Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007

Μέρος 8ο

Τον είδε, ευθυτενή, κοτσονάτο γέρο, να παίρνει την κατηφόρα. Πήγε να του φωνάξει, αλλά τι να του πει; Φαινόταν πνιγμένος στις σκέψεις του. Κι εκείνη είχε τόσες δουλειές να κάνει.
"Θα με πάρει, πάλι, το βράδυ"...
Μόνη της το ΄λεγε αυτό, κάθε τόσο. Με το που ξεκινούσε μια δουλειά, είχε το φόβο να προκάμει. Ένα άγχος και μια αγωνία, λες κι αν δεν προλάβαινε, κάποιος θα τη μάλωνε, θα της έκοβε το μισθό.
Αλλά είχε να το περηφανεύεται η Μόρφω. Στα τόσα χρόνια νοικοκυρά -και μιλάμε, τώρα, για δεκαετίες, θα μπορούσε να πάρει σύνταξη- ποτέ δεν άφησε δουλειά στη μέση. Μπορεί να την έπαιρνε η νύχτα, αλλά εκείνη θα τελείωνε. Μόνο μια φορά... Σαν τώρα το θυμότανε...
Τίναξε το κεφάλι της, λες και ήθελε να σταματήσει τη σκέψη. Να τη διώξει. Να τη βγάλει από το μυαλό της. Εκείνη, όμως, είχε φωλιάσει για τα καλά και θέριευε. Γιγαντώνονταν. Κάτι σαν ένας τεράστιος κισσός, ή, καλύτερα, ένα λυκόφυτο, που απλώνεται συνέχεια, πνίγοντας όλα τα υπόλοιπα.
Συνοφρυώθηκε. Σούφρωσε τα φρύδια της, όπως έκανε όταν στεναχωριόταν. Η σκέψη δεν έλεγε να φύγει. Κι απλώθηκε. Την κάλυψε.
Ήταν νέα. Το ίδιο κι ο Δημητρός της. Είχαν δεν είχαν δυο - τρία χρόνια μαζί και μόλις πέντε μήνες παντρεμένοι. Ο Δημητρός δούλευε στο εργοστάσιο, στα μετάξια. Διάλεγε κουκούλια -μια δουλειά καθαρά γυναικεία, εκείνη την εποχή, ειδικά στο μεταξάδικο της Τριανδρίας. Κι ήταν Μάιος. Μάιος του 1963.
"Και πού θα πας, μαθές";
"Πού θα πάω, ρε Μόρφω; Σε πολιτική συγκέντρωση θα πάω"!
"Να κάτσεις στα αβγά σου"!
"Μόρφω! Σαν πολλά μας τα ΄πες"!
"Να κοιτάς τη δουλειά σου! Τι θες, τώρα και μπλέκεις με κόμματα; Τι καλό θα δεις από αυτά";
"Εγώ; Δηλαδή να δω προσωπικό καλό; Ντροπή, ρε Μόρφω"!
"Μου ΄γινες, τώρα και κομμουνιστής..."
"Έλα στα συγκαλά σου κοπέλα μου... Τι κομμουνιστής και κουραφέξαλα... Θα πάω να ακούσω! Σοβαρός άνθρωπος είναι. Βαλκανιονίκης. Αθλητής. Να ακούσω τι λέει. Αυτό σημαίνει ότι θα τον ψηφίσω κι όλας";
Με αυτά και αυτά την έπεισε τη Μόρφω. Και πήγε. Κι εκείνη πέρασε τη μεγαλύτερη αγωνία της ζωής της... Γιατί η κατάρα το ΄θελε, το απόγευμα εκείνης της μέρας, να περάσει από το καφενείο. Εκεί που τα ΄πιναν, ο Μανώλης κι ο Σπύρος. Καθάρματα κι οι δύο -κρίμα που το γειτονόπουλο, ο γιος του κυρ-Θανάση, θα έπαιρνε, μερικούς μήνες αργότερα, το όνομα του ενός- ψευτόμαγκες και κουτσαβάκηδες, ήταν, ήδη, μεθυσμένοι. Και μιλούσαν για τη συγκέντρωση:
"Σκότωμα θέλει ο πούστης"!
"Ναι, ρε! Σκότωμα! Όλοι αυτοί, τα κουμμούνια, σκότωμα θέλουν! Για να γλιτώσει η χώρα"!
Έπιναν, έβριζαν κι απειλούσαν. Κι έλεγαν ότι είχαν ραντεβού, μετά, στα γραφεία της Ασφάλειας.
Σφίχτηκε η καρδιά της. Κι άρχισε να χτυπάει δυνατά! Ο Δημητρός της, είχε φύγει πριν κανένα μισάωρο, για τη συγκέντρωση. Θα πήγαινε από νωρίς, είχε πει, γιατί θα περνούσε από έναν φίλο του, να τον πάρει, να πάνε μαζί.
Ακόμη και τώρα, που τα θυμόταν, η καρδιά της πονούσε. Πισωπάτησε και κάθισε στην καρέκλα, στο μπαλκόνι, δίπλα στο φλιτζάνι με τον καφέ. Ζαλιζόταν. Τίναξε, πάλι, το κεφάλι της, αλλά η σκέψη, το παρελθόν, συνέχιζε να απλώνεται. Δίχτυ, σε μαύρη, σκοτεινή θάλασσα.
Είχε δουλειές να κάνει. Είχε βάλει μπροστά σκούπισμα κι είχε και σφουγγάρισμα, ρούχα, ασπρόρουχα, να περιμένουν για πλύσιμο. Γι αυτό είχε βγει από το σπίτι, να πάει ως το μπακάλικο, να πάρει λίγο λευκαντικό. Κι έτσι πέρασε από το καφενείο κι έτσι τους άκουσε, τα δυο ρεμάλια, που τα ΄πιναν στο τραπεζάκι, έξω από το μαγαζί. Τα ΄πιναν, έβριζαν κι απειλούσαν.
Τρελάθηκε. Δεν ήξερε πού να πρωτοπάει. Στους γειτόνους; Σε συγγενείς; Να ψάξει να βρει εκείνο το φίλο του Δημητρού; Τι να σου κάνουν οι γειτόνοι; Και τι οι συγγενείς; Κι αυτόν το φίλο του Δημητρού, μια δυο φορές τον είχε ακούσει, ποτέ δεν τον είχε δει. Ήξερε ότι καθόταν κάπου στις 40 Εκκλησιές, αλλά πού ακριβώς;
"Στην εκκλησία! Πάνω από την Ηλεκτρική Εταιρία! Ναι"!
Το μυαλό της πήρε στροφές. Θυμήθηκε. Και πήρε το δρόμο, με τα πόδια, γιατί εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστα τα λεωφορεία. Και, μέσα από το δάσος, το φρεσκοφυτεμένο, ήταν πιο εύκολα να φθάσει.
Πέρασε το νταμάρι, εκεί που τώρα είναι το Θέατρο Γης. Και συνέχισε. Πέρασε τις εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Αριστερά της έβλεπε τα εβραϊκά μνήματα. Τεράστιες αλάνες, χωρίς ένα κτίριο. Κι έφθασε, κάποια στιγμή, λαχανιασμένη, στη γειτονιά του φίλου...
Ακόμη και τώρα, που τα θυμόταν, είχε λαχανιάσει. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε. Δεν αισθανόταν καλά. Αλλά οι αναμνήσεις, εκεί! Συνέχιζαν. Δε σταματούσαν με τίποτα. Θυμήθηκε πώς έψαχνε, ένα - ένα, τα σπίτια. Και πως βρήκε, τελικά, τη μάνα του φίλου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, μαυροντυμένη, που όταν άκουσε τα καθέκαστα, καθόλου δεν έσπασε το πρόσωπό της. Ανέκφραστη έμεινε. Μόνο είπε:
"Φασίστες"!
Γύρισε και μπήκε στο σπίτι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι άφησε την Μόρφω, σα μια άλλη γυναίκα του Λωτ, στο κατώφλι, δίπλα στη μπουκαμβίλια. Γείτονες της είπαν πως ο Δημητρός κι ο φίλος κατηφόρισαν, με τα πόδια, πριν κανένα τέταρτο. Κι εκείνη, πήρε την κατηφόρα μόνη.
Όταν έφθασε στη γωνία της Ερμού με τη Βενιζέλου, ο κόσμος ήταν πολύς. Πολλοί κι οι
χωροφύλακες. Κι ακόμη περισσότεροι, οι άλλοι. Ο δρόμος ήταν άδειος. Οι χωροφύλακες είχαν κάνει μια σειρά, ντυμένοι σα στρατιώτες, με κράνη και όπλα στα χέρια, για να μην περνούν οι άλλοι, προς το σινεμά. Η αίθουσα ήταν γεμάτη και ένας μεσόκοπος μ έναν νεαρό, μάλωναν με τον επικεφαλής των χωροφυλάκων. Ο τελευταίος ήθελε να αναβάλει την εκδήλωση.
"Υπάρχει θέμα ασφαλείας! Το κτίριο δεν πληρεί τας προϋποθέσεις πυρασφαλείας"!
"Μα, είστε καλά, ενωμοτάρχη; Εδώ κινδυνεύουμε από τους έξω! Όχι από το κτίριο! Θα τους πούμε να μην καπνίζουν"!
Τη Μόρφω, καθόλου δεν την ένοιαζαν όλα αυτά. Εκείνη έψαχνε το Δημητρό της. Όργωσε, με το βλέμμα της, το πλήθος. Αλλά μάταια. Έσπρωχνε, χωνόταν, φώναζε το Δημητρό της. Άδικα.

Τότε είδε, μέσα από το πλήθος, αγέρωχο, το βουλευτή. Περπατούσε στη μέση του δρόμου. Βάδιζε λες και δε συνέβαινε τίποτα. Άκουσε ένα θόρυβο. Στράφηκε αριστερά της και είδε το τρίκυκλο του Σπύρου. Του κουτσαβάκη. Πέρασε με φόρα. Άκουσε έναν θόρυφο. Στην καρότσα ήταν ο Μανώλης. Ο βουλευτής έπεσε. Οι χωροφύλακες έσπρωχναν. Οι άλλοι φώναζαν:
"Θάνατος! Θάνατος"!
Κάποιοι έτρεχαν. Άλλοι κλωτσούσαν. Κάποιος την κλώτσησε.
"Θάνατος! Θάνατος"!

Κι εκείνη εκεί. Κόντρα στο πλήθος. Να προσπαθεί να κρατηθεί στα πόδια της, την ώρα που όλοι έτρεχαν προς μία κατεύθυνση. Και να φωνάζει:
"Δημητρό μου! Αγάπη μου"!
Την έριξαν κάτω. Κουλουριάστηκε. Έβαλε τα χέρια στο κεφάλι, να γλιτώσει. Κι όλο φώναζε:
"Δημητρό μου! Δημητρό μου! Μην είδατε την αγάπη μου";
Ένοιωσε ένα χέρι. Γύρισε να δει. Ο Δημητρός, με κράνος, όπλο, τη βοηθούσε να σηκωθεί. Όχι! Ένας χωροφύλακας ήταν.
"Τι θέλετε, εδώ, κυρία μου; Φύγετε! Θα ανοίξουμε πυρ. Θα πέσουν κορμιά"!
"Το Δημητρό μου! Την αγάπη μου... Σας παρακαλώ"...

Έκλαιγε. Το πλήθος την παρέσυρε, τελικά. Κοίταξε στο βάθος. Κάποιοι σήκωναν το βουλευτή. Αίμα έτρεχε από το κεφάλι του. Ένας σωματώδης νέος κυνηγούσε το τρίκυκλο, που απομακρύνονταν. Οι χωροφύλακες έσπρωχναν. Οι άλλοι φώναζαν:
"Θάνατος! Θάνατος"!
Κι οι από μέσα, άναψαν. Φώναζαν κι αυτοί:
"Φασίστες! Δολοφόνοι! Τον σκότωσαν"!
Ούτε την ένοιαζε. Εκείνη, έψαχνε με το μάτι το Δημητρό της.
"Δημητρό μου... Αγάπη μου..."
Η φωνή της έσβηνε. Πώς να ακουστεί μια φωνή μέσα στο πλήθος; Όση αγάπη κι αν της δίνει δύναμη, μια φωνή ήταν μόνον.

Έκλαιγε. Έκλαιγε στο μπαλκόνι της, καθώς θυμόταν εκείνο το απόγευμα. Και τις τρεις μέρες που ακολούθησαν.
Τρεις μέρες έκανε να γυρίσει στο σπίτι ο Δημητρός. Εκείνη, καθισμένη στην αυλή, ούτε είχε σκουπίσει, ούτε είχε πλύνει. Είχε παρατήσει σε μια γωνιά το σφουγγαρόπανο και τον κουβά, στην άλλη τα άπλυτα και τη σκάφη. Κοιτούσε κάτω, το χώμα και περίμενε. Ούτε να της περάσει από το μυαλό ότι ο Δημητρός της είχε πάθει κάτι κακό.

Όταν μπήκε ο Δημητρός στην αυλή, δεν είχε κουράγιο να τον ρωτήσει τίποτα. Μια λέξη, ήταν η εξήγησή του.
"Κρυβόμουν".
"Άλλη φορά, μη μ αφήσεις"...
Δεν την άφησε ποτέ.
Αχ, γιατί να τα θυμηθεί, τώρα, όλα αυτά;


Συνεχίζεται...

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Μέρος 7ο

Δεν είχε όρεξη, πια, για καφέ. Θα τον άφηνε να πετρώσει στο φλιτζάνι. Θα τον παρατούσε και θα ΄βγαινε μια βόλτα στη γειτονιά.
Φόρεσε, στα γρήγορα, παπούτσια και πουκάμισο, έβαλε το ψαθάκι του, να μην τον πιάνει ο ήλιος, το καλό ρολόι στο δεξί –χρόνια τώρα το φορούσε στο δεξί- και διάβηκε το κατώφλι.
Βγήκε στο δρόμο, κοίταξε δεξιά – αριστερά και πήρε τον κατήφορο. Κάθε φορά, αυτό έκανε. Κοιτούσε από τη μια κι από την άλλη και διάλεγε την κατηφόρα. Θυμήθηκε τότε που τον είχε ρωτήσει η Πελαγία του:
«Γιατί βρε άνθρωπέ μου κοιτάς πάνω – κάτω το δρόμο και παίρνεις, πάντα, την κατηφόρα; Ξεκίνα μια φορά χωρίς να δεις. Αφού, πάλι την κατηφόρα θα πάρεις»…
Χαμογέλασε…
«Γυναίκα, την κατηφόρα την παίρνω εγώ, για να μην την πάρουν τα παιδιά μας»…
Ένα παιδί είχε -κι αυτό, όχι από την Πελαγία. Μπορούσε να περηφανεύεται, ότι ο Σπυράκος του, ο Σπυρέτος του, το καμάρι του, δεν την πήρε ποτέ την κατηφόρα. Εκτός από εκείνη τη μοναδική φορά, όταν ήταν 22 χρονών κι είχε μπλέξει με τις παλιοπαρέες από την Αθήνα.
Περπατούσε και τα θυμότανε, ειδικά τώρα που πλησίαζε στην εκκλησία, γιατί από τον άγιο Σπυρίδωνα, εκεί στην Τριανδρία, είχε ζητήσει βοήθεια. Που είχε το ίδιο όνομα με τον Σπυρέτο του, να το βοηθήσει το παιδί.
Είχε μπει βραδιάτικα, στο νάρθηκα, την ώρα που ο νεωκόρος σκούπιζε τα λουλούδια και το ρύζι, που είχαν μείνει ανάμεσα στα χαλιά και το μωσαϊκό του πατώματος, μετά από ένα γάμο. Αντάλλαξαν μια καλησπέρα, με ένα νεύμα του κεφαλιού. Ο κυρ-Θανάσης πήρε ένα κερί και τράβηξε γραμμή για το εικόνισμα του Άγιου.
«Βάλε το χεράκι σου, άγιέ μου, να γλιτώσει ο Σπυράκος μου, το παλικάρι μου… Κι εγώ, θα ανάψω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του παιδιού»…
Ο Σπύρος, στην Αθήνα, φοιτητής Πολυτεχνείου, είχε τα γνωστά μπλεξίματα, που έχει κάθε νέος στην ηλικία του. Επαρχιώτης, στην Αθήνα, προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με το χαρτζιλίκι του κυρ-Θανάση. Δεν ήθελε να πει στον πατέρα του ότι είχε τέτοια προβλήματα και βάλθηκε να δουλεύει. Σε σουβλατζίδικο. Ψητάς. Βλέπετε, τότε δεν υπήρχαν, ακόμη, τα ντελίβερι κι όποιος ήθελε σάντουιτς με γύρο, σουβλάκι, όπως το λέγανε στην Αθήνα, έπρεπε να πάει να το αγοράσει από το μαγαζί.
Εκεί στο ψητοπωλείο πήγαινε κι η Άννα. Όμορφη κοπέλα. Ψηλή. Μελαχρινή. Στην αρχή, του κυρ-Θανάση του καλάρεσε το μπλέξιμο του γιου του με την Άννα. Την είχε φέρει, ένα καλοκαίρι, στη Θεσσαλονίκη. Μείνανε στο σπίτι για μερικές ημέρες. Κι έπειτα, πήγαν στη Χαλκιδική, για διακοπές. Στις Καβουρότρυπες.
Ο κυρ-Θανάσης, τόσα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, δεν είχε ματακούσει για τις Καβουρότρυπες. Κάτι στο όνομα δεν του άρεσε. Το καβούρι του έφερνε αναγούλα. Κι αυτό το μυστήριο, που κρύβανε οι τρύπες, στις Καβουρότρυπες, δεν του είχε αρέσει καθόλου. Κι όταν ήρθαν τα μαντάτα από έναν μακρινό ξάδερφο, φοιτητής στο Πολυτεχνείο κι αυτός, τα ΄βαλε με την Πελαγία:
"Δε σου το ΄πα; Ότι μ΄αυτήν την παστρικιά που μας έφερε, θα μας νοικοκυρέψει"...
"Μπα; Τώρα έγινε παστρικιά; Γιατί ως τώρα, ήταν η Αννούλα. Η Αννούλα κι η Αννούλα. Λες και την ξέραμε από χθες".
"Εγώ; Εσύ! Εσύ βάλθηκες να τη βάλεις στο σπίτι! Κι όταν είπα να πω μια κουβέντα στον κανακάρη, που μας φέρνει τις γκόμενες στο σπίτι, όρμησες να με φας"!
"Εγώ; Εγώ να σε φάω; Τι είπα, δηλαδή; Ότι το παιδί μεγάλωσε! Αυτό είπα όλο κι όλο"...
"Αυτό; Μόνον; Και να το παιδί μεγάλωσε, και να πρέπει να το αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει που έγινε άνδρας, και να άσε τον να κάνει αυτό που θέλει που τον κρύβεις στο βρακί σου... Τι άλλο ήθελες να πεις, δηλαδή; Και να τα ρεζιλίκια μας, τώρα"...
Τα ρεζιλίκια του ήταν η "πληροφορία" ότι ο Σπύρος, κάτω στην Αθήνα, είχε μπλέξει με ναρκωτικά. Γι αυτό έτρεξε στον Άγιο Σπυρίδωνα κι έταξε τη λαμπάδα. Κι ώσπου να επιστρέψει ο Σπυρέτος του από τη Χαλκιδική, με την Άννα, είχε πάθει τρία εγκεφαλικά και δύο καρδιακά μαζί.
Κι ο Σπυρέτος επέστρεψε. Μαζί και η Άννα. Κι όσο ήθελε ο κυρ-Θανάσης να τον αρπάξει, να τον ταρακουνήσει, να του πει "τι κάνεις, παιδί μου", τόσο δεν τον άφηνε η Πελαγία "μη γίνει το παιδί ρεζίλι". Και τόσο και οι δύο ρίχνανε το φταίξιμο "στην παστρικιά, που δεν το ΄χει σε τίποτα να τριγυρνάει στις ερημιές με αγόρια". Ώσπου ήρθε εκείνο το βράδυ της Παρασκευής...
Αχ... Σαν σήμερα το θυμόταν εκείνο το βράδυ της Παρασκευής ο κυρ-Θανάσης. Πηγαινοερχότανε, από την πλατεία στο καφενείο κι από το καφενείο στην πλατεία. Όρεξη να επιστρέψει στο σπίτι, δεν είχε, για να μην τη δει "και του γυρίσουν τα μυαλά ανάποδα". Και προτιμούσε να τον τρώνε οι δρόμοι.
Και τότε την είδε. Ερχόταν από απέναντι, ίσα πάνω του. Λες και τον έψαχνε. Μόνον που δεν ήταν ψηλή κι αγέρωχη. Κοντή του φάνηκε. Σκυφτή. Κλαμμένη; Ανήσυχη; Κι εκεί που ήθελε να φύγει μακριά της, βρέθηκε να περπατά προς το μέρος της.
Με το που φθάσανε σε ένα μέτρο απόσταση, εκεί που πήγε να τη ρωτήσει "τι έγινε", η Άννα, η άγνωστη αυτή Άννα που είχε παρασύρει σε κάθε ακολασία τον Σπυρέτο του, έπεσε στην αγκαλιά του. Κι έκλαιγε...
"Αχ κυρ-Θανάση μου, αχ, τι θα κάνουμε"...
"Τι να κάνουμε παιδί μου; Τι εννοείς";
Κι εκεί, δίπλα στην εκκλησία, μέσα στο πάρκο, στο παγκάκι απέναντι από το στερεμένο συντριβάνι, η Άννα του τα είπε όλα. Πώς ο Κώστας, ένας κοινός φίλος, έδωσε στο Θανάση ένα τσιγάρο. Πως ο ίδιος φίλος, τον έβαζε να μυρίζουν παρέα βενζίνες και κόλες, για να ζαλιστούν. Πώς είχε φέρει κάτι χαρτάκια, μοβ, που τα έγλειφαν κι ύστερα μιλούσαν για δρόμους που ανοίγονταν μπροστά τους, δρόμους ανύπαρκτους, που ήθελαν κι οι δύο να διαβούν. Και πώς ήρθαν στη Θεσσαλονίκη και μετά στη Χαλκιδική, για να γλιτώσει ο Σπύρος. Και πώς τους βρήκε στις Καβουρότρυπες ο Κώστας κι άρχισε το ίδιο μαγκανοπήγαδο.
Έμεινε στήλη άλατος ο κυρ-Θανάσης. Άλλα περίμενε κι άλλα του ήρθαν. Κι έτσι βρέθηκε στον Άγιο, να ανάβει κερί και να ζητάει συμβουλές και λύτρωση. Κι η αλήθεια είναι ότι ο Άγιος και συμβουλές έδωσε και τη λύτρωση έφερε.
"Α, όλα κι όλα! Μεγάλη η χάρη του"!
Και δώστου έκανε το σταυρό του ο κυρ-Θανάσης. Γιατί τη λύση τη βρήκε: Πρώτα έπιασε λυτούς και δεμένους κι έκαναν μετεγγραφή και ο Σπύρος και η Άννα στη Θεσσαλονίκη. Στο Πολυτεχνείο του Αριστοτέλειου, να τους έχει κοντά τους. Τα παιδιά του. Έπειτα πήρε το Σπυρέτο του και τον έπεισε να πάει να μπει στην Ιθάκη, στη Σίνδο. Δύο χρόνια πάλευε με τους εφιάλτες του ο Σπυράκος του. Αλλά τα κατάφερε. Και βγήκε γερός.
Κι εκείνος, πήγε και βρήκε τον Κώστα. Ήταν αποφασισμένος να τον παραδώσει στην αστυνομία. Όμως, όταν τον βρήκε ιδρωμένο και αδύνατο, σε ένα ημιυπόγειο στην Άνω Ηλιούπολη στην Αθήνα, σε έναν δρόμο τόσο κατηφορικό όσο και ο Όλυμπος, δεν άντεξε η καρδιά του. Και δεν πήγε, τελικά, στην αστυνομία. Μόνο πήγε και βρήκε τους γονείς του Κώστα, στο Βούναργο της Ολυμπίας, όπου ζούσανε ταΐζοντας γίδες και στέλνοντας ό,τι είχαν και δεν είχαν στην Αθήνα, να σπουδάσει ο γιος τους, ο μονάκριβος. Μόνον που οι γίδες γίνονταν φιξάκια από τον άρρωστο Κώστα.
"Καλά έκανες|!
Η επιβράβευση ήρθε από το Δημητρό, όταν δυο χρόνια μετά την περιπέτεια, τη μέρα που ο Σπυρέτος του έπαιρνε το πτυχίο του, οι δυο φίλοι τα λέγανε στο προαύλιο της Πολυτεχνικής, κάτω από τις Σαράντα Εκκλησιές. Και καμάρωνε ο κυρ-Θανάσης, που έκανε το σωστό. Και καμάρωνε δυο φορές, δίπλα στη φουσκωμένη Άννα.
Γιατί δεν κέρδισε μόνον, ξανά, το γιο. Κέρδισε και μια κόρη.

Συνεχίζεται...

Τρίτη 17 Ιουλίου 2007

Μέρος 6ο

Η Μόρφω έψαχνε, με το βλέμμα της, τον κυρ-Θανάση. Έγερνε, πότε δεξιά και πότε αριστερά, προσπαθώντας να δει στο εσωτερικό του διαμερίσματος.
«Τον ευλογημένο… Πού πήγε και χώθηκε»…
Θα τον φώναζε, αλλά ντρεπόταν και λίγο. Να καταλάβει ότι, τόση ώρα, είχε στημένο αυτί; Δε φτάνει που κουτσομπόλα την ανέβαζε, γλωσσοκοπάνα την κατέβαζε;
Την πρώτη φορά, που την είχε αποκαλέσει κουτσομπόλα, κόντεψαν να σκοτωθούν με το Δημητρό. Τα φιλαράκια τα καλά, θα πιάνονταν στα χέρια, για τις κυράδες τους. Της έφυγε ένα γελάκι της Μόρφως. Έκλεισε τα μάτια. Ήταν σα χθες…
Σα χθες, που ο κυρ-Θανάσης επέστρεψε, από την εκκλησία. Κυριακή μεσημέρι. Ήταν τακτικός, μια εποχή, ο Θανάσης. Κάθε Κυριακή πρωί, σκαρφάλωνε την ανηφόρα κι έφθανε στον Αι-Σπυρίδωνα. Άναβε το κεράκι του και καθόταν στο τρίτο στασίδι, όπως έμπαινες δεξιά, μετά το νάρθηκα. Κι ύστερα, με το δι ευχών, ροβόλαγε τον κατήφορο. Η Πελαγία του τον περίμενε στην πόρτα, με το παιδί ντυμένο «με τα καλά του» και τα ασπρόμαυρα λουστρίνια. Κι εκείνη, με το μαντό της, το σκουροπράσινο, που τόσο πήγαινε με τα μάτια της. Και τη μαύρη τσάντα στα χέρια. Ήταν η μέρα που πήγαιναν «στους συγγενείς». Πότε στον έναν και πότε στον άλλον.
Εκείνη τη μέρα, όμως, είχαν δύσκολο καθήκον. Η Μαιρούλα, το Μαιράκι τους, η κόρη του αδελφού του, θα έφευγε ταξίδι. Ταξίδι δύσκολο. Στην Ελβετία. Σε κολέγιο. Έτσι είχαν πει. Έτσι έλεγαν τότε. Όταν ήθελαν «να κρύψουν τις πομπές τους».
Αθώα ήταν η Μαιρούλα. Αθώα κι άβγαλτη. Ο θείος Γιάννης πατέρας αυστηρός, δεν την άφηνε, καλά – καλά, ούτε από το σπίτι να ξεπορτίσει. Στα Αγγλικά πήγαινε; Από πίσω η μάνα της. Στο σχολείο; Όλο κι έκοβε βόλτες από έξω ο θείος Γιάννης. Κι όταν ήθελε κι αυτή να πάει καμία βόλτα, σαν κορίτσι, έπρεπε ο θείος Γιάννης να εγκρίνει τις παρέες της. Κι εκείνος να πει το ναι, ή το όχι. Κι εκείνος να αποφασίσει για το… συνοδό. Που, συνήθως, ήταν κάποιος ξάδελφος.
Έτσι έγινε και τότε. Αλλά ο έρωτας, η αγάπη, δε μαντρώνονται. Κι η Μαιρούλα ερωτεύτηκε. Έναν νέο ψηλό κι όμορφο. Φίλο του ξαδέλφου. Παιδί γνωστό, από καλή οικογένεια, οικογένεια φίλων και φίλτατων. Έβγαιναν τέσσερις. Η Μαιρούλα, ο φίλος, ο ξάδελφος και η αδελφή του φίλου. Κι ο θείος Γιάννης ήταν ήσυχος, γιατί ήξερε, κατά πως νόμιζε, πού βρισκόταν το κορίτσι του. Κι η Μαιρούλα, ήταν ήσυχη, που ήταν ήσυχος ο πατέρας της και που ζούσε τον έρωτά της.
Ο φίλος, όμως, ο ψηλός κι όμορφος, ήθελε «να ολοκληρώσουν». Την πρώτη φορά που το άκουσε η Μαιρούλα, ήταν κάθετη:
«Όχι! Πρέπει να ντρέπεσαι! Τι πράγματα είναι αυτά»;
«Συγνώμη ρε Μαίρη. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Αλλά νόμιζα ότι μ’ αγαπάς».
«Σ’ αγαπώ, αλλά θα με σκοτώσει ο πατέρας μου».
«Ο πατέρας σου; Και πώς θα το μάθει; Μήπως θα βγάλουμε τελάλη»;
«Κι αν το μάθει»;
«Πώς να το μάθει ρε χαζή. Έλα… Ξέρεις τι ωραία που είναι; Ή το κρατάς για τον σύζυγο»;
«Ε, όχι.. Δηλαδή… Εγώ, ρε συ; Ο πατέρας μου»…
«Στο ξαναλέω: Δε θα μάθει το παραμικρό»!
«Κι ο ξάδελφος»;
«Ο ξάδελφος… Όταν πηγαίνουμε στην καφετέρια, στο Σέιχ Σου και χάνεται στα δενδράκια με την αδελφή μου, τι νομίζεις ότι κάνουν»;
«Κι εσύ; Δε λες τίποτα εσύ; Αδελφή σου είναι»…
«Αδελφή μου είναι ρε Μαίρη, αλλά δεν τη σκοτώνει κι όλας… Ίσα-ίσα… Νομίζω ότι της αρέσει»…
Κι εκεί έβαλαν τα γέλια. Κι έπεσαν τα τείχη, άνοιξαν οι κερκόπορτες κι εισέβαλε ο μόρτης.
Μόνον που τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζαν.
«Τραβήχτηκες»;
«Τραβήχτηκα ρε Μαίρη. Για χαζό με έχεις»;
Για χαζό, όχι. Για ανεύθυνο, όμως, τον είχε η Μαιρούλα. Κι όταν πέρασε πάνω από ένας μήνας κι ήταν απόλυτα υγιής, τη ζώσανε τα μαύρα φίδια. Να το πει στη μάνα της, ούτε κουβέντα. Κι έτσι κι εκείνη, το είπε στην Πελαγία.
Έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της, η Πελαγία. Δε ζούσανε και στο ’50, που ήταν έγκλημα τεράστιο να χάσει μια κοπέλα την παρθενιά της, αλλά ένα μπάσταρδο στην οικογένεια, ήταν πρόβλημα τεράστιο. Γιατί ο νέος, ο ωραίος και ψηλός, εξαφανίστηκε μόλις του είπε η Μαίρη πως είχε καθυστέρηση. Σεπτέμβριος ήτανε, ανοίγανε τα σχολεία και τα πανεπιστήμια κι ο φίλος είχε περάσει στην Αθήνα, στην Πάντειο. Κάτι περίεργα της μουρμούρισε «να πάρω το πτυχίο μου», «μα καλά, εσύ δεν πρόσεχες» και κάτι τέτοια. Κι έπειτα, εξαφανίστηκε.

Άδικα τον έπαιρνε στο τηλέφωνο η Μαίρη. Μόνον η αδελφή του απαντούσε, που ήξερε την υπόθεση και ντρεπότανε. Δεν ήξερε τι να της πει.
«Θέλεις να ΄ρθεις, να συναντήσεις τον πατέρα μου»;
Αλλά η Μαίρη ήταν πολύ περήφανη:
«Δε χρειάζεται. Πες του χαιρετίσματα και θα τον βρω, εγώ, το δρόμο μου».
Και τον βρήκε. Μάζεψε όσο θάρρος είχε και κατέφυγε στην Πελαγία. Που, μετά την πρώτη σαστιμάρα, κατέστρωσε σχέδιο μεγαλοφυές: Έβαλε τη Μαίρη να… αρρωστήσει. Και, μπροστά στην υγεία της κόρης του, ο Γιάννης συναίνεσε. Και, όταν του πρότεινε να στείλει τη Μαιρούλα στην Αθήνα, στην αδελφή τους, για να διορθωθεί η κατάσταση σ έναν γνωστό τους γιατρό, είπε το «ναι» αμέσως.
Εκείνη τη μέρα, που τους είδε και τους τρεις η Μόρφω, ήταν που πήγαιναν στο Γιάννη, «να τα συζητήσουν».
Τα νέα, όμως, είχαν κυκλοφορήσει. Η γειτονιά, το ΄χε τούμπανο κι η Πελαγία κρυφό καμάρι. Κι είχαν κυκλοφορήσει από τη Μόρφω, φυσικά, που είχε στήσει αυτί και είχε ακούσει όλη την εξομολόγηση της Μαιρούλας. Κι έπειτα, πήρε τους δρόμους, να μεταδώσει το νέο με ταχύτητα ασύρματου.
Είδε τους τρεις και βγήκε να τους χαιρετήσει:
«Βόλτα κυρ Θανάση; Βόλτα, οικογενειακώς»;
«Βόλτα κυρία Μόρφω μου. Βόλτα. Και μπες μέσα και μη ρωτήσεις τίποτα άλλο μωρή κουτσομπόλα, γιατί σου ΄χω πολλά μαζεμένα. Που θα πιάσεις εσύ την ανιψιά μου στο στόμα σου»!
Έβαλε τα κλάματα η Μόρφω κι έτρεξε μέσα στο σπίτι. Βρήκε το Δημητρό της και είπε το παράπονό της. Κι ο Δημητρός περίμενε τον Θανάση, το φίλο του, να γυρίσει από την επίσκεψη, συν γυναιξί και τέκνοις, «να τα πούνε ένα χεράκι».
Κι όταν γύρισε ο Θανάσης, στήθηκε ο καβγάς.
«Είσαι πολύ μικρός, ρε ,για να πεις τη γυναίκα μου κουτσομπόλα».
«Εγώ, ρε, είμαι μικρός, ή αυτή που στήνει το αυτί της, σα ραντάρ κι ό,τι πιάσει το λέει δεξιά κι αριστερά, σαν το Ρόιτερ»;
«Θανάση, μην το συνεχίζεις, θα σκοτωθούμε»!
«Βρομίσανε τα αίματα, ρε Δημητρό! Πάρε έναν κουβά και μια μάπα, ε, μάπα, να τα μαζέψεις».
«Ποιον είπες μάπα, ρε»;
«Εσένα, ρε. Που σε έχει βάλει στο βρακί της και σε κάνει ό,τι θέλει».
«Εμένα έβαλε στο βρακί της; Εσένα, δηλαδή, πού σε έχει; Α, ξέχασα. Εσένα σου ΄χει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι»!
«Εμένα, ρε; Εγώ σούζα την έχω. Σήκω-σήκω και κάτσε-κάτσε»!
«Γιατί; Μήπως εμένα τολμάει να μου πει κουβέντα; Ό,τι θέλω την κάνω».
«Σιγά ρε άντρα! Αυτό το μαλακό που πατάω, η πούτσα σου είναι»;
«Δηλαδή δε με πιστεύεις; Ή, μήπως εσύ είσαι καλύτερος»;
«Είμαι και φαίνομαι»!
«Αν είσαι, πες τώρα την κυρα-Πελαγία, να φέρει ένα τάβλι και δυο ούζα με μεζέ»!
«Τώρα θα δεις»!
Αλλά με το που τόλμησε ο Θανάσης να ζητήσει από την Πελαγία… ούζο και μεζέ, δέχτηκε το τάβλι. Στο κεφάλι. Κι έβαλε τα γέλια ο Δημητρός.
«Έλα ρε άντρα βαρβάτε! Μην την καταπιέζεις, τόσο, τη γυναικούλα, γιατί θα σου πετάξει και τίποτα πιο βαρύ».
«Εγώ, ρε, τόλμησα. Εσύ τολμάς»;
«Εγώ; Τώρα θα δεις»!
Και είδε κι ο Θανάσης. Ο Δημητρός δεν πρόλαβε να δει, από πού του ΄ρθε. Έβγαλε την παντόφλα της η Μόρφω και του την πέταξε με τέτοια δύναμη λες κι ήταν ο Λουκάς Λουκά! Και βρέθηκαν στη μέση, οι δυο φίλοι, να ακούν τα χίλια μύρια, από την Πελαγία και τη Μόρφω. Και γελούσε η γειτονιά. Και γελούσε και η Μόρφω, που τα θυμήθηκε.
«Σε καλό μου»…

Συνεχίζεται

Σάββατο 14 Ιουλίου 2007

Μέρος 5ο


Δεν είχε όρεξη για καφέ, πια. Εκείνος περίμενε πώς και πώς να ΄ρθει η Κυριακή, για να δει τα εγγόνια του. Να δει το παλικάρι του και τη νύφη του. Κι εκείνος, τον πήρε τηλέφωνο να του πει ότι είχαν μια οικογενειακή υποχρέωση.
«Οικογενειακή υποχρέωση… Εγώ, δηλαδή, δεν είμαι της οικογένειας»;
Μουρμούριζε. Δεν είχε όρεξη ούτε να μονολογήσει δυνατά. Αλλά έπρεπε να το περιμένει.
Χρόνια τώρα, γινόταν η ίδια ιστορία. Περίμενε το γιο του κι αυτός, δεν ερχόταν. Γιατί άραγε; Δεν είχε καταφέρει να δώσει ποτέ μια ικανοποιητική εξήγηση. Δεν ήταν, άραγε, καλός γονιός;
Δέκα χρονών ήταν το παλικάρι του, ο Σπύρος του, όταν είχαν την πρώτη σημαντική τους διαφωνία. Μανιακός με τα μικιμάο, όπως τα ΄λεγε ο κυρ-Θανάσης, ήταν ο μικρός. Κάθε βδομάδα, στηνόταν στο περίπτερο κι έψαχνε, τις στοίβες με τα περιοδικά. Τραβούσε με λαχτάρα το μικρό περιοδικό, πλήρωνε «με το χαρτζιλίκι του» κι έτρεχε, σφαίρα, στο σπίτι, να ξαπλώσει στο ντιβάνι που είχαν στην αυλή, δίπλα στην πόρτα της κουζίνας, να διαβάσει με την ησυχία του.
Βυθιζόταν με τις ώρες στο μικιμάο. Τον συνέπαιρναν οι ιστορίες κι αυτό ήταν που δεν καταλάβαινε ο κυρ-Θανάσης. Τι έβρισκε ο πιτσιρίκος στα περιοδικά με τις εικονίτσες, τα φωτορομάντσα, όπως τα έλεγε η μακαρίτισσα.
«Δεν είναι φωτορομάντσα πατέρα. Είναι μικιμάους. Ιστορίες για παιδιά»!
«Να τα αφήσεις αυτά! Αυτά δε θα σου δώσουνε ψωμί να φας! Τα βιβλία σου και τα μαθήματά σου θα σε κάνουνε άνθρωπο»!
Καβγάδιζαν συχνά – πυκνά, για τα περιοδικά. Ο μικρός, με τα χρόνια, είχε μαζέψει εκατοντάδες μικιμάο. Τα στοίβαζε σε χάρτινες κούτες «Νουνού», τύλιγε τις κούτες με διαφανές πλαστικό και τις στοίβαζε στην αποθήκη.
Ώσπου, μια μέρα –στο γυμνάσιο πήγαινε, πια- οι βαθμοί του δεν ήταν αυτοί που θα ικανοποιούσαν τον κυρ-Θανάση. Κι άρπαξε ο πατέρας «τη ζωστήρα» και κυνηγούσε τον Σπυράκο γύρω-γύρω από την τραπεζαρία. Αλλά… πού να τον πιάσει. Σβέλτος ο μικρός, όλο του ξέφευγε και τα χτυπήματα του κυρ-Θανάση (που ήταν και η πρώτη φορά που το επιχειρούσε να χτυπήσει τον μικρό) φεύγανε στον αέρα.
«Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω»!
Με το που άκουσε την αδιόρατη απειλή ο Σπύρος, πάγωσε. Στήλη άλατος έμεινε στη θέση του, σα τη γυναίκα του Λοτ. Και περίμενε. Προσπαθούσε να καταλάβει, από τους ήχους, τη συμφορά που ερχόταν. Όταν άκουσε το τρίξιμο της πόρτας της αποθήκης, κατάλαβε:
«Όχι! Μάνα! Τρέχα, μάνα! Όχι πατέρα, σε παρακαλώ! Μην το κάνεις αυτό»!
Άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα από τα μάτια του Σπύρου. Κάνουλες, βρύσες, ανοίξαν και δεν κλείνανε. Κι έτρεχε, αλλόφρων, η Πελαγία, με τα χέρια υγρά (γιατί εκείνη την ώρα έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα) να σταματήσει τη συμφορά.
Ο κυρ-Θανάσης, όμως, ήταν αποφασισμένος. Είχε αρπάξει την πρώτη κούτα με τα περιοδικά, είχε σχίσει με το μαχαίρι της κουζίνας το πλαστικό και την είχε ανοίξει. Άρπαξε από μέσα μια χούφτα μικιμάο και, ένα-ένα, τα έσχιζε στη μέση. Κι έπειτα, στα τέσσερα…
«Όχι πατέρα! Σε παρακαλώ πατέρα! Θα πάω καλύτερα… Θα διαβάζω περισσότερο. Θα τα μαζεύω όλη τη χρονιά να τα διαβάζω το καλοκαίρι… Σε παρακαλώ»…
Ο κυρ-Θανάσης δεν άκουγε τα παρακάλια του μικρού. Που έκλαιγε, πλέον, με λυγμούς. Η καρδιά του είχε σχιστεί σε τέσσερα, οκτώ, δεκάξι, τριανταδύο, εξηντατέσσερα, εκατόνεικοσιοκτώ μέρη, όσα και τα κομμάτια των περιοδικών του. Κι όσο έβλεπε τον πατέρα του να σχίζει, τόσο το κλάμα του γινόταν λυγμός, κραυγή. Του κόπηκε η ανάσα σε κάποια στιγμή.
«Θε μου, το παιδί»!
Ούρλιαξε η Πελαγία, καθώς είδε το Σπύρο να μελανιάζει και να πέφτει στο πάτωμα της αποθήκης. Πάγωσε –ήταν η σειρά του- ο Θανάσης. Έμεινε με το σχισμένο περιοδικό στο χέρι, να πατά πάνω σε ένα βουναλάκι χρωματιστά χαρτιά, δίπλα στην κούτα που έχασκε. Κοιτούσε, σα χαμένος, πότε τα χέρια του και πότε τον Σπύρο του. Η φωνή της Πελαγίας τον έφερε –ξανά- στην πραγματικότητα.
«Έλα να με βοηθήσεις κι άσε τα περιοδικά»!
Έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα κι η Πελαγία, με τον Σπύρο αγκαλιά -ολόκληρο παλικάρι και τον είχε σηκώσει σα μωρό- ξεχύθηκε στην αυλή και χώθηκε στο σπίτι. Έβαλε τον Σπύρο στο κρεβάτι κι έστειλε το Θανάση να φωνάξει την Μυρσίνη.
«Πες της να φέρει και το πιεσόμετρο, να πάρουμε την πίεση του παιδιού»!
Κι έφυγε ο Θανάσης, μέσα στη νύχτα.
Άνοιξε, τότε, τα μάτια του ο Σπύρος. Ίσα-ίσα που έβγαινε η φωνή του.
«Τον μισώ, μάνα! Τον μισώ»!
«Σώπα παιδάκι μου. Ο πατέρας σου είναι! Δεν κάνει να λες τέτοια πράγματα για τον πατέρα σου»…
Κι έκλαιγε η Πελαγία. Έκλαιγε, γιατί ο Σπύρος, πρώτη φορά τη φώναζε μάνα. Γιατί ο Σπύρος, δεν ήταν δικός της γιος. Ήταν γιος του Θανάση, από τον πρώτο γάμο του. Αλλά τον αγαπούσε τον Σπύρο, σα δικό της παιδί. Κι έπρεπε να ΄ρθει μια καταστροφή, για να τον ακούσει να τη φωνάζει μάνα. Που τόσο το λαχτάραγε…
Κι έκλαιγε κι ο κυρ-Θανάσης. Μόνος πια, στο σαλόνι του διαμερίσματός του. Έκλαιγε που ο Σπύρος, ακόμα του το κράταγε, κατά πως φαίνεται και δε θα ΄ρχόταν να τον δει, με το εγγόνι και τη νύφη του.
«Γιατί παιδί μου»…;
Σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Έψαξε το εικονοστάσι. Εκείνο που άφηνε με σβηστό το καντήλι, από τότε που πέθανε η Πελαγία. Είχε αγοράσει και φυτιλάκια και καρβουνάκια, αλλά ούτε θυμιάτισε ποτέ, ούτε άναψε το καντήλι. Εκεί, όμως, προσέτρεχε, για βοήθεια, από τότε που είχε μείνει μόνος.
«Γιατί Θεέ μου»…;
Από το νου του περνούσαν πολλά. Πέρασε και ο άλλος μεγάλος καβγάς που είχαν, όταν ο Σπύρος του έμαθε πως θα έδιναν το σπίτι αντιπαροχή.
«Αντιπαροχή; Γιατί ρε πατέρα; Γιατί να χάσουμε το σπιτάκι μας»;
«Ποιος θα το χάσει ρε λωλέ; Θα πάρουμε μια διαμερισματάρα άλλο πράμα»!
Αλλά ο Σπύρος, ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Ο κυρ-Θανάσης σκεφτόταν ότι ο γιος του μεγάλωνε. Σε δυο χρόνια θα έβγαζε το λύκειο. Μετά θα τελείωνε το πανεπιστήμιο, θα ΄κανε το στρατιωτικό του, σε έξι, το πολύ, χρόνια, θα παντρευόταν. Πού θα έμεναν με τη γυναίκα του; Στην «καλύβα του καραγκιόζη», όπως αποκαλούσε τη μονοκατοικία με την κληματαριά, τους ασβεστωμένους τοίχους και τις πράσινες πόρτες και παραθυρόφυλλα; Όχι! Χίλιες φορές όχι! Ο γιος του, ο δικός του ο γιος, θα έμενε σε διαμέρισμα. Με το δωμάτιό του και το μπαλκόνι του! Την αντίδραση του Σπύρου, όμως, δεν την περίμενε.
Τρεις μέρες και δυο νύχτες τον ψάχνανε το Σπύρο. Εξαφανίστηκε όταν έφθασε, ασθμαίνουσα, η φαγάνα να ρίξει κάτω την «καλύβα του καραγκιόζη». Όση ώρα πέφτανε κάτω οι τοίχοι, μέσα σε σκόνη, μυρωδιά ντίζελ και θορύβους από τα τούβλα που έσπαγαν, όλοι ήταν εκεί. Η Πελαγία, με δάκρυα στα μάτια, ο Θανάσης, σκεπτικός, ο Δημητρός, να του χτυπάει απαλά τον ώμο, λες και είχε χάσει άνθρωπο κι όχι ότι έδινε αντιπαροχή, με τη θέλησή του, το παλιόσπιτο. Ακόμη και η Μόρφω ήταν εκεί, ακίνητη, με το χέρι στο στόμα, λες κι έβλεπε το Χριστινάκι γυμνό κι από πάνω του τον Δημητρό της, να ξεφυσά και να κοκκινίζει. Ίδια έκφραση είχε. Λες κι έβλεπε θέαμα αποτρόπαιο. Απαράδεκτο. Μιαρό.
Μόνον ο Σπύρος δεν ήταν εκεί. Το ΄χε βάλει στα πόδια. Είχε εξαφανιστεί. Κι ύστερα από ώρες, όταν ο Θανάσης αποφάσισε να πάρει τις γειτονιές να τον ψάξει να τον βρει, εμφανίστηκε ο αδελφός της πρώτης γυναίκας του, ο Γιάννης, να του πει πως ο Σπύρος είχε βρει καταφύγιο στο δικό του το σπίτι, στην άλλη άκρη της πόλης, στον Εύοσμο.
«Άσ’ το το παιδί. Είναι ταραγμένο»…
Κι ο Θανάσης τον άφησε. Κι επέστρεψε ο Σπύρος μετά από τρεις ημέρες. Και φουρκισμένος ο κυρ-Θανάσης, δεν είχε πει κουβέντα σε κανέναν για το καταφύγιο του Σπύρου. Μόνον στην Πελαγία είπε:
«Μια χαρά είναι το παιδί. Να μην το ψάχνεις. Θα ΄ρθει, όποτε εκείνο κρίνει ότι πρέπει. Άσε τους χαζούς της γειτονιάς να τον ψάχνουνε».
Και τον έψαχναν. Και δεν τον βρήκαν. Γιατί ο Σπύρος, από παιδί, εμφανιζόταν όποτε ήθελε. Κι όποτε δεν ήθελε, ήταν χαμένος.
Έτσι χαμένος ήταν εδώ και χρόνια, από το πατρικό. Αυτό σκέφτηκε ο κυρ-Θανάσης και τον πήραν, πάλι, τα ζουμιά.

Συνεχίζεται...

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007

Μέρος 4ο

Μέτριο με ολίγη τον έπινε τον καφέ της η Μόρφω. Παλιά έβαζε δυο κουταλιές ζάχαρη και μπόλικο καφέ. Και πρόσεχε να ΄χει καϊμάκι. Καϊμακλίδικο τον έπινε και η ίδια και ο Δημητρός. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και, λίγο η πίεση, λίγο το ζάχαρο, αναγκάστηκε να τον νερώσει τον καφέ της και να βάζει λίγη ζαχαρίτσα «στη μύτη του κουταλιού», όπως έλεγε και στις γειτόνισσες, όταν πήγαινε βεγγέρα.
Κι όσο ανακάτευε το «νερομπούλι» της, θυμόταν το Δημητρό της. Γιατί και στον καφέ, ακόμη, έβρισκαν τρόπο να μαλώνουν –κι ας αγαπιόντουσαν.
«Τι τον πίνεις αμέσως; Δεν μπορείς να τον κατεβάσεις, σιγά – σιγά, σαν άνθρωπος»;
«Εμένα έτσι μ΄ αρέσει Μορφούλα μου»…
«Σαν τη νεροφίδα! Τον ρούφηξες μονοκοπανιά κι άντε… Έτοιμος να καβαλήσεις το κατώφλι, να πάρεις τις ρούγες»!
«Μα μ΄ αρέσει να ΄ναι ζεστός»…
«Κι αν καείς; Θα τρέχω να φέρνω ντομάτες και γιαούρτια, να σου φύγει η κάψα. Ξέχασες προχθές»;
«Δεν παθαίνω τίποτα σου λέω… Το στόμα μου είναι γανωμένο εμένα»…
«Το στόμα σου είναι γανωμένο, ή το μυαλό σου; Αλλά ξέρω τι θες. Να φύγεις θες. Να πα να βρεις το φύλο σου, τον κυρ-Θανάση, να το ρίξετε στο τάβλι. Τσάκα τσούκα, τσάκα τσούκα, να πάρετε πάλι το κεφάλι όλης της γειτονιάς. Και να ΄χω, εγώ, μετά να ακούω τα παράπονα»…
«Τι σ έπιασε τώρα»…
«Τι μ΄ έπιασε… Τι μ΄ έπιασε… Τίποτα δε μ΄ έπιασε. Μόνο που με τσαντίζεις, γιατί ποτέ δεν κάθεσαι να μιλήσουμε».
Κι έτσι, ο Δημητρός, καθόταν καμιάν ώρα, δίπλα της, να τη βλέπει να πίνει το καφεδάκι της (αφού το δικό του το είχε καταπιεί με δυο ρουφηξιές) και –το κυριότερο- την άκουγε. Ή έκανε ότι την άκουγε. Και, που και που, κουνούσε το κεφάλι του, ή μουρμούριζε κάνα «ναι», κάνα «βέβαια», έριχνε και κάνα μουγκρητό και νόμιζε η Μόρφω ότι την άκουγε, την παρακολουθούσε. Όμως του Δημητρού το μυαλό ταξίδευε. Παντού πήγαινε. Πότε στην Κωνσταντινούπολη, γιατί Κωνσταντινοπουλίτης ήτανε στην καταγωγή, πότε στο πρώτο γήπεδο του ΠΑΟΚ, στο Συντριβάνι, να παρακολουθεί με τη φαντασία του αγώνες, πότε στην Τούμπα, που βοήθησε κι αυτός να χτιστεί, βάζοντας τις πλάτες του και κουβαλώντας το πηλοφόρι στις ξύλινες σκαλωσιές.
Ήταν τότε που όλοι οι ΠΑΟΚτσήδες, με το που τελείωναν τη δουλειά τους, πήγαιναν στο σπίτι τους, τρώγανε μια μπουκιά ψωμί κι έπειτα τρέχανε στην Αγια-Βαρβάρα, να βοηθήσουν στο κτίσιμο του γηπέδου. Το ΄κανε και ΄κείνος –κι ας μουρμούριζε η Μόρφω:
«Σκοτωμένος ήρθες και δε λες να φαρμακώσεις μια μπουκιά και να πέσεις να ξεραθείς… Θες μεσημεριάτικα να τρέχεις στα γήπεδα, να σκαρφαλώνεις στις σκαλωσιές. Κι αντί να σε πληρώνουν, τους πληρώνεις κι από πάνω»…
«Την ομάδα βοηθάω ρε συ Μορφούλα μου»…
«Να βοηθήσεις το σπίτι σου! Κι άσε την ομάδα και το καλό της».
Λίγο έλειψε να της χυθεί ο καφές.
«Αμάν! Για πότε φούσκωσε»…
Φούσκωσε ο καφές και την επανέφερε στο σήμερα. Γέμισε το φλιτζάνι της και βγήκε στο μπαλκόνι, να τον πιει μπαλκονάτα, τετ α τετ με το γείτονα. Μόνον που ο κυρ-Θανάσης είχε μπει για λίγο μέσα στο σπίτι. Κι ήταν άδειο το μπαλκόνι, αφημένο το ποτήρι και το φλυτζάνι στο τραπεζάκι.
Άφησε κι εκείνη το δικό της τον καφέ. Δεν τον έπινε ζεστό. Κι ας μην είχε το Δημητρό της, πια, να του μιλάει, για να περνάει η ώρα. Είχε τις θύμησές της. Και θυμήθηκε τότε, που την πήγε για πρώτη φορά στο γήπεδο. Που την έβαλε να καθίσει στη μαξιλάρα, να μη λερωθεί απ τα τσιμέντα της Τούμπας. Και πως έγειρε, εκείνη, πάνω του, γιατί είχε ένα αεράκι και έκανε, τάχα μου, πως κρύωνε. Και πως τη χτύπησε με τον ώμο του, ο αναθεματισμένος, όταν πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να φωνάζει με όλους τους άλλους:
«Γκόόόόλ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ! ΠΑΟΚ»!
«Κάτσε κάτω καλέ! Πώ πω! Ρεζίλι γινήκαμε! Κάτσε κάτω, που φωνάζεις σαν τις τσακαλοπαρέες των πιτσιρικάδων»!
Και δώσ’ του να τον τραβάει πότε από το μανίκι και πότε από το μπατζάκι. Αλλά ο Δημητρός, πού να καθίσει. Πηδούσε, χειροκροτούσε, ούρλιαζε! Ένας είχε γίνει με όλους τους άλλους. Ένα τέταρτο χρειάστηκε να περάσει, για να καθίσουν ξανά στους απαυτούς τους!
Ο ήχος από το τηλέφωνο την ξανάφερε στο σήμερα. Πήγε να σηκωθεί, αλλά κατάλαβε ότι δεν ήταν το δικό της. Ακουγόταν πολύ στο βάθος. Πρέπει να ήταν του κυρ-Θανάση, γιατί ήταν οι πόρτες ανοιχτές και ακούγονταν όλα, έτσι απέναντι που έμεναν.
«Ναι; Ποιος; Έλα παιδί μου, έλα παλικάρι μου… Καλά, καλά… Εσύ; Τα παιδιά; Η Νίτσα μας; Μπράβο, μπράβο… Πότε να σας περιμένω»;
Σιγή. Έστησε αυτί η Μόρφω, αλλά τη φωνή του κυρ-Θανάση δεν την ξανάκουσε.
«Πρέπει να μιλάει σιγά»…
Σιγά μιλούσε ο Θανάσης. Ένα «καλά», είπε όλο κι όλο. Έκλεισε το τηλέφωνο, περπάτησε ως το ντιβανάκι της κουζίνας και κάθισε εκεί. Κρέμασε τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια, έγειρε το κεφάλι μπροστά και του ΄φυγαν δυο δάκρυα.

Συνεχίζεται

Στις φωτογραφίες
1. Κωνσταντινούπολη
2. Ποδοσφαιρικός Αγώνας Μεταξύ Ποδοσφαιριστών ΠΑΟΚ - Καλαθοσφαιριστών Θεσσαλονίκης. Διακρίνονται από αριστερά όρθιοι οι: Μπούσιος Ι., Κωνσταντάρας Α., Οικονόμου Γ., Μούμογλου Α., ΤζανανδρέαςΑ., Πεταλίδης Α., Στεφανίδης Μ., Γραβάνης, Μιτσακάκης Γ. Κάτω σειρά: Λιβαδάς Ε., Αγγελίδης Ο., Φουρουντζόπουλος Δ., Γκολέμας Ν., Τσίντογλου Ν. Φωτογραφία από το αρχείο του Χάρη Παπαγεωργίου.
3. Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο του ΠΑΟΚ (1926)4. Αγιασμός στην φρεσκοχτισμένη Τούμπα

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007

3ο μέρος



Έβγαλε κι αράδιασε όλα τα βαζάκια στον πάγκο της κουζίνας. Ελληνικό καφέ, ζάχαρη, το γλυκό του κουταλιού –βύσσινο, γιατί της άρεζε η γλυκοξινάδα του. Δίπλα έβαλε το κουταλάκι (ασημένιο και βαρύ, από την προίκα της), το τσακμάκι –έτσι τον έλεγε τον αναπτήρα ο μακαρίτης- και το γκαζάκι.

Το ασημένιο κουταλάκι… Η προίκα της…. Τι της θύμιζαν όλα αυτά. Πισωπάτησε δυο βήματα και κάθισε, σιγά-σιγά, στην καρέκλα της κουζίνας. Ακούμπησε τον δεξιό αγκώνα της στο τραπέζι, που ήταν σκεπασμένο με τον λουλουδένιο λεπτό μουσαμά. Στήριξε το κεφάλι της στο χέρι κι έγειρε, λίγο μπροστά. Δυο δάκρια κύλησαν από το δεξί της μάτι. Ένας αναστεναγμός έφυγε από το στήθος της.
«Αχ, Δημητρό»…
Τον αγαπούσε το Δημήτρη της. Κι ας λέγανε όλοι στη γειτονιά, ότι του ΄χε φορέσει τα δυο πόδια σ΄ ένα παπούτσι. Εκείνη για το Δημητρό της νοιαζότανε. Μόνο για ΄κείνον. Κι αν του έβαζε τις φωνές, που έβγαινε, χειμώνα, με το πουκαμισάκι και το σακακάκι, ήταν γιατί δεν ήθελε να της αρρωστήσει. Γιατί ήταν δύσκολος άρρωστος ο Δημητρός.
Θυμήθηκε εκείνη τη μοναδική φορά που αρρώστησε. Αρρώστησε άσχημα. Είχε τρομάξει όλη η γειτονιά. Τον είχε πιάσει εκείνος ο άτιμος ο βήχας και δεν τον άφηνε. Πέρασε κοντά έναν μήνα στο κρεβάτι. Κι εκείνη… Τι δεν έκανε εκείνη. Δώσ΄ του τα χαμόμηλα, δώσ’ του τα ζεστά, ως και σαλέπι είχε πάει κι είχε αγοράσει. Και τ
α φάρμακά του; Ένα-ένα του τα ΄δινε στο στόμα. Λες κι ήταν μικρό παιδί. Κι ούτε να χάσει λεπτό από τις οδηγίες του γιατρού. Τις είχε γράψει στο τεφτέρι που είχαν, κάποτε, για τα βερεσέδια του μπακάλη.
«Πού να ΄ναι αυτό το μπακαλοτέφτερο»…
Σηκώθηκε από τη θέση της κι άνοιξε το τελευταίο συρτάρι της κουζίνας. Παραμέρισε κάτι παλιά ημερολόγια, τη Σύνοψη, ένα μικρό Βαγγέλιο και, νάτο!
«Νάτο»!

Το σήκωσε ψηλά στα χέρια της, λες κι ήταν ποδοσφαιριστής που σήκωνε κύπελλο. Τόση ήταν η χαρά της που, λίγο το ΄χε να αρχίσει το γύρο του θριάμβου. Αντί για πιλάλα, όμως, προτίμησε να κάτσει, πάλι στην καρέκλα της, απέναντι από τα αραδιασμένα σύνεργα του καφέ. Άνοιξε, με χέρια που έτρεμαν, το τεφτέρι. Κάπου μετά τη μέση, ύστερα από προσθέσεις κι αφαιρέσεις, ήταν οι οδηγίες:
«Την κάψουλα, κάθε έξι ώρες. Το σιρόπι του, τρεις φορές τη μέρα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πριν το φαγητό. Την ενέσα, κάθε δώδεκα ώρες, πρωί και βράδυ. Καλά που ερχόταν η κυρά Μυρσίνη. Βρε, πού τη θυμήθηκα αυτήνανε»…
Η Μυρσίνη ήταν η άσπονδη φίλη της. Πάντα είχε την υποψία πως η Μυρσίνη κι ο Δημητρός, ήτανε ερωτευμένοι, από τα νιάτα τους. Αλλά, τότε, με την αρρώστια του, σιγουρεύτηκε. Γιατί η Μυρσίνη έτρεξε να προλάβει, μην τυχόν και πάρουν άλλη νοσοκόμα για τις ενέσες. Κι όποτε ήταν να κάνουνε τη βραδινή, όλο μόνοι τους ήθελαν να είναι στο δωμάτιο. Κι όποτε ήταν να κάνουνε την πρωινή, όλο καφέ ζητούσε, γ
ια να βγαίνει η Μόρφω από την κάμαρη. Τότε στραβομουτσούνιαζε η Μόρφω. Τώρα, όμως, χαμογελούσε.
«Βρε την κακομοίρα»…
Σκέφτηκε πόσο όμορφη ήταν η Μυρσίνη στα νιάτα της. Κι όμως, ο Δημητρός, διάλεξε εκείνη για να παντρευτεί. Κι άφησε τη Μυσρίνη, ανεκπλήρωτο έρωτα, να τριγυρνάει τις γειτονιές και να βγάζει ένα πιάτο φαγί με τις ενέσες…
Α, τα ΄ξερε όλα η Μόρφω. Όλες τις μπαγαποντιές του Δημητρού τις γνώριζε. Και από την καλή και από την ανάποδη. Και για το Χριστινάκι, στη Λέοντος Σοφού γνώριζε. Και μια μέρα, δεν άντεξε, τον πήρε από πίσω. Πέταξε ένα σάλι πάνω της κι όταν αυτός πήρε το λεωφορείο, εκείνη χώθηκε σ΄ ένα ταξί, που ήταν –σχεδόν πάντα- παρκαρισμένο στην πλατεία, απέναντι από τη στάση.
«Από πίσω του! Και φρόντισε, καημένε μου, μην τυχόν το χάσεις»!
Σάστισε κι ο ταξιτζής, δεν περίμενε ποτέ ότι θα γίνει Τζέιμς Μποντ. Πήρε από πίσω το λεωφορείο, πήγαινε σα τη χελώνα, σταματούσε σε κάθε στάση και περίμενε τη Μόρφω να δει, καλά – καλά, αυτούς που κατέβαιναν.
«Ούτε ΄δω. Συνέχιζε! Πιο κάτω! Πίσω του»!
Ώσπου κατέβηκε, στη Βενιζέλου, ο Δημητρός. Περίμενε λίγο κι η Μυρσίνη και, αφού πλήρωσε τον ταξιτζή, τον πήρε στο κατόπι. Τον είδε να μπαίνει στο ισόγειο, της Λέοντος Σοφού και, στην αρχή, νόμισε ότι πήγαινε σε καμιά γκόμενα. Φουρκίστηκε, δάκρυσε, σκούπισε τα μάτια, άναψε, κόρωσε κι όρμισε στην πόρτα. Κι εκεί, πάτησε φρένο! Είδε, στο κουδούνι, μόνον το μικρό όνομα: «Χριστίνα»! Και κατάλαβε. Ντράπηκε, γύ
ρισε την πλάτη κι έφυγε.
Ανέβηκε στο σπίτι με τα πόδια. Περπάτησε κοντά πέντε χιλιόμετρα. Τόση ήταν η απόσταση, από τη Βενιζέλου. Σ όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Να τον περίμενε, πίσω από την πόρτα, με φώτα σβηστά –γιατί ο Δημητρός, το ΄χε συνήθεια, να επιστρέφει βράδυ στο σπίτι, όποτε κατέβαινε στο κέντρο- και με το που θα έμπαινε να σήκωνε τον πλάστη και, πού σε πονεί και πού σε κόφτει; Να του ΄βαζε τις φωνές, να ακούσει όλη η γειτονιά τις πομπές του; Να του κλαιγόταν; Να τον έδιωχνε; Όλα αυτά σκεφτόταν η Μόρφω.
Και μ αυτές τις σκέψεις, έφθασε στο σπίτι.
Στη γειτονιά το ΄χαν πάρει χαμπάρι. Τον είχαν δει, δα, τον Δημητρό, να φεύγει ντυμένος στην τρίχα, κουστουμάτος, για τη στάση. Είχε ρίξει πάνω του και μισό μπουκάλι Μυρτώ –με άρωμα λεμόνι. Τι άλλο ήθελε, να καταλάβουν. Ήταν και φρεσκοξυρισμένος… Μετά, είδαν την Μόρφω, να φεύγει βολίδα!
«Σαν κεφαλιά του Σαράφη»!
Το σχόλιο του φίλου του, του Θανάση, ήταν ένα κι ένα. Γιατί η μπάλα, από το κεφάλι του Σαράφη, έφευγε βολίδα για τα δίχτυα. Λες και την είχε κλοτσήσει και δεν την είχε κουτουλήσει. Ψιλογέλασε η μαρίδα, εκεί στη γειτονιά. Αλλά με τη σκέψη του τι περίμενε το Δημητρό, το αστείο έμεινε μετέωρο.
Τις ώρες που χρειάστηκαν στο Δημητρό να πάει και να γυρίσει, η γειτονιά τις είχε περάσει στ
ο δρόμο. Περίμεναν. Κάποιοι πήγαν να βάλουν και στοιχήματα:
«Ένα πενηντάρι ότι θα τον χτυπήσει»!
«Κατοστάρικο βάζω, ότι μόνον τις φωνές θα του βάλει»!
Τους έκοψε ο κυρ-Θανάσης:
«Ρε σεις! Άλλη δουλειά δεν έχετε; Άντε ρε, να δούμε τα δικά σας τα καμώματα, όταν τα μάθουν οι γυναίκες σας»!
Κι όταν εκείνες άρχισαν τα χαχανητά, τις έκοψε με το βλέμμα και τα λόγια:
«Καλές είστε και του λόγου σας! Μωρέ, ας μην είχε μάτια ο κόσμος, ας μην ήμασταν ακόμη εδώ γειτονιά, ας είχαμε γίνει πόλη, να δείτε για πότε θα μπαινοβγαίνατε στις αποθήκες και τα πλυσταριά»!
Πάγωσαν τα γέλια, σταμάτησαν τα στοιχήματα. Έμεινε, όμως, η αγωνία. Η αγωνία για την τύχη του Δημητρού.
Ο Δημητρός γύρισε λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Βρήκε τη γειτονιά έξω, αλλά δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Χαιρέτισε και πήγε κατά το σπίτι. Ούτως ή άλλως, ήταν γλυκιά η βραδιά κι ήταν φυσικό, άντρες γυναίκες και παιδιά, να έχουν μείνει έξω. Μόνον όταν είδε τα πάντα κλειστά, πόρτες παντζούρια και φώτα, τον ζώσανε τα φίδια. Αλλά έκανε την ανάγκη φιλότιμο, έβγαλε το κλειδί, άνοιξε την πόρτα και δρασκέλι
σε το κατώφλι.
Η Μόρφω δεν ήταν πίσω από την πόρτα. Καθόταν στο σαλόνι, μέσα στο σκοτάδι, επίσημα-επίσημα. Ήταν, ακόμη, ντυμένη, όπως την ώρα που έφυγε στο κατόπι του. Μίλησε ήρεμα:
«Δημητρό μου, έλα λίγο εδώ που σε θέλω»…
Πήγε κάτι να πει ο Δημητρός, αλλά το μετάνιωσε. Έσυρε τα βήματά του στο σαλόνι.
«Κάτσε εδώ δίπλα μου, να σου πω κάτι»…
Ταλαντεύτηκε λίγο. Είπε να κάνει μπροστά, έκανε λίγο πίσω, στο τέλος το πήρε απόφαση και κάθισε δίπλα της, στον ξύλινο καναπέ με το βελούδινο κάλυμμα.
«Δημητρό μου, δε θέλω να ξαναπάς εκεί».
Αυτό είπε μόνον η Μόρφω. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, άναψε το φως, του ΄βαλε στο τραπέζι να φάει –κεφτεδάκια με μακαρόνια, από το μεσημέρι- και, χωρίς να βάλει στην ίδια –συνήθεια χρόνων ήταν να τρώνε το βράδυ μαζί- πήγε στην κάμαρη κι έγειρε να κοιμηθεί.
Μπουκιά δεν του κατέβηκε κάτω του Δημητρού. Στριφογύρισε μακαρόνια και κεφτέδες καμιά ώρα, μέσα στο πιάτο, έπειτα πήγε έξω, τάισε τις γάτες της γειτονιάς –να μη φανεί ότι δεν το ΄φαγε το φαγητό της Μόρφως- και μπήκε, ξανά, στο σπίτι.
Περπάτησε, σαν τη γάτα κι αυτός, ως την κρεβατοκάμαρα. Γδύθηκε, έβαλε τις πιτζάμες του και ρώτησε:
«Κοιμάσαι Μόρφω»;
Εκείνη δεν απάντησε. Δεν έκλεισε μάτι, όλη τη νύχτα. Το ίδιο κι ο Δημητρός. Δεν αντάλλαξαν, όμως, κουβέντα. Το άλλο πρωί, συμπεριφέρονταν λες και δεν είχε γίνει τίποτα.
Ήταν η τελευταία φορά που ο Δημητρός πήγε στο Χριστινάκι. Κι έτσι, η πόρνη της Λέοντος Σοφού, έχασε έναν καλό πελάτη.
«Βρε, τι μ΄ έπιασε τώρα! Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά! Κι ούτε καφέ δεν έκανα»…
Έπιασε το μπρίκι.

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Σκέψεις του καφέ - 2ο μέρος

Την έκλαψε πολύ την Πελαγία. Περισσότερο κι από τη μάνα του την ίδια. Όμως τι τις ήθελε τέτοιες σκέψεις πρωινιάτικα;
Ρούφηξε άλλη μια γουλιά καφέ. Δυνατά. Να το ΄φχαριστηθεί.«Βλέπω το χαίρεσαι το καφεδάκι σου! Το γλεντάς»!

Αυτή η κουτσομπόλα, η Μόρφω, ακόμη απέναντι ήταν.«Ε, μια ευχαρίστηση μας έμεινε κι εμάς»…«Α, κυρ-Θανάση μου… Ο κάθε άνθρωπος έχει τις ευχαριστήσεις που θέλει να έχει. Γι αυτό και στα νιάτα κάνει λίγο κράτει, για να χαρεί στα στερνά»!«Φαρμακόγλωσση»…

Αυτό το τελευταίο το είπε ψιθυριστά, αλλά του ερχότανε πολλές φορές να της το φωνάξει κατάμουτρα! Ήταν κουτσομπόλα και φαμακόγλωσση. Σκέτο δηλητήριο. Να σε πικάρει και τι στον κόσμο. Κι όταν ζούσε η Πελαγία του, δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί.

«Ακόμα έτσι, κυρία Πελαγία μου; Ακόμα αστεφάνωτη»; Κάθε μέρα που την έβλεπε, τη φαρμάκωνε τη γυναικούλα του με την κακία της. Αν και η Πελαγία, δεν χάριζε κάστανο. Μια φορά, δεν άντεξε άλλο, έσκασε. Και γύρισε και της είπε:«Καλύτερα αστεφάνωτη κυρία Μόρφω μου, παρά άγαμη»!

Γέλασε η Μόρφω. Γέλασε τρανταχτά.«Μα, κυρία Πελαγία μου, το ίδιο είναι άγαμη, το ίδιο και αστεφάνωτη»…Κι εκεί που το ΄λεγε, είδε το χαμογελάκι της Πελαγίας και κατάλαβε. Η παμπόνηρη είχε φάει μια συλλαβή. Άλλο ήθελε να πει κι επίτηδες τα μπέρδεψε. Όλη η γειτονιά, όμως, είχε καταλάβει.
Κοκκίνισε η Μόρφω, σαν το παντζάρι έγινε και μπήκε, άρον άρον, στο σπιτικό της. Γιατί η Πελαγία είχε δίκιο.

Ακόμη κι ο άντρας της, ο Δημητρός, προτιμούσε να πάει να τα δώσει στις πουτάνες, παρά να τακτοποιήσει τη Μόρφω. Και πήγαινε, ο συγχωρεμένος, κάθε δεύτερο Σάββατο, εκεί στην οδό Αφροδίτης και στη Λέοντος Σοφού. Ειδικά εκεί, στο Χριστινάκι, πήγαινε με βήμα ταχύ κι επέστρεφε αργά-αργά, μ ένα χαμόγελο στα χείλη. Γιατί το Χριστινάκι τα τιμούσε τα χρήματα που έπαιρνε και δώστου και φώναζε και βογγούσε. Και γινόταν ο άλλος, ο από πάνω, βασιλιάς!
Του ΄φυγε ένα γέλιο του κυρ-Θανάση. Τα θυμήθηκε όλα αυτά και γέλασε. Του έλειπε ο Δημητρός. Ήταν καλός ταβλαδόρος κι οι δυο τους έστηναν, πολλά απογεύματα, ειδικά από την άνοιξη ως το Σεπτέμβριο, σκληρές μάχες. Μόνον που ο Θανάσης ήταν μάστορας στο ζάρι και, παρά την αξία του αντιπάλου, κατάφερνε να παίρνει τις περισσότερες παρτίδες, με έναν τρόπο εκνευριστικό. Ασόδυο ήθελε; Ασόδυο έφερνε. Ντόρτια; Ντόρτια. Εξάρες; Εξάρες! Και τσαντίζονταν ο Δημητρός, χτυπούσε τα πούλια, πετούσε τα ζάρια, έδινε μια με το χέρι κι έκλεινε το τάβλι:«Άρχισες, πάλι, τα σαλτανάκια σου»!Και μ αυτήν την ατάκα, τέλειωνε η μάχη. Αλλά να πει να μην ξαναπαίξουν, αδύνατο.

Την επομένη, πάλι εκεί, με το τάβλι υπό μάλης και τα μαξιλάρια, να μην πιάνονται, που κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες. Έρχονταν και τα καφεδάκια, μαζευόταν και η μαρίδα, τριγύρω, να δίνει συμβουλές κι αρχίζανε:«Πιάσε το πεντάρι»!«Όχι το πεντάρι! Άνοιξε, καλύτερα, να φύγεις! Πού να σε προλάβει»!«Μη φεύγεις από τώρα. Μετά; Τι θα κάνεις μετά; Μια φορά να φέρεις άσσο, στο πήρε διπλό».Κι άλλα τέτοια.

Εκεί ήταν που τσαντιζότανε ο κυρ-Θανάσης:«Ρε σεις! Κωλόπαιδα! Από πότε μου γίνατε καθηγητές; Άντε πάντε παρά πέρα να παίξουμε με την ησυχία μας! Που μάθατε όλοι τάβλι κι έρχεστε να μας ζαλίζετε τον Έρωτα»!Σταματούσαν, έτσι, οι συμβουλές κι αρχίζαν οι μουρμούρες:«Δες τον τι έπαιξε! Τσκ, τσκ, τσκ»!«Αυτό, ούτε στη φυλακή δεν το παίζουν. Κι αυτός το συνεχίζει»…«Πάει, γέρασε. Είδες πως το έπαιξε»;Γυρνούσε ο Δημητρός, τους έριχνε καμιά αυστηρή ματιά και σταματούσαν κι οι μουρμούρες. Και πάλι από την αρχή, ώσπου έφθανε η ώρα να μιλήσει στο ζάρι ο κυρ-Θανάσης, για να κερδίσει και να τσαντίσει τον Δημητρό:«Άρχισες, πάλι, τα σαλτανάκια σου»!Και, μπαμ, του έκλεινε το τάβλι με μια κίνηση του χεριού, γελούσαν οι άλλοι, γελούσε κι ο Θανάσης.Γελούσε, πάλι, με τον ίδιο τρόπο, όπως και τότε.

Η Μόρφω έκανε το σταυρό της, που τον έβλεπε να γελά μονάχος, κοιτώντας τον καφέ. Είπε να του μιλήσει, αλλά σκέφτηκε «άσ’ τον, ξεκούτιανε κι αυτός»… Κι έριξε το φταίξιμο στο γιο του κυρ Θανάση, τον Ηλία, που ερχόταν όλο και πιο σπάνια να τον δει.Ο Ηλίας… Παλίκαρος ως εκεί πάνω! Όμως, τι τα θες… Αν τον άνδρα τον βάζει στο βρακί της η γυναίκα, πάει και η παλικαριά του, πάει και το καλό του…

Γύρισε ξανακοίταξε τον κυρ-Θανάση. Κοτσονάτος γέρος… Είδε και τον καφέ… «Ρε, δε φτιάχνω κι εγώ για μένανε έναν», σκέφτηκε και μπήκε στο διαμέρισμα, αφήνοντας στη μέση το άπλωμα.

Σκέψεις του καφέ - 1ο μέρος

Καθάρισε το λαιμό του. Τελευταία, με το που σηκωνόταν το πρωί, είχε αυτό το πρόβλημα.
«Κωλοτσίγαρο»…
Έπρεπε να το κόψει. Του το είχε πει κι ο γιατρός. Αλλά δεν τα κατάφερνε. Πάντα άρχιζε την προσπάθεια με θάρρος. Πετούσε το πακέτο, περνούσαν μια δυο μέρες, διαμαρτύρονταν σε όλους για τον καπνό τους και, όπως κάθε θαύμα, την τρίτη μέρα, διαλυόταν η προσπάθεια. Ξαναγόραζε πακέτο και φτου κι απ την αρχή…
Σύρθηκε ως την κουζίνα. Τελευταία είχε και πόνους στη μέση. Περπάτησε σκυφτός, προς τα μπροστά, άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε ζαχαρίνη και καφέ. Είχε πεθυμήσει έναν νες, έναν φραπέ, αλλά κι αυτό το απαγόρευε ο γιατρός. Κι έτσι, έπεσε στον ελληνικό.Έριξε τον καφέ στο μπρίκι με το νερό και το ακούμπησε στο μάτι της κουζίνας. Τα μάτια του θόλωσαν. Είδε μπροστά του να απλώνεται η χόβολη και τον καφέ να φουσκώνει, σιγά-σιγά. Πόσα χρόνια είχε να πιει καφέ στη χόβολη…
Πάλι καλά που, πριν πέντε χρόνια, σε μια εκδρομή στην Αρναία, είχε ανακαλύψει το καφενεδάκι στην πλατεία, απέναντι από την Εθνική Τράπεζα. Ήταν η τελευταία φορά που γεύτηκε καφέ στη χόβολη και, στο τέλος, για να γλυκάνει το στόμα του, ένα λουκούμι τριαντάφυλλο.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν ιερή αυτή η στιγμή. Μια απόλαυση που δεν τη θυσίαζε για τίποτα: Ο πρωινός καφές. Κάθισε στη σκιά κι άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια γερή τζούρα και μια καλή γουλιά καφέ. Σφυριχτή.«Ααααα»…Μακρόσυρτο επιφώνημα. Ευχαρίστηση.

Έγειρε προς τα πίσω, στην πολυθρόνα σκηνοθέτη. Απέναντι, η Μόρφω, είχε, ήδη, βάλει το πρώτο πλυντήριο κι άπλωνε. Ασπρόρουχα.«Μόρφω! Μπουγάδα πάλι; Μπουγάδα»;«Εμ, τελειώνουν ποτέ οι δουλειές κυρ-Θανάση; Ξέχασες την Πελαγία»;
Δεν την είχε ξεχάσει την Πελαγία. Πώς να την ξεχνούσε, δηλαδή. Νοικοκυρές σαν την Πελαγία, σπάνιζαν. Κούνησε το κεφάλι, πάνω-κάτω. Με έναν τρόπο, σα να συμφωνούσε με αυτά που άκουσε.Η Πελαγία… Η δεύτερη –και καλύτερη- γυναίκα του. Μαγείρισσα πρώτη. Νοικοκυρά, η καλύτερη. Δούλα και κυρά. Και γυναίκα φλογερή, παρά την ηλικία της.
Είχε περάσει βασανισμένη ζωή και δεν άντεξε. Παρά το ότι πέρασαν καλά οι δυο τους, παρά το ότι δεν ήθελε να παντρευτεί «γιατί έτσι νομίζουν ότι είμαι νέα», η αρρώστια έφαγε τα κόκαλά της κι έσβησε ένα απόγευμα, Μεγάλης Πέμπτης, την ώρα που όλοι ετοιμάζονταν για την Ανάσταση κι έβαφαν αβγά.