της Κολούμπια και της Μίνος Μάτσας και Υιός.
Η πόρτα άνοιξε κι η Πελαγία μπήκε στην κουζίνα.
«Θα βγάλεις τα μάτια σου, μέσα στο σκοτάδι, να πλέκεις και να κεντάς»!
«Και τι θες να κάνω; Να μείνω ανεπρόκοπη; Να μην ετοιμάσω ένα σεμεδάκι, μια δαντέλα, κάτι, να υπάρχουνε»;
Η Πελαγία ήξερε το μεγάλο σαράκι που έτρωγε την Μόρφω. Και δεν έλεγε κουβέντα. Εξάλλου, όποτε περνούσε το κατώφλι της, κάτι άλλο ήθελε, από το να πιάσουν κουβέντα:
«Μου τέλειωσε ο καφές. Μήπως μπορείς να με ευκολύνεις λίγο που ο Μήτσος, ο μπακάλης, έχει κλείσει»;
«Φέρε το βαζάκι σου»…
Η Μόρφω το ΄ξερε, από την πρώτη στιγμή, πως ο καφές ήταν μόνον το πρόσχημα. Αλλά περίμενε και το παρασύνθημα:
«Μη βάλεις πολύ… Ίσα – ίσα για μένα, για τώρα, και δυο κουταλιές για το πρωί. Μ’ έπιασε ένας πονοκέφαλος, άλλο πράμα. Γι αυτό τον θέλω τον καφέ… Άσε. Ούτε το μπρίκι να δω, δεν μπορώ».
«Ε, άμα είναι για φάρμακο, άσε να σου κάνω εγώ έναν καφέ»…
«Να μη σε βάζω σε κόπο τώρα»…
«Τι κόπος… Να, ίσα-ίσα, θα σου πω και το φλιτζάνι, θα περάσει και η ώρα».
«Μα σκοτείνιασε… Κάνει»;
«Ακόμα δεν έδυσε ο ήλιος. Κάνει»!
Κι έτσι βρίσκονταν οι δυο τους, από τη μια και την άλλη πλευρά του τραπεζιού της κουζίνας. Κι ανάμεσά τους, δυο φλιτζάνια του καφέ. Το ένα μισογεμάτο και το άλλο άδειο, γυρισμένο στο πιατάκι του. Να κάτσει ο ντελβάς.
Τινάχτηκε από τη θέση της! Τι τα ήθελε και τα θυμόταν πάλι αυτά; Πάλι θα θυμόταν εκείνη την καταραμένη τη μέρα… Τότε που…
«Λόγια! Βρε συ, Πελαγία μου, λόγια… Πολλά λόγια. Και στενάχωρα. Άσε να μην στο πω, καλύτερα»…
«Πες το μου, να ησυχάσω, Μόρφω μου… Πες το μου, γιατί τα πράματα δεν πάνε καλά»…
«Τι έγινε»;
«Ο Σπύρος μας»…
«Ε, τι; Τι θέτε, πια, από το παιδί; Έγινε κοτζαμάν παλικάρι, πέρασε στο πανεπιστήμιο, τι άλλο θέτε»;
«Θα φύγει»…
«Θα φύγει; Θα φύγει να πάει πού; Τι; Θέλει το δικό του σπίτι; Αχ, τι μόδα είναι αυτή… Κι άλλα παιδιά από τη γειτονιά, που περάσανε στο πανεπιστήμιο, τους έχουν ψήσει το ψάρι στα χείλη των γονιών τους, να τους νοικιάσουν, λέει, σπίτι στη Μελενίκου, κοντά στο Πανεπιστήμιο. Άκουσον, άκουσον! Λες και η Τριανδρία είναι μακριά… Πέντε λεπτά δρόμος. Αλλά… Αλλά… Πελαγία; Κλαις»;
Είχε κρύψει το πρόσωπο με τα δυο της χέρια κι έκλαιγε. Έκλαιγε με λυγμούς. Άπλωσε το χέρι της, η Μόρφω, να την αγγίξει στην πλάτη. Μετάνιωσε και τράβηξε το χέρι της. Δεν είχαν ποτέ, τόσα θάρρητα. Σα να κατάλαβε η Πελαγία την κίνηση, σήκωσε το πρόσωπο. Μούσκεμα ήταν τα μάτια και τα μάγουλά της.
«Καλά θα ήταν να πάει να βρει σπίτι στο κέντρο. Αλλά αυτός θέλει να φύγει από την πόλη. Θέλει να παρατήσει τις σπουδές του και να φύγει»…
«Τώρα; Που τελειώνει; Καλά, αυτός δεν ήταν που σας είχε πάρει τα αυτιά να βάλετε μέσον, να πετύχετε την μετεγγραφή του; Να είναι μαζί με την Άννα; Αυτόν το χρόνο δεν έχει ακόμη»;
«Αυτόν τον χρόνο, αλλά ποιος ξέρει πόσα μαθήματα… Θέλει να πάει στο Παρίσι, κατάλαβες; Τι να κάνει στο Παρίσι»;
«Θα σπουδάσει! Μήπως το παιδί θέλει να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του; Ε, πρέπει να το βοηθήσετε, Πελαγία. Ξέρω, είναι δύσκολο, αλλά»…
«…αλλά δε θέλει να σπουδάσει! Θέλει να τα παρατήσει, τώρα που τελειώνει, να πάει να γίνει μοδίστρα! Ακούς; Μοδίστρα»!
«Κι είναι ανάγκη να πάει ως το Παρίσι, για να γίνει μοδίστρα, μωρή Πελαγία; Ας πάει με την κυρα-Λένη, που μαντάρει τις κάλτσες της γειτονιάς, να γίνει ο καλύτερος! Κάτι άλλο θα θέλει το παιδί»…
«Τι άλλο; Τον ρώτησα εγώ, μήπως θες, παιδάκι μου να γίνεις ζωγράφος και μας το κρύβεις; Γιατί εκεί στο Παρίσι, όλοι κάτι τέτοιο πάνε και σπουδάζουνε… Όχι μου είπε! Κι είπε, μετά, ότι θέλει να γίνει πατρονίστ»…
«Τι είναι αυτό, πάλι»;
«Θα σχεδιάζει, λέει, ρούχα».
«Κουστούμια; Στολές στρατιωτικές; Όπως ο κυρ-Ανέστης, ο ράφτης»;
«Αμ δε… Ρούχα γυναικεία. Φούστες, μπλούζες, ντε πιες, ζιπ κιλότ, μίντι, μίνι, μάξι, τέτοια πράματα! Μου το ΄πε και μου ανέβηκε η πίεση στο 14. Για πες μου εσύ, πώς να το πω του Θανάση αυτό; Ότι ο γιος του, θέλει να παρατήσει το Πολυτεχνείο και να πάει να γίνει μοδίστρα»;
«Τι να σου πω βρε Πελαγία μου… Δεν τον αφήνεις να το πει μόνος του»;
«Εμ, γι αυτό ήρθα κι εγώ να μου πεις το φλιτζάνι, να δω τι θα γίνει, να πάρω τα μέτρα μου»….
Γύρισε κι η Μόρφω το φλιτζάνι κι άρχισε να διαβάζει. Μόνο που, εκτός από τα λόγια –στενάχωρα, αλλά λόγια- άλλο κακό δεν βρήκε. Βρήκε δρόμο. Και πάνω στο δρόμο, της έβγαινε μια στεναχώρια, αλλά σχέση με το παιδί, δεν είχε…
«Όπως στα λέω είναι, Πελαγία μου. Θα πει, θα πει, θα ξεσκάσει. Τίποτα άλλο δε θα κάνει».
Κι έτσι έγινε. Όταν ο Θανάσης άκουσε ότι ο γιος του ήθελε να γίνει πατρονίστ, είπε, είπε, είπε, ώσπου δεν είχε τι άλλο να πει. Κι Σπυρέτος, λες και ήταν μιλημένος, τον άφησε να λέει, να λέει, να λέει, ώσπου δεν είχε τι άλλο να πει.
Κι εκεί που νόμισαν ότι τελείωσε, γύρισε απότομα στο Σπύρο του:
«Και πόσο θα μας κοστίσει αυτή η νέα τρέλα σου»;
«Δε θέλω χρήματα»…
«Μπα; Εσύ από περηφάνια θα πας… Βρε, πες πόσα θες να τελειώνουμε»…
«Δε θέλω χρήματα, σου είπα».
«Και πώς θα πας στο Παρίσι; Με τα πόδια; Κι άντε, πήγες με τα πόδια. Τι θα τρως»;
«Έχω κάνει το κουμάντο μου»…
«Τι κουμάντο έκανες, δηλαδή»;
«Δούλευα»…
«Δούλευες»;
«Δούλευα»…
«Και πού δούλευες, για να ΄χουμε καλό ρώτημα»;
«Σερβιτόρος»…
Στήλη άλατος, ο Θανάσης. Ο γιος του, που τον είχε για μη μου άπτου, που εκείνος τον είχε μη στάξει και μη βρέξει, δούλευε σερβιτόρος. Κι είχε κάνει και το κομποδεματάκι του…
Μπήκε στη μέση η Πελαγία, γιατί ο Θανάσης ακόμη σκεφτόταν:
«Και πόσα έβγαλες»;
Έκανε μία ο «μικρός» κι έβγαλε από την κωλοτσέπη ένα βιβλιάριο του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου. Το πήρε, με αργές κινήσεις, ο Θανάσης κι άνοιξε την πρώτη σελίδα. Γούρλωσε τα μάτια, άσπρισε, μετά κοκκίνισε κι έπειτα, κίτρινος σαν το φλουρί, ψέλλισε:
«Εκατόν εξήντα χιλιάδες δραχμές»!
Μια περιουσία! Τότε, για ν αγοράσεις ένα σπίτι, ήθελες δεν ήθελες 180 με 200 χιλιάδες. Κι ο Σπύρος του, είχε μαζέψει 160!
Από τότε δεν ξαναμίλησε για την επιθυμία του Σπυρέτου να γίνει πατρονίστ. Ούτε κατάλαβε ποτέ, τι ήταν ο πατρονίστ.
Όμως το φλιτζάνι της Μόρφως, είχε βγάλει δρόμο και μια στεναχώρια για την Πελαγία. Κι ο δρόμος βγήκε –και η στεναχώρια στο τέλος του. Γιατί οι μήνες περνούσαν κι ο Σπύρος, ο πατρονίστ, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Η Αννούλα ξημεροβραδιαζόταν σπίτι τους, μήπως και πάρει ο Σπύρος κανένα τηλέφωνο και δεν είναι εκεί να τον ακούσει. Αλλά ο Σπύρος, τίποτα. Ούτε τηλέφωνο στο Θανάση, ή στην Πελαγία, ούτε γράμμα στην Αννούλα.
«Βλέπω το κορίτσι μας να κλαίει, να βαλαντώνει και μου ΄ρχεται να βάλω κι εγώ τα κλάματα».
«Και τι θες να κάνω, μωρέ Πελαγία; Να πάρω το αεροπλάνο να πάω στο Παρίσι να αρχίσω να ρωτάω, πέρα δώθε, πού είναι ο Σπύρος»;
Βέβαια, εκείνος δεν μπορούσε να πάει στο Παρίσι. Αλλά εκείνη…
Η Πελαγία το ΄κανε το ταξίδι στο Παρίσι. Γιατί ήξερε τη γλώσσα. Μόνον που το ταξίδι έκρυβε μεγάλη στεναχώρια.
Τι τα ΄θελε και τα θυμόταν, τώρα, αυτά…

Συνεχίζεται